Οβελίσκοι από κόντρα πλακέ.
καμένα αυτοκίνητα.
Εδώ κείτονται οι πιο πιστοί
αληθινοί άντρες,
που δεν ήξεραν το ψέμα
και πίστευαν στα όσια.
Δεν πούλησαν, δεν πρόδωσαν
στο πλήρωμα παιδιά.
Δε θυσίασαν
ούτε την ελπίδα ούτε την πίστη
χάριν μάλιστα της επιθυμίας
να μην σαπίσουν κάτω από το κόντρα πλακέ.
Όρμησαν στις ατελείωτες φωτιές
με όλες τους τις δυνάμεις.
μα σωπάσαμε για πάντα
στους ομαδικούς τάφους.
Στάσου!
Δεν είμαι ακόμη νεκρός!
Μόλις σύρθηκα από εκεί –
Από τους τάφους, από τη φωτιά,
Από το απανθρακωμένο στήθος.
Στάσου!
Γλύτωσα βλέπεις!
Μόνο που κάτι έχει σπάσει…
Πάχυνα, πρήστηκα,
Καλόμαθα στις τιμές.
Φοβούμενος μη χάσει
Ψιχία της βολής του,
Έμαθε να σιωπά,
Να υποκρίνεται,
Θαρρείς
Και δεν φοβάται τίποτα –
Μήτε το βαθμό, μήτε το αξίωμα –
Τους τιποτένιους παραμερίζει
Ο πραγματικός άντρας.
Μόνο σε κύκλο στενό
(Αχ και να μου τύχαινε, στ’ αλήθεια!),
Κοιτώντας πίσω του ψιθυρίζει
Την προσεκτική αλήθεια.
Φθινόπωρο 1962
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©