του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Πρελούδιο
«Από το υλικό των ανακρίσεων προκύπτει πως η ελληνική κατασκοπία δραστηριοποιείται ενεργά στους τομείς της κατασκοπίας, της δολιοφθοράς και της προετοιμασίας εξέγερσης στην ΕΣΣΔ, εκτελώντας εντολές της αγγλικής, γερμανικής και ιαπωνικής κατασκοπίας. Η βασική περιοχή στην οποία δραστηριοποιείται είναι οι ελληνικές αποικίες στην περιοχή Ροστόφ επί του Δον και Κρασνοντάρσκ του Βόρειου Καυκάσου, η περιοχή του Ντονέτσκ και της Οδησσού, καθώς και σε άλλες περιοχές της Ουκρανίας, της Αμπχαζίας και των άλλων δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας, στην Κριμαία, καθώς επίσης και στις διάφορες ομάδες των Ελλήνων που κατοικούν σε διάφορες πόλεις και περιοχή της Ένωσης. Παράλληλα με την κατασκοπευτική δραστηριότητα και τις δολιοφθορές για λογαριασμό των Γερμανών και των Ιαπώνων, η ελληνική κατασκοπία αναπτύσσει δραστήρια αντισοβιετική εθνικιστική δραστηριότητα, υποστηριζόμενη από ένα διευρυμένο κοινωνικό στρώμα (κουλάκοι καπνοπαραγωγοί και ιδιοκτήτες περιβολιών, μαυραγορίτες προϊόντων και ξένων νομισμάτων και άλλοι) του ελληνικού πληθυσμού της ΕΣΣΔ. Στα πλαίσια της αποτροπής της δραστηριότητας της ελληνικής κατασκοπίας στην ΕΣΣΔ διατάσσω:
Στις 15 Δεκεμβρίου ενεστώτος έτος, ταυτοχρόνως σε όλες τις δημοκρατίες, τις περιφέρειες και τις περιοχές να πραγματοποιηθούν συλλήψεις όλων των Ελλήνων, οι οποίοι είναι ύποπτοι για κατασκοπία, διαφθορά, ανατρεπτική και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα.
Συλλήψεως υπόκεινται όλοι οι ‘Ελληνες (ελληνικής υπηκοότητας και πολίτες της ΕΣΣΔ) των παρακάτω κατηγοριών: α) που βρίσκονται σε επιχειρησιακή στόχευση και παρακολούθηση, β) πρώην μεγάλοι έμποροι, μαυραγορίτες, λαθρέμποροι και παρανόμως εμπορευόμενοι ξένα νομίσματα, γ) Έλληνες που διεξάγουν έντονη αντισοβιετική εθνικιστική δουλειά, κυρίως ανάμεσα σε εκείνους που αποκουλακοποιήθηκαν, καθώς επίσης και ανάμεσα σε εκείνους που κρύβονται και αποφεύγουν την αποκουλακοποίηση, δ) πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα και όλοι οι Έλληνες που έφτασαν στην ΕΣΣΔ παράνομα από την χώρα προελεύσεως, ε) όλοι οι Έλληνες που βρέθηκαν στην επικράτεια της ΕΣΣΔ, οι επονομαζόμενοι στρατολογημένοι πράκτορες του Διεθνούς Τμήματος της NKVD και της Διεύθυνσης Κατασκοπίας του Εργατοαγροτικού Κόκκινου Στρατού.
Ο Λαϊκός Κομισάριος Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ
Ο Γενικός Κομισάριος Ασφαλείας
Γιέζοφ»
Φάση Α’
Ο ανώνυμος, χαμηλόβαθμος μα έμπιστος και ευσυνείδητος υπάλληλος του Λαϊκού Κομισαριάτου δαχτυλογαφούσε στη γραφομηχανή του την προσωπική εντολή του πανίσχυρου Γιέζοφ. Το απόρρητο έγγραφο Νο 50215 της 11ης Δεκεμβρίου 1937 θα έφτανε υπηρεσιακώς σε όλες τις διευθύνσεις και τα τμήματα του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων και την προκαθορισμένη ημέρα θα ξεκινούσαν οι μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις του ελληνικού πληθυσμού της ΕΣΣΔ που έμεινε στην ιστορία ως η «Ελληνική επιχείρηση».
Στις 15 Δεκεμβρίου 1937 ξεκίνησαν οι μαζικές συλλήψεις στη Γεωργία, την Κριμαία, στις περιοχές Ντονέτσκ και της Οδησσού της Ουκρανίας, στην περιφέρεια Κρασνοντάρσκ και το Αζερμπαϊτζάν. Σύμφωνα με διάφορους ιστορικούς από τις 15 «εθνικές εκκαθαρίσεις» που πραγματοποίησε το σταλινικό καθεστώς, η «ελληνική επιχείρηση» είναι η πλέον αιματοβαμμένη. Μέσα σε εννέα ημέρες που διήρκησε στο πρώτο στάδιο, των συλλήψεων, στα χέρια της διαβόητης μυστικής αστυνομίας βρέθηκαν περίπου 8.000 έλληνες. Ανάμεσα τους και ο Κωνσταντίν Τσελπάν, ο σχεδιαστής του κινητήρα του άρματος μάχης Τ-34, ο οποίος προσφάτως είχε τιμηθεί με το βραβείο Λένιν.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1938 σε ειδική συνεδρίαση εγκρίθηκε η απόφαση του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκοι) Νο 57/49 με την οποία επιτρεπόταν η παράταση των προθεσμιών των διώξεων, η εξωδικαστική εξέταση των υποθέσεων και η πρόταση για διεξαγωγή νέων εθνικών εκκαθαρίσεων.
Στο σχετικό έγγραφο αναφέρεται συγκεκριμένα: «Να επιτραπεί στο Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων να παρατείνει μέχρι την 15η Απριλίου 1938 την επιχείρηση για τη διάλυση των ομάδων κατασκοπίας και δολιοφθοράς που αποτελούνται από Πολωνούς, Λετονούς, Γερμανούς, Εσθονούς, Φιλανδούς, Έλληνες, Ιρανούς, Κινέζους του Χαρμπίν, Κινέζους και Ρουμάνους, τόσο τους ξένους υπηκόους όσο και τους σοβιετικούς πολίτες, σύμφωνα με τις διαταγές του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΣΣΔ».
Οι συλλήψεις κατά περιοχή στην Ουκρανία
Περιοχή | Αριθμός θυμάτων |
Ντονέτσκ | 5.700 – 6.500 |
Οδησσός (πόλη και περίχωρα) | 500 – 800 |
Ζαπαρόσκαγια | 400 – 600 |
Χάρκοφ | 200 – 300 |
Η «δικαστική διερεύνηση»
Σύμφωνα με το «επαναστατικό» δίκαιο του σταλινικού καθεστώτος, πολλές υποθέσεις δεν παραπέμπονταν σε τακτικό δικαστήριο ή έστω στρατοδικείο αλλά στις περίφημες «Τρόικες», τις επιτροπές δηλαδή που αποτελούνταν από τον επικεφαλής της περιφερειακής διεύθυνσης της NKVD, τον γραμματέα της οργάνωσης περιοχής του κόμματος και τον εισαγγελέα της περιοχής. Ωστόσο, στην περίπτωση της «ελληνικής επιχείρησης» το καθεστώς εισάγει ένα νέο «τρόπο και μέθοδο» διερεύνησης της επονομαζόμενης «ειδικής συνεδρίας» στην οποία μετείχε προσωπικά ο Νικολάι Γιέζοφ και ο γενικός εισαγγελέας της ΕΣΣΔ Αντρέι Βισίνσκι, γνωστός από τις δίκες της Μόσχας.
Από όλες τις φυλακές των διαφόρων περιοχών της ΕΣΣΔ έφταναν στη Μόσχα οι καταστάσεις με τα ονόματα των συλληφθέντων κατά τη διάρκεια των εθνικών εκκαθαρίσεων. Κάθε δέκατο επίθετο σε αυτή την κατάσταση είχε δίπλα του τη σημείωση «10 έτη εγκλεισμού σε στρατόπεδα», στα υπόλοιπα επίθετα υπήρχε η σημείωση «Να εκτελεστεί δια τουφεκισμού». Έμπιστοι αξιωματούχοι των δύο αυτών δημίων εξέταζαν τις καταστάσεις βιαστικά και ολόκληρα λευκώματα εγγράφων παραδίδονταν προς υπογραφή στους Γιέζοφ και Βισίνσκι. Στην ιστορία ο τρόπος αυτός απονομής δικαιοσύνης έμεινε γνωστός ως «ο λευκωμάτων».
Το ελληνικό «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ»
Όσοι γλίτωσαν από τις εκτελέσεις τον πρώτο καιρό της «εθνοκάθαρσης», στάλθηκαν στο «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» και στην πιο διαβόητη «μετάστασή» του, τη χερσόνησο της Κολιμά. Περίπου 1.500 ελληνικής καταγωγής κατάδικοι βρέθηκαν στα κολαστήρια του Αρχιπελάγους Γκουλάγκ. Από τα αρχεία της εποχής μαθαίνουμε πως 100 άτομα βρέθηκαν στο στρατόπεδο του Νορίλσκ, 130 στο στρατόπεδο της Δημοκρατίας Κόμι, 200 και πλέον άτομα σε στρατόπεδα του Καζαχστάν, ενώ 60 – 80 άτομα σε διάφορα στρατόπεδα της περιοχής του Αρχάγγελσκ. Λιγότεροι από τους μισούς επέστρεψαν αφού εξέτισαν την ποινή τους ή μετά το θάνατο του Στάλιν και την αποκατάστασή τους ως θύματα της «προσωπολατρείας». Σε έγγραφο της 1ης Ιανουαρίου 1939 της NKVD για την εθνική καταγωγή των κρατουμένων στα στρατόπεδα της Γενικής Διεύθυνσης Στρατοπέδων αναφέρονται 2030 Έλληνες. Εκτός από αυτούς υπήρχαν άλλοι 451 έλληνες, υπήκοοι Ελλάδας, σύμφωνα μάλιστα με σχετικά έγγραφα το 11% των ξένων υπηκόων κρατούμενων στα στρατόπεδα ήταν ελληνικής καταγωγής. Αθροιστικά συμπεραίνουμε πως το 1938 2.500 Έλληνες κρατούνταν στα γκουλάγκ, εκ των οποίων οι 600 – 800 έχασαν τη ζωή τους την περίοδο 1938 – 1941.
Το καθεστώς όμως δεν αρκέστηκε στις εκτελέσεις και τις εκτοπίσεις των ελλήνων. Την ίδια περίοδο η μυστική αστυνομία «ανακαλύπτει» τη μια συνομωσία μετά την άλλη με σκοπό την υπονόμευση της ΕΣΣΔ και την πρόκληση εξεγέρσεων. «Αντεπαναστατικές» οργανώσεις ανακαλύπτονται στο Ροστόφ επί του Δον, στη Μαριούπολη, προαιώνιο κέντρο των ελλήνων της Μαύρης θάλασσας, και σχεδόν σε κάθε χωριό, η πλειοψηφία των κατοίκων του οποίου ήταν ελληνικής καταγωγής στις περιοχές του Αζόφ, το Μπακού, το Κρασνοντάρ, την Ασχαμπάντ. Συλλήψεις «μελών αντεπαναστατικών ελληνικών οργανώσεων» έγιναν στο χωριό Λιουμπερτσί κοντά στην Μόσχα, αλλά και στο χωριό Ιγκάρκε στον αρκτικό πολικό κύκλο. Παράλληλα, στα πλαίσια της «ελληνικής επιχείρησης» έκλεισαν όλα τα ελληνόγλωσσα σχολεία της ΕΣΣΔ, οι εκδοτικοί οίκοι, οι εφημερίδες. Σε διοικητικό επίπεδο καταργήθηκε η Ελληνική Εθνική Περιοχή στο Κουμπάν και τη θέση της πήρε η Διοικητική Περιφέρεια της Κριμαίας.
Η ουκρανική «παράνομη οργάνωση»
Η περίφημη «Ελληνική αντισοβιετική αντεπαναστατική αποσχιστική κατασκοπευτική παράνομη οργάνωση» ουσιαστικά δεν υπήρξε παρά μόνο στους νοσηρούς εγκεφάλους που την επινόησαν στα γραφεία της NKVD για να δικαιολογήσουν τις διώξεις των ελλήνων της Ουκρανίας και τη διακοπή της πολιτικής «λείανσης των εθνικών διαφορών».
Σύμφωνα με το χαλκευμένο κατηγορητήριο στόχος της οργάνωσης ήταν η προετοιμασία εξέγερσης των ελλήνων. Για να τα πετύχει αυτό η παράνομη οργάνωση είχε σχέσεις με ανάλογες αντεπαναστατικές οργανώσεις του Βορείου Καυκάσου, της Αμπχαζίας και της Κριμαίας, με μια δεξιά τροτσκιστική οργάνωση (!) της περιοχής του Ντονμπάς και με τους Ουκρανούς εθνικιστές.
Οι συλλήψεις έγιναν από το Δεκέμβριο του 1937 μέχρι τις αρχές του 1938 στη Μαριούπολη, το Στάλινο, το Χάρκοφ, την Οδησσό, το Κίεβο. Ουσιαστικά, με αφορμή αυτή τη χαλκευμένη υπόθεση συνελήφθηκαν όλοι όσοι είχαν σχέση με τη δραστηριότητα των ελληνικών συλλόγων και σχολείων: ο πρώην επικεφαλής του ελληνικού τμήματος του Κεντρικού Κομισαριάτου εθνικών μειονοτήτων Σ. Γιαλής, ο γραμματέας της Επιτροπής Περιοχής Π. Μπογκαντίτσα, όλοι οι εργαζόμενοι στην ελληνική εφημερίδα «Κολεκτιβιστής», του περιοδικού «Πιονιέρος» και του ελληνικού εκδοτικού οίκου στο Ντονέτσκ, καθώς επίσης και όλοι οι δάσκαλοι του ελληνικού παιδαγωγικού ινστιτούτου και των ελληνικών σχολείων της Μαριούπολης.
Η επίσημη ελληνική αντίδραση
Το 1938 το 95% του συνόλου των ξένων υπηκόων που ζούσαν στην ΕΣΣΔ ήταν Έλληνες, οι οποίοι στις αρχές του 20ου αιώνα βρήκαν καταφύγιο στη Ρωσία μετά τις διώξεις που υπέστησαν από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Μετά την αναγνώριση της σοβιετικής εξουσίας από την ελληνική κυβέρνηση, οι δύο χώρες είχαν υπογράψει εμπορική συμφωνία και η ελληνική πλευρά θεωρούσε τη σοβιετική «στρατηγικό της εταίρο», πράγμα που χρησιμοποίησε ως επιχείρημα για τη χλιαρή έως ανύπαρκτη αντίδρασή της στις διώξεις των ομογενών, περιοριζόμενη στην επίδοση διπλωματικών νοτών.
Όταν η Σοβιετική Ένωση πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να δεχτεί τον επαναπατρισμό των υπηκόων της, αρνήθηκε θεωρώντας πως οι Έλληνες της ΕΣΣΔ θα ήταν φορείς της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Παράλληλα, η ελληνική πλευρά την εποχή εκείνη αντιμετώπιζε πλήθος προβλημάτων και δυσχερειών με την υποδοχή και αφομοίωση των ελλήνων της Μικράς Ασίας. Παρόλα αυτά, 10.000 πρόσφυγες έγιναν δεκτοί από ένα σύνολο 40.000 που ζήτησαν τη χορήγηση πολιτικού ασύλου. Η τυπική δικαιολογία για την άρνηση ήταν ότι οι ελληνικές προξενικές αρχές δεν ήταν σε θέση να εκδώσουν ένα τόσο μεγάλο αριθμό ταξιδιωτικών εγγράφων.
Υπάρχει και ένα μυστηριώδες και ανεξήγητο επεισόδιο στην ιστορία αυτής της εποχής. Πρόκειται για τη φημολογούμενη αυτοκτονία του νεοδιορισθέντος έλληνα πρέσβη στη Μόσχα Δ. Νικονόπουλου. Σε ένα από τα φύλλα του μηνός Μαρτίου του 1938 στην εφημερίδα «Πράβντα» δημοσιεύτηκε η είδηση της αυτοκτονίας του πρέσβη, συνέπεια βαριάς και ανίατης ασθένειας. Τα ερωτηματικά όμως που προκύπτουν από την υπόθεση αυτή είναι πολλά και μένουν μέχρι σήμερα αναπάντητα: πώς είναι δυνατόν να διορίσει το ΥΠΕΞ της Ελλάδας ένα διπλωμάτη βαριά ασθενή; Ανεπιβεβαίωτες, μέχρι σήμερα, φήμες θέλουν την εκδοχή της αυτοκτονίας ως προκάλυμμα της δολοφονίας ως απάντηση στην αντισοβιετική και κατασκοπευτική του δράση.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε πως ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν πως η αποκατάσταση της βασιλείας στην Ελλάδα και το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, χάλασαν τα σχέδια του Ι. Β. Στάλιν, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα μελλοντικά θα μετατρεπόταν σε προγεφύρωμα για την αποστολή ειδικών ομάδων επαγγελματιών επαναστατών στον αραβικό κόσμο και τη Λατινική Αμερική στα πλαίσια της εξαγωγής της ρωσικής επανάστασης. Για το σκοπό αυτό, άλλωστε, οι Έλληνες σπουδαστές στο περιβόητο «Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των λαών της Ανατολής» (KUTV) της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Μόσχα ανέρχονταν σε αρκετές εκατοντάδες. Μέχρι σήμερα, παραμένει άγνωστη η τύχη πολλών εξ αυτών.
Φάση Β’
Η συνέχεια της «Ελληνικής επιχείρησης» της NKVD δεν ήταν άλλη από την πρώτη (ακολούθησαν άλλες δύο) μαζικές εκτοπίσεις του ελληνικού πληθυσμού από την περιοχή του Κρασνοντάρ και του Ροστόφ το 1942. Ο Ι.Β. Στάλιν καχύποπτος εκ φύσεως, θεώρησε πως στις δύσκολες για την ΕΣΣΔ στιγμές του πολέμου κατά των χιτλερικών εισβολέων, οι Έλληνες θα ταχθούν με το μέρος του εχθρού του, δεδομένης της πολιτικής εθνικής κάθαρσης που ο ίδιος εφάρμοσε πριν από 5 χρόνια. Βέβαια, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι περιουσίες των ελλήνων συνέβαλαν στην αύξηση της πίστης των Γεωργιανών στο πρόσωπο του τυράννου, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο οι περιουσίες των Εβραίων συνέβαλαν στην αύξηση της αγάπης και της πίστης των Γερμανών στο πρόσωπο του Χίτλερ.
Η εκτόπιση των Ελλήνων το 1942 δεν ήταν η τιμωρία για κάποιο έγκλημα που είχαν διαπράξει. Ο εκτοπισμός από τις περιοχές του Κρασνοντάρ, του Ροστόφ και του Αζερμπαϊτζάν ήταν μια προληπτική ενέργεια του καθεστώτος, αλλά και μια θαυμάσια ευκαιρία να εποικήσει τις ακατοίκητες περιοχές κατά μήκος του ποταμού Γιενισέι και τις στέπες του Καζαχστάν.
Η δεύτερη μαζική εκτόπιση των Ελλήνων έγινε το 1944, μετά την εκδίωξη των φασιστικών στρατευμάτων από την Κριμαία. Το 1942 ήταν αδύνατον να κατηγορηθούν οι Έλληνες για συνεργασία με τους γερμανούς. «Απλά δεν πρόλαβαν να εκδηλώσουν τις προθέσεις τους και να συνεργαστούν με τον εχθρό». Το 1944 απλά ταίριαζαν οι προθεσμίες και οι ημερομηνίες για τη χάλκευση των κατηγοριών. Οι Έλληνες της Κριμαίας έζησαν σχεδόν 3 ολόκληρα χρόνια υπό την κατοχή των Γερμανών. Αυτό στο μυαλό του Στάλιν σήμαινε «συνεργασία με τον εχθρό». Σε ειδική επιστολή – ενημερωτικό σημείωμα προς τον Ι. Β. Στάλιν ο Λαβρέντι Μπέρια στις 29 Μαΐου 1944 αφιερώνει δύο παραγράφους στους Έλληνες:
«Ο ελληνικός πληθυσμός ζει στις περισσότερες περιοχές της Κριμαίας. Σημαντικό τμήμα των Ελλήνων, ιδιαίτερα στις παραθαλάσσιες περιοχές με την έλευση των κατακτητών ασχολήθηκαν με το εμπόριο, τη μεταφορά προϊόντων κλπ». «Η NKVD θεωρεί σκόπιμο να εκτοπίσει από τις περιοχές της Κριμαίας όλους τους Βουλγάρους, τους Έλληνες και τους Αρμένιους»[1][1]
Ο Ρώσος ιστορικός, ειδικός στις εθνοκαθάρσεις του Στάλιν Νικολάι Μπουγκάι επισημαίνει ότι «Αν οι αιτίες και το μέτρο της εκτόπισης άλλων λαών (Τσετσένοι, Ινγκουσέτιοι, Μπαλκάριοι κλπ) είχαν κάποια τεκμηρίωση από το Κέντρο, αναφορικά με τους Έλληνες θα πρέπει να πούμε πως δεν μπήκε καν στον κόπο να εξηγήσει γιατί λαμβάνει τέτοια μέτρα εναντίον τους»[2][2]
Η ιστορική αλήθεια είναι όμως ότι οι αιτίες για αυτή τη συμπεριφορά του Στάλιν απέναντι στους Έλληνες είναι:
- Ο στρατηγικός χαρακτήρας της Κριμαίας ως παραμεθόριας περιοχής η οποία θα έπρεπε να αποκαθάρει από τις διάφορες εθνικότητες, όπως οι Τάταροι της περιοχής, οι Έλληνες, οι Βούλγαροι και οι Αρμένιοι.
- Στα πλαίσια της πολιτικής αξιοποίησης της «εργασίας των σκλάβων των Γκουκάλγκ» το αδηφάγο τέρας των στρατοπέδων χρειάζονταν διαρκώς νέα, δωρεάν, εργατική δύναμη.
- Καθοριστικό ρόλο φαίνεται πως διαδραμάτισε το γεγονός ότι το 20% περίπου των Ελλήνων της Κριμαίας διατηρούσαν την ελληνική τους υπηκοότητα, πράγμα που τους καθιστούσε οιωνεί εχθρούς στα μάτια του σταλινικού καθεστώτος.
- Η πολιτική της βίαιης «αποκουλακοποίησης» των αγροτών στην Ουκρανία, η πολιτική της βίαιης ένταξης τους στα κολχόζ (κρατικοί συνεταιρισμοί), αποτέλεσαν σίγουρα το θεωρητικό κάλυμμα της σταλινικής πολιτικής έναντι της ελληνικής, – και όχι μόνο – μειονότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ουκρανίας, της Νότιας Ρωσίας και του Βόρειου Καυκάσου.
Η αποκατάσταση (;) των Έλλήνων
Το σοβιετικό κράτος, μετά το θάνατο του Ι. Β. Στάλιν και το 20ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης το 1955, όπου καταδίκασε την «προσωπολατρία και τις συνέπειες της», ξεκίνησε την αποκατάσταση των θυμάτων των διώξεων σε ατομικό επίπεδο. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεκπλήρωτο όνειρο όλων όσων επέζησαν των σταλινικών διώξεων αλλά και των συγγενών τους, η αποκατάσταση της ελληνικής μειονότητας ως σύνολο. Ο νόμος της Ρωσικής Ομόσπονδης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας Νο 4 107 -1 «Για την αποκατάσταση των διωχθέντων λαών» της 26ης Απριλίου 1991 δεν αναφέρει κανένα λαό ονομαστικά, για το λόγο αυτό και θεωρείται ως το τεκμήριο επί του οποίου λαμβάνονται αποφάσεις για την κάθε εθνότητα χωριστά, όπως προβλέπει το άρθρο του με τον αριθμό 13.
Θα πρέπει να σημειώσουμε πως από το 1992 μέχρι το 1994 αποκαταστάθηκαν συλλογικά ως εθνότητα οι Γερμανοί της Ρωσίας με Διάταγμα του Ρώσου πρόεδρου Νο 231 της 21ης Φεβρουαρίου 1992, οι Κορεάτες της Ρωσίας με Απόφαση της Κρατικής Δούμας Νο 4721 της 1ης Απριλίου 1993, οι Φιλανδοί της Ρωσίας με απόφαση της Κρατικής Δούμας Νο 5229 της 29ης Ιουνίου 1993, οι Καρατσαέφσκι με απόφαση της κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας Νο 1100 της 30ης Οκτωβρίου 1993, οι Καλίμιοι με Διάταγμα του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας Νο 2290 της 25ης Δεκεμβρίου 1993 και οι Μπαλκάριοι με Διάταγμα του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας Νο 448 της 3ης Μαρτίου 1994. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες των ελληνικών συλλόγων που δραστηριοποιούνται σήμερα στη Ρωσία, η συλλογική αποκατάσταση της ελληνικής μειονότητας δεν έχει επιτευχθεί παραμένοντας ως μια μαύρη και σκοτεινή σελίδα στην ιστορία των δύο χωρών.
Tον Σεπτέμβριο του 2011 στην πόλη Μαγκαντάν, στη χερσόνησο της Κολιμά, τοποθετήθηκε ένας μεγάλος «Προσκυνηματικός Σταυρός» στη μνήμη όλων εκείνων που έχασαν τη ζωή τους στα ελληνικά «νησιά» του Αρχιπελάγους Γκουλάγκ, δωρεά των λιγοστών Ελλήνων της διασποράς που συνεχίζουν τη ζωή τους στη Ρωσία.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Books Journal το Δεκέμβριο του 2013
——————————————–
[3][1] Κρατικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Φάκελος Ρ- 9401, υπ. 2, Ντοσιέ 65, Φύλλα 161 – 163
[4][2] Μπουκάι Νικολάι Οι λαοί της Ουκρανίας στον «ειδικό φάκελο του Στάλιν», Μόσχα, «Ναούκα», 2006, σελ 146