Δέν κοιμᾶσαι ἁπλῶς μ’αὐτόν ἐδῶ τόν ἄντρα, ἀλλά μέ ὅλη τή ζωή του,
κι αὐτή μερικές φορές σέ ξυπνάει καί τόν τραβάει ἔξω ἀπό τά μπράτσα σου.
Γιατί, βλέπεις, συχνά ὁ πόλεμος καταφθάνει καί ξαπλώνει ἀνάμεσά σας σάν παιδί
φοβισμένο νά μείνει μόνο στό σκοτάδι.
Ὁ πόλεμος, λέει αὐτός, ἔχει νά κάνει μέ πολλούς ἀριθμούς, ἄς δοῦμε _
δυό συγγενεῖς ἴσον ἕνα τσουβάλι κόκκαλα,
χίλιοι τριακόσιοι ἐνενήντα πέντε – πέντε μέρες πολιορκίας,
τρία δέματα ἀνθρωπιστικῆς βοήθειας: βούτυρο, κονσέρβες,
γάλα σκόνη, τρεῖς πλάκες σοκολάτα.
Τέσσερις ὁπλισμένοι ἔρχονται γιά σένα,
σοῦ δείχνουν τίς διαταγές τους καί μετά σέ συνοδεύουν μέσα στή νύχτα.
Στή διάρκεια τῆς διαδρομῆς διασχίζοντας τήν πόλη
ἀκοῦς πυραύλους νά πετοῦν πάνω ἀπ’ τό κεφάλι σου – δυό φορές.
…Πέντε φορές σέ βγάζουν ἔξω ἀπό τoύς στρατῶνες
ὥς ἕνα χαντάκι ὅπου σαράντα τρεῖς κείτονται σαπίζοντας
καί κάθε φορά σκέφτεσαι: στό τέλος θά πεθάνω
καί θά πῶ τοῦ Θεοῦ πώς ἦταν ἕνα ἄθλιο ἀστεῖο.
Ὅμως σοῦ ρίχνουν τό πρόσωπο μέσα στό χῶμα
καί καλοπερνοῦν πιέζοντας τό ὅπλο στό κεφάλι σου.
Μετά, λέει αὐτός, δέ μ’ ἀρέσει νά ὀνειρεύομαι,
αὐτῆς τῆς λογῆς τίς ἀναμνήσεις, δέν ταιριάζουν σ’ἕναν ἄντρα.
Διασχίζεις τρέχοντας τά δάση, σοῦ ρίχνουν στήν πλάτη,
μιά σφαίρα χτυπάει τό μηρό σου μά τό μόνο πού νιώθεις εἶναι τό χῶμα στό πρόσωπό σου.
Τότε εἶναι πού τό γυμνό δέντρο τοῦ πόνου μεγαλώνει
στήν καρδιά σου, χτυπώντας στό στῆθος σου δυνατά.
Κι ἐγώ δέν ἀποκρίνομαι γιατί τί νά πεῖς σ’αὐτό
Μόνο συνεχίζω νά σκουπίζω τό χῶμα ἀπό τό πρόσωπό του, ὁλοένα ἀπ’ τήν ἀρχή,
ἀκόμα κι ὅταν κοιμᾶται
ἀκόμα κι ὅταν εἶναι μακριά.