Και πάλι δεν τρελάθηκα ετούτο το χειμώνα.
Τελείωσε πριν καν το καταλάβεις ο χειμώνας.
Λιώνει το χιόνι κι ακούω το θρόισμα των φύλλων.
Πάει να πει υγιής.
Συγχαίρω τον εαυτό μου για τη νέα εποχή του χρόνου,
κι ενώ η κόρη του ματιού μου στα τυφλά αναζητά το σιντριβάνι,
πίνω μονορούφι γραμμάτια εκατό.
Με την παλάμη σκουπίζω το πρόσωπο.
Στην πλάτη του ρίγη κυλούν σα να ‘μια στου δάσους τη δροσιά.
Σύρθηκα στο παγκάκι
κι έβλεπα μια μαούνα αργά μέσα απ’ τους πάγους
να τραβάει προς το σύδεντρο.
Χειρότερο κι απ’ την αλήθεια του κακού
είναι να κάνεις το χαρτί αποδιοπομπαίο τράγο.
Συμπάθα τον τόνο της φωνής μου:
δε σώθηκε της ανησυχίας η εποχή,
μα μόνο ο χειμώνας.
Η ουσία των αλλαγών
δεν είναι τίποτα άλλο από
την επιλογή της πιο χοντρής πέτρας
για την πυρά του μνημόσυνου.
Απρίλιος 1969