Καίει ο ήλιος, κάθιδρα όλα,
μαίνεται, αποβλακωμένη, η χαράδρα.
Σαν του γεροδεμένου κτηνοτρόφου τη δουλειά
Το έργο στης άνοιξης κοχλάζει τα χέρια.
Λιώνει το χιόνι και πάσχει από αναιμία
Στα κλαδάκια των αδύναμων γαλάζιων φλεβών.
Κοχλάζει όμως η ζωή στο στάβλο των αγελάδων,
Και με υγεία σκάβουνε τα δόντια των δίκρανων.
Αυτές οι νύχτες, αυτές οι μέρες και οι νύχτες!
Πέφτουν το καταμεσήμερο οι σταγόνες,
Η καχεξία των σταλακτιτών στις στέγες,
των άυπνων ρυακιών η φλυαρία!
Ορθάνοιχτο το βουστάσιο κι ο στάβλος.
Τα περιστέρια στο χιόνι τσιμπολογούν σπυριά,
Και των πάντων ζωοδότης κι ένοχος,
Μυρίζει με το φρέσκο αγέρι η κοπριά.
1946
Από τον ποιητικό κύκλο «Τα ποιήματα του Δόκτορα Ζιβάγκο»
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©