στον Φώτη Παπαγεωργίου
Εκείνο το πρωινό του Μάρτη του ’53, τα πάντα ήταν παγωμένα στη Μόσχα. Ο διάσημος πιανίστας Σβιάτοσλαβ Ρίχτερ, καλλιτέχνης του λαού της ΕΣΣΔ και ήρωας της σοσιαλιστικής εργασίας, χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να λειτουργήσουν τα πεντάλ του πιάνου που είχαν κοκαλώσει. Θα έπαιζε Μπαχ, ισως να ‘παιζε και Μπετόβεν για να τιμήσει τον μεγάλο вождь.
Ο Σβιάτοσλαβ γεννήθηκε στην πόλη Ζιτόμιρ στη βόρεια Ουκρανία.
Το πρώτο πράγμα που ακουσε, μαζί με το τρυφερό νανούρισμα της μάνας του, ήταν τα νερά του ποταμού Τέτεριβ καθώς κυλούσαν δυτικά.
Και αμέσως μετά τη μουσική, κύμα που ανεβαίνει. Στο λιμό, ήταν μικρός στην Οδησσό, αμούστακος δανδής, σκυμμένος σ’ ένα πιάνο, αόριστα τον θυμάται. Όμως η λέξη голодомор, τώρα που νοιώθει τα πλήκτρα στις άκρες των δακτύλων του, τον αποσυντονίζει.
Κι η εικόνα εκείνης της γυναίκας στην έρημη οδό Ουσπένσκι, με τα εντόσθια στο χιόνι, επίμονα πάει κι έρχεται.
Ανατριχιάζει ελαφρώς, ίσως από το κρύο, ίσως κι απ’ την αμήχανη συγκίνηση του πλήθους που συρρέει.
Σκέφτεται πως ιδιοφυώς δεν συμμετείχε στο έργο της “σοσιαλιστικής” αναπαραγωγής. Δεν έχει απογόνους.
Κι ας είναι τα μικρά παιδιά που ‘ρχονται προς το μέρος του, εξήντα εννέα χρόνια μετά, σαν σήμερα – ναι, αυτά που κάηκαν από πυραύλους κρουζ σε ‘κείνο το σχολείο στο Ζιτόμιρ – όλα δικά του.
Στάχτες ξανθές και γαλανές που πλημμυρίζουν την πλατεία, ξεβάφεται το κόκκινο, σκεπάζουν και την μουσική, θάλασσα που φουσκώνει.