συνέντευξη στον Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Η Αλίσα Αρκάντιεβνα Γκανίεβα, γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1985 στη Μόσχα, αλλά μεγάλωσε και τελείωσε το σχολείο στην πόλη Μαχατσκαλά του Νταγκεστάν στον Βόρειο Καύκασο. Το 2002 έγινε δεκτή στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας «Μαξίμ Γκόρκι» της Μόσχας, στο τμήμα κριτικής της λογοτεχνίας. Σήμερα είναι η υπεύθυνη του ένθετου Ex Libris της Νιζαβίσιμαγια Γκαζέτα. Από το 2008 είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικό «Λογοτεχνική σπουδή», ενώ παράλληλα έχει δική της τηλεοπτική εκπομπή. Το 2004 δημοσίευσε ένα δοκίμιό της με θέμα τους μεταμοντέρνους ποιητές της Ρωσίας σε μεγάλο λογοτεχνικό περιοδικό και τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα.
Η Αλίσα Γκανίεβα συμμετέχει ενεργά στη λογοτεχνική αλλά και πολιτική ζωή της χώρας της, υπερασπιζόμενη την ελευθερία του λόγου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές κατακτήσεις. Η ίδια έχει στοχοποιηθεί από φονταμενταλιστές του Βορείου Καυκάσου που δεν ανέχονται την παρουσία της γυναίκας στη δημόσια ζωή και για τον λόγο αυτό αποφεύγει να επισκέπτεται την ιδιαίτερη πατρίδα της. Περνάει τον χρόνο της ανάμεσα στη Μόσχα και σε διάφορες άλλες πόλεις του κόσμου, στις οποίες την καλούν για να παρουσιάσει το έργο της, να συμμετάσχει σε λογοτεχνικά συνέδρια, να διδάξει σε σχολές δημιουργικής γραφής.
Σε ένα διάλειμμα αυτών των διαρκών μετακινήσεων, βρεθήκαμε στη Μόσχα και συζητήσαμε σε ένα καφέ για θέματα που έχουν να κάνουν με τη λογοτεχνική αλλά και την πολιτική της παρουσία.
Έχετε μία πολύ ενδιαφέρουσα διαδρομή. Γεννηθήκατε στη Μόσχα, μετακομίσατε στο Νταγκεστάν και επιστρέψατε ξανά στη Μόσχα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είστε άνθρωπος δύο πολιτισμών. Πώς συνδυάζετε αυτή τη διττή σας καταγωγή στα βιβλία σας;
Γεννήθηκα στη Μόσχα, θα έλεγα τυχαία, δύο μήνες πριν από την ώρα μου. Με έβαλαν σε θερμοκοιτίδα, δυνάμωσα λίγο και η μητέρα μου με πήρε στο Νταγκεστάν, όπου μεγάλωσα στο ορεινό χωριό Γκουνίμπ της Αβαρίας και στη συνέχεια στη ρωσόφωνη Μαχατσκαλά. Στη Μόσχα επέστρεψα, αφού τελείωσα το σχολείο, για να σπουδάσω στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας. Αυτά που γράφω ανήκουν στη ρωσική λογοτεχνία, μα το υλικό προέρχεται από το Νταγκεστάν, από το οποίο αποτελούνται σχεδόν όλα τα κείμενά μου, τους προσδίδει, ελπίζω, μία ιδιαίτερη χροιά. Πιο πολύ αυτό φαίνεται στους διαλόγους, στο επίπεδο της γλώσσας (οι ήρωες μου, ειδικά οι νέοι, μιλούν σε μία ιδιαίτερη ρωσική γλώσσα, η οποία αποτελείται από τοπικές λέξεις και αργκό, με ιδιόμορφη, τοπική σύνταξη). Στη συνέχεια, συνδυάζω, όπως αποδεικνύεται, δύο κανόνες. Πρώτον, η ρωσική λογοτεχνία για τον Καύκασο, από τις αρχές ακόμη του 19ου αιώνα, διαμορφώθηκε ως αφήγηση του στρατιώτη/ αξιωματικού που πολεμάει εναντίον ευγενών ή όχι τόσο ευγενών ντόπιων ιθαγενών, ενώ εγώ περιγράφω την καθημερινή ζωή μέσα από τα μάτια του ανθρώπου που ζει εκεί. Δεύτερον, η ίδια η πρόζα του Βορείου Καυκάσου διαμορφώθηκε κατά τον 20ό αιώνα ως κείμενο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και είχε ως ήρωες του τοπικούς κομμουνιστές, τους οποίους οδηγούσε ο μεγαλύτερος αδελφός Ρώσος, οι οποίοι πετούν βρωμιές στους ντόπιους «Σαχμάλ» και «Μπέηδες», με παράλληλη εξύμνηση του μεγαλείου των βουνών και της φύσης. Τέτοιο είδους κείμενο υπάρχει μόνο στο μυθιστόρημα «Γιορτινό βουνό», ως μία στιλιστική παρωδία με τίτλο «Δεν φυτρώνουν ρόδα στους βράχους» ή υπό τη μορφή ποιημάτων μιας ντόπιας ποιήτριας, τα οποία ακούει στη νουβέλα «Ειρήνη σ’ εσένα Νταλγκάτι!» ο κεντρικός ήρωας. Αυτή η μικρή, σεμνή καινοτομία, ήταν κατά πάσα πιθανότητα η αιτία της γρήγορης και ανώδυνης εισαγωγής μου στον λογοτεχνικό χώρο, χωρίς όλες εκείνες τις πολυετείς ταλαιπωρίες με τους εκδοτικούς οίκους.
Η μητρική σας γλώσσα είναι η αβαρική, γράφετε όμως στα Ρωσικά, ενώ τα βιβλία σας μεταφράζονται σε διάφορες ξένες γλώσσες. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία είναι μία πανανθρώπινη γλώσσα, όπως θεωρούν ορισμένοι τα μαθηματικά;
Στη λογοτεχνία όλες οι λέξεις είναι ισότιμες, όλες οι έννοιες διφορούμενες. Από τη μία πλευρά, η λογοτεχνία, όπως και οι άλλες μορφές τέχνης, όπως οι θρησκείες και η επιστήμη, στηρίζεται στο πανανθρώπινο, στο κοινά αποδεκτό (στη συμπόνια, στην κοινή ανάμνηση, στην κοινή σκέψη), από την άλλη όμως είναι εκ φύσεως διαμαρτυρόμενη. Η γλώσσα της λογοτεχνίας σε κάθε της βήμα καταλύει κανόνες, μεταθέτει τα όρια του επιτρεπτού, υπερκεράζει τους γραμματικούς κανόνες της καθιερωμένης γλώσσας. Γι’ αυτό και η λογοτεχνική μετάφραση δεν είναι απλά η μεταφορά ενός μυθιστορήματος ή διηγήματος σε μία άλλη γλώσσα, μα η δημιουργία ενός παράλληλου, αντίστοιχου κλώνου, είναι μία πολύ δύσκολη, απαιτητική δουλειά, που δεν εκτιμάται πάντα όσο της αξίζει. Προσωπικά, καταλαβαίνω αμέσως πως ο μεταφραστής ενθουσιάζεται με τη δουλειά μου, πότε είναι έτοιμος να έρθει σ’ επαφή, πότε υποδεικνύει που έκανα λάθος, εγώ δε με τη σειρά μου του υποδεικνύω πότε έχει κάνει εκείνος (συχνότερα εκείνη) λάθος. Το χειρότερο είναι όταν ο μεταφραστής δεν συνδέεται μαζί σου, δεν σε ρωτάει τίποτα, τότε είναι αναπόφευκτο πως σε κάποια σελίδα θα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός λέξεων που δεν αποδίδουν το νόημα, αφού το Νταγκεστάν είναι μία περιοχή με το δικό της χρώμα, χωρίς τη γνώση των συμφραζομένων και των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων είναι αδύνατη η μετάφραση ενός μυθιστορήματος που αναφέρεται σε αυτή την περιοχή. Γι’ αυτό χρειάζεται η συνεργασία, η συν-δημιουργία του μεταφραστή και του συγγραφέα.
Ξεκινήσατε ως κριτικός της λογοτεχνίας και στη συνέχεια περάσατε στη συγγραφή. Πώς επηρέασε η πρώτη σας δραστηριότητα την απόφαση να δοκιμάσετε τις δυνάμεις σας στη συγγραφική κονίστρα;
Η απόφαση να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου είχε ληφθεί από παλιά, από τα παιδικά μου χρόνια, άρχισα όμως όχι με τη συγγραφή, μα με την ανάγνωση, διαβάζοντας, μεταξύ των άλλων και έργα των συγχρόνων μου. Αναλύοντας τα κείμενά του. Μου άρεσε να ανακαλύπτω θεωρητικούς της λογοτεχνίας, να βρίσκω κοινά μοτίβα σε βιβλία διαφόρων συγγραφέων της ίδιας γενιάς κ.λπ. Δεν είχα όμως αρκετή εσωτερική εμπειρία για να γράψω το πρώτο μου βιβλίο, δεν είχα συγγραφικούς μύες. Ήξερα όμως ότι, μόλις θα νιώσω ότι θα εμφανιστεί μία καλή ιδέα, τότε θα το αποφασίσω. Η περίοδος της θερμοκοιτίδας διήρκησε πολλά χρόνια, μα την πρώτη μου νουβέλα την έγραψα πολύ γρήγορα και μετά από μερικούς μήνες τη διάβασαν και τη συζητούσαν σε όλη τη Ρωσία. Ήταν αναπάντεχο, μα στην ηλικία μου (δεν είμαι πια τόσο νέα) και η εμπειρία μου στην κριτική, η εμπειρία μου στις δημοσιεύσεις και οι έστω σεμνές συζητήσεις γύρω από τα κείμενα κριτικής που είχα γράψει, με βοήθησαν να σταθώ στα πόδια μου. Έτσι, αντιμετώπισα πολύ νηφάλια και την καλή και την κακή κριτική.
Ξεκινήσατε τη λογοτεχνική σας δραστηριότητα επιλέγοντας ένα αντρικό ψευδώνυμο και μάλιστα βραβευτήκατε για το βιβλίο «Ειρήνη σ’ εσένα Νταλγκάτ!». Πώς αποφασίσατε να κάνετε κάτι τέτοιο;
Έχω αναφερθεί κατ’ επανάληψη σ’ αυτό. Θα σας εξηγήσω εν συντομία. Δημοσίευα τα κριτικά μου κείμενα, ήμουν μία νεαρή κριτικός, ξαφνικά όμως έγραψα πεζογραφία, η οποία δεν έμοιαζε σε τίποτα με την προηγούμενο, ήταν πολύ «αντρικό» το κείμενο ως προς τη διάθεση, τη θεματολογία, τους ήρωες. Ήταν απόλυτη η αίσθηση πως γράφω όχι εγώ, αλλά κάποιος άλλος που υποδυόταν εμένα σαν ηθοποιός. Επιπλέον, είχα στείλει τη νουβέλα σε ένα διάσημο διαγωνισμό και ήθελα να την εκτιμήσουν απολύτως ανεξάρτητα. Η γνωριμία με ορισμένους αναγνώστες και κριτές ήταν ένα εμπόδιο – με γνώριζαν ως κριτικό και ξαφνικά αποδεικνυόταν πως έγραφα πεζογραφία. Το ψευδώνυμο ήταν αναγκαίο. Ήταν το ψυχολογικό μου μαξιλάρι ασφαλείας.
Ποιο ρόλο έπαιξε η θρησκεία στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού σας credoαλλά και της πολιτικής σας στάσης;
Ήμουν τυχερή γιατί οι γονείς μου δεν ήταν θρησκευόμενοι. Δεν μου έμαθαν να προσεύχομαι, δεν με πήγαν στο Μαντράς, δεν μου έλεγαν ιστορίες από τη ζωή του Μωάμεθ. Μεγάλωσα σε εποχές που ήταν σχετικά κοσμικές. Η μαζική, βάρβαρη θρησκευτικότητα άρχισε να πνίγει τον Βόρειο Καύκασο λίγο πριν μετακομίσω στην Μόσχα. Κατά την παιδική μου ηλικία σκεφτόμουν πως είμαι «μουσουλμάνα», στον βαθμό που όλοι γύρω μου ήταν μουσουλμάνοι. Ορισμένες σούρες και νόμους του Κορανίου, τα οποία άκουγα κάθε μέρα από ηλικιωμένους συγγενείς είναι πια σαρξ εκ σαρκός μου. Αποκαλούσα Αλλάχ τον Θεό, παρόλο που δεν πίστευα σ’ αυτόν, ενώ στην 7η τάξη του σχολείου, όταν άρχισα να διδάσκομαι φυσική, μετατράπηκα σε μία απόλυτη άθεη (στη συνέχεια η αθεΐα μου μετατράπηκε σε πανθεϊσμό). Θα ήθελα μάλιστα να σας πω πως υπήρξε μία περίοδος, όταν ήμουν χριστιανή, σε ηλικία 8 ετών. Τότε έβλεπα ταινίες κινουμένων σχεδίων με ιστορίες της Καινής Διαθήκης, για τον Χριστό, την Παρθένο Μαρία κ.λπ. Στους τίτλους της ταινίας, καλούσαν τους θεατές να τους γράψουν επιστολές. Έγραψα κι εγώ μία επιστολή (δεν θυμάμαι για ποιο πράγμα) την έστειλα ταχυδρομικώς με τη βοήθεια της μητέρας μου και έλαβα ως απάντηση έγχρωμες ιεραποστολικές μπροσούρες για παιδιά. Θυμάμαι πως διαβάζω ότι ο Χριστός με αγαπάει, το πίστευα κι έκλαιγα. Ήμουν στην 2α τάξη, τη χειρότερη χρονιά της ζωής μου και η πίστη με βοήθησε, αλλά και αυτό πέρασε (καταλαβαίνω, βέβαια, πως τώρα ηχεί αστεία). Τώρα είμαι ανεκτική και απέναντι στους πιστούς και απέναντι σ’ εκείνους που δεν πιστεύουν, λατρεύω να πηγαίνω σε ναούς και σε λειτουργίες όλων των θρησκειών (αυτό είναι για μένα η μέθεξη με την προαιώνια πολιτισμική εμπειρία), εμπνέομαι από τη θρησκευτική μουσική και τέχνη… Αντιδρώ όμως πολύ σκληρά σε κάθε απόπειρα των ανθρώπων της θρησκείας να σπείρουν τη θεωρία της δημιουργίας και τη βαρβαρότητα, να λιντσάρουν τους αποστάτες ή τους διαφωνούντες, να εξισώσουν την ηθική με την θρησκεία. Αναμφίβολα, είναι ένας εσωτερικός πόλεμος με τον επελαύνοντα σκοταδισμό και αυτό δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστες τις πολιτικές μου πεποιθήσεις.
Πολύ συχνά ασκείτε κριτική σε πολλά φαινόμενα της ρωσικής κοινωνίας και πολιτικής, πράγμα που επιτρέπει στους αντιπάλους σας να σας κατηγορούν ως «μέλος της πέμπτης φάλαγγας» η οποία επιτίθεται κατά των ηθικών αρχών του ρωσικού λαού. Τι απαντάτε σε αυτές τις κατηγορίες;
Συνήθως δεν απαντώ, είναι ανώφελο να συζητάς με κωφούς. Ο αληθινός πατριωτισμός εκφράζεται όταν εγκαίρως επισημαίνεις στη χώρα σου τις θανάσιμες ανεπάρκειές της, όταν σημαίνεις συναγερμό, όταν καλείς για αλλαγές προς το καλύτερο. Φυσικά, μερικές φορές στεναχωριέμαι όταν μου γράφουν ότι θέλω την καταστροφή της Ρωσίας ή ότι μισώ το Νταγκεστάν. Είναι τρομακτικό, όταν εκατομμύρια συμπολίτες μου δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η αγάπη προς την Πατρίδα δεν έγκειται στις ζητωκραυγές και στον στιγματισμό των εχθρών, αλλά, για παράδειγμα, να μην πετάς σκουπίδια στο δάσος, να προστατεύσεις τα κτίρια ιστορικού χαρακτήρα, τα οποία γκρεμίζουν οι γείτονες ή, για παράδειγμα, να ζητάς να λογοδοτήσουν οι τοπικοί αξιωματούχοι για τη δράση τους κ.λπ.
Πώς αντιμετωπίζετε την κριτική στις αντικληρικές σας απόψεις;
Ως ένα ανησυχητικό σύμπτωμα της εποχής μας. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι μετά τόσες μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις, μετά από ένα τέτοιο ορμητικό άλμα προς τα εμπρός όσον αφορά στην κατανόηση του κόσμου, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της γης συνεχίζει να αρνείται την εξέλιξη της ζωής και καταδιώκει θανάσιμα εκείνους που δεν πιστεύουν στους κατάλληλους θεούς ή δεν πιστεύουν καθόλου. Εκπληκτικό.
Ασκείτε κριτική στο Ισλάμ παρόλο που έλκετε την καταγωγή σας από μία εκ των πλέον παραδοσιακών κοινωνιών της Ρωσίας, το Νταγκεστάν. Ποιες είναι οι επιπτώσεις στην προσωπική σας ζωή;
Οι επιπτώσεις, ευτυχώς, περιορίζονται στις ύβρεις και τις κατάρες. Έχω συνηθίσει όμως, όταν με κατηγορούν οργισμένα, ή χειρότερα, όταν αρχίζουν για κάποιο λόγο να κατηγορούν τους πλησιέστερους συγγενείς μου. Ξέρετε όμως, αυτοί δεν έχουν την παραμικρή σχέση με αυτά που γράφω και σκέφτομαι. Απλά στο Νταγκεστάν κρίνουν τους ανθρώπους και πολύ περισσότερο τις γυναίκες, όχι ως ξεχωριστές προσωπικότητες, ως άτομα, αλλά ως μέλη της φυλής, της κοινότητας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όταν κατηγορείται ένα μέλος, να την πληρώνουν όλοι. Πρόκειται για κατάλοιπο της παραδοσιακής δομής της κοινωνίας.
Πέραν όλων των άλλων, σας κατηγορούν ότι καταστρέφετε τα στερεότυπα σχετικά με το Νταγκεστάν. Πώς αντιδράτε εσείς, αλλά και οι συγγενείς και φίλοι σας;
Λόγος γίνεται όχι τόσο για τα στερεότυπα (τα στερεότυπα για το Νταγκεστάν διαμορφώθηκαν μετά την Περεστρόικα και κάθε άλλο παρά χαρούμενα είναι), όσο για την ιλουστρασιόν εικόνα, την οποία θέλουν να εξάγουν οι ντόπιοι αξιωματούχοι, σύμφωνα με την εικόνα το Νταγκεστάν είναι ο χορός Λεζγκίνκα, τα βουνά και οι ορεσίβιοι, τα έργα από ασήμι των τεχνιτών και το κονιάκ με το γλυκό κρασί, η αγαπημένη οικογένεια σαράντα λαών και η ισλαμική πνευματικότητα. Όλα αυτά, ίσως και να υπάρχουν, είναι όμως η τουριστική πρόσοψη, πίσω από την οποία βρίσκεται η πραγματική και ιδιαιτέρως αντιφατική ζωή. Εγώ όμως δείχνω αυτήν ακριβώς την πραγματική ζωή. Οι φίλοι μου με υποστήριξαν, οι συγγενείς στην συντριπτική τους πλειοψηφία με συζήτησαν και με κατέκριναν. Η γνώμη τους όμως δεν είναι σημαντική για μένα, στεναχωρήθηκα όμως όταν υπό την πίεση του περιβάλλοντος, οι γονείς μου πήραν την θέση τους. Αυτό όμως είναι κάτι που συνηθίζεις.
Στα βιβλία σας, κατά κύριο λόγο, μιλάτε για τη ζωή στον Καύκασο. Πιστεύετε πως αυτό έχει ενδιαφέρον για τον Ρώσο και πολύ περισσότερο για τον δυτικό αναγνώστη;
Όπως φαίνεται, έχει ενδιαφέρον. Όταν έγραψα την πρώτη μου νουβέλα, νόμιζα πως θα είχε ενδιαφέρον μόνο στους “δικούς” μου, στους κατοίκους του Βορείου Καυκάσου. Αποδείχτηκε πως είχε ενδιαφέρον για όλους. Στη Δύση, τα βιβλία μου προκάλεσαν το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Είμαι μυστήριο, μα πραγματικότητα. Σε τελική ανάλυση, όλοι είμαστε Homo Sapiens.
Πώς καταφέρνετε να συνδυάζετε τη δουλειά του δημοσιογράφου με τη συγγραφική δραστηριότητα αλλά και με τη διδασκαλία των φοιτητών που θέλουν να γίνουν συγγραφείς;
Προς το παρόν διδάσκω μόνο τρία χρόνια, επί δύο εβδομάδες στην κατασκήνωση δημιουργικής γραφής στην Αϊόβα των Η.Π.Α. Εκεί υπάρχει ένα ειδικό πρόγραμμα ανταλλαγών για Αμερικανούς, Άραβες και Ρώσους φοιτητές που θέλουν να γίνουν συγγραφείς. Είχε την εμπειρία των μαθημάτων δημιουργικής γραφής για παιδιά, με τους νικητές του διαγωνισμού αναγνωστών. Κατά διαστήματα επίσης μου ζητούν να μιλήσω σε σεμινάρια, πότε στο Κρασναγιάρσκ, πότε στην Καμτσάτκα, πότε σε διάφορα μέρη στη Μόσχα. Αυτή την εποχή στην πρωτεύουσα έχουν αρχίσει να λειτουργούν διάφορες σχολές δημιουργικής γραφής και όλες, για κάποιο λόγο, έχουν μεγάλη ζήτηση. Σε μία από αυτές, φέτος το φθινόπωρο θα παρουσιάσω έναν κύκλο δέκα μαθημάτων. Αυτό φυσικά, απαιτεί μεγάλη ενέργεια, γι’ αυτό και δεν θα μπορούσα να το κάνω διαρκών, δάσκαλοι γεννιούνται, εγώ δεν έχω εκείνη την εσωτερική δύναμη να διδάσκω εκατοντάδες φοιτητές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Σπανίως μπορώ να το κάνω, για την εμπειρία. Όσον αφορά στη δημοσιογραφία, θα πρέπει να σας πω πως, ουσιαστικά, δεν είμαι δημοσιογράφος. Ευτυχώς, δεν χρειάζεται να γράφω σε καθημερινή βάση άρθρα, να πηγαίνω σε συνεντεύξεις Τύπου, να ψάχνω και να ερευνώ. Είμαι απλά ένας συντάκτης σε ένα εβδομαδιαίο λογοτεχνικό ένθετο, είναι μία πολύ ήρεμη δουλειά. Σχετικά με τη συγγραφική δραστηριότητα: γράφω μόνο όταν ωριμάσει μέσα στο κεφάλι μου η ιδέα αλλά και την έχω καταγράψει στα σημειωματάρια μου, χωρίς αυτά τα δύο δεν ξεκινώ ποτέ να γράψω. Τα διαλείμματα ανάμεσα στις απόπειρες συγγραφής μπορεί να είναι μεγάλα. Έτσι προς το παρόν μπορώ και ισορροπώ. Υπάρχουν βέβαια και οι πολλές περιοδείες για διάφορες εκδηλώσεις όπου μιλάω, οι οποίες παρόλο που μου δίνουν χαρά, διευρύνουν τους ορίζοντές μου, μα με κουράζουν και με βγάζουν από τον δρόμο μου. Τώρα μαθαίνω σιγά-σιγά να αρνούμαι τις προσκλήσεις.
Αν σας έθεταν το ερώτημα: σε ποια λογοτεχνική παράδοση ανήκετε, ποιους συγγραφείς θα αναφέρατε ως πρότυπα και δασκάλους σας;
Αναφορικά με την παράδοση και τους δασκάλους, θα είναι πολύ ενδιαφέρον για μένα να δω τι θα πουν για εμένα οι κριτικοί (ορισμένοι, φερ’ ειπείν, ανέφεραν τον Ισκαντέρ, τον Πλατόνοφ, τον Μπάμπελ, τους σύγχρονους συγγραφείς της Δύσης της μεταποικιακής εποχής). Εγώ δεν μπορώ να πω αν ανήκω κάπου. Εξάλλου, δεν είχα ποτέ πρότυπα. Αγαπώ τον Κάρολ, τον Μαρκές, τον Ντοστογιέφσκι, τον Κάφκα και πάρα πολλούς άλλους. Κάθε συγγραφέας, από εκείνους που έχω διαβάσει, κάτι μάλλον μου έμαθε, ποιος ξέρει…
Είστε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «ΠοΠουΓκαν» Κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίστηκε η ιδέα της ίδρυσης της και πως εξελίχθηκε η δραστηριότητά της;
Ιδρυτικό μέλος, χμ… είναι μεγάλη κουβέντα. Ήμασταν απλά τρεις κοπέλες, δύο από εμάς ήμασταν κριτικοί και εγώ τη στιγμή της δημιουργίας της ομάδας, ήμουν στη μεταβατική περίοδο να γίνω συγγραφέας. Θέλαμε να αναπτύξουμε τη δράση μας έτσι ώστε να διαδώσουμε την καλή λογοτεχνία, να μιλήσουμε για τα βιβλία και τους συγγραφείς της εποχής μας. Διοργανώσαμε εκδηλώσεις με συμμετοχή του κοινού με παιχνίδια και παρωδίες, παίρναμε συνεντεύξεις-παρωδίες από συνομήλικους λογοτέχνες μας. Γενικά, η ομάδα μας ήταν παιγνιώδης, επιπόλαια, αλλά με σοβαρούς στόχους – να μυήσουμε το κοινό στη σημερινή γραμματεία. Η δράση της ομάδας από καιρό έχει πάψει, οι δύο φίλες μου σήμερα έχουν άδεια μητρότητας, αλλά η χαρωπή ονομασία ΠοΠουΓκαν, έχει καθιερωθεί στον χώρο των ΜΜΕ, γι’ αυτό και διαρκώς με ρωτούν γι’ αυτή. Μέχρι σήμερα.
Πώς αντιμετωπίζετε τον διαχωρισμό της λογοτεχνίας σε αντρική και γυναίκεια;
Στην εμπορική λογοτεχνία, μάλλον, ισχύει. Στην πραγματική όχι. Το παράδειγμά μου, συγκεκριμένα, με το αντρικό ψευδώνυμο αυτό αποδεικνύει. Η γυναίκα μπορεί να γράψει σαν άντρας και ο άντρας σαν γυναίκα.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή ρωσική λογοτεχνία; Ποιους συγγραφείς προτιμάτε;
Είμαι αισιόδοξη, έχουμε πολλούς ενδιαφέροντες συγγραφείς όπως ο ΑλεξέιΙβανόφ, η Όλγα Σλαβνίκοβα, ο Αλεξάντρ Σνεγκιρόφ, ο Βλαντίμιρ Σορόκιν, η Άννα Σταρομπίνετς…Μου αρέσει ο πρώιμος Πελεβίν, αλλά αυτό είναι κάτι κοινό.
Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις γενιές στη ρωσική λογοτεχνία;
Ναι, αλλά οι διαφορές αυτές σβήσουν σταδιακά. Όταν η γενιά μου μόλις έκανε την εμφάνισή της στη λογοτεχνία, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, έβλεπα τις διαφορές αυτές αλλά και έγραφα γι’ αυτές. Μεγάλο ρόλο διαδραμάτιζε, κατά κύριο λόγο, το γεγονός ότι νεαροί άρχισαν να γράφουν για τη νέα, μετασοβιετική Ρωσία και αντιλαμβάνονταν την πραγματικότητα πολύ διαφορετικά απ’ό,τι αντιλαμβάνονταν το παρελθόν. Σήμερα, η γενιά των εικοσάχρονων στη λογοτεχνία σωπαίνει, ενώ οι 35χρονοι και οι 40χρονοι δεν αποτελούν πλέον γενιά, αλλά λειτουργούν μεμονωμένα.
Πολλοί ισχυρίζονται πως η Ρωσία έχει αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο. Μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο για τη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία, τόσο την πεζογραφία, όσο και την ποίηση;
Δεν νομίζω. Η λογοτεχνία μας δεν χάνει τους δεσμούς αίματος που έχει με την παγκόσμια λογοτεχνία. Έχουμε τις ίδιες τάσεις, δηλαδή την προσέγγιση της γραφής τεκμηρίωσης με τη λογοτεχνική γραφή, αφομοιώνουμε τα μυθικά αρχέτυπα. Δεν ξέρω όμως πόσο επίκαιρη είναι στη Δύση, η κυρίαρχη σήμερα στη ρωσική λογοτεχνία μόδα για ιστορικά μυθιστορήματα. Σαν να φοβάται τη σύγχρονη εποχή, σαν να κρύβεται στις οικογενειακές Σάγκες και στις αντιουτοπίες.
Ποια διαδικασία ακολουθείτε για την “οικοδόμηση” των ηρώων σας, της ζωής και των περιπετειών τους, των βιωμάτων τους; Στα έργα σας υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Κάθε ήρωας έχει λίγο από εμένα, γιατί κατά τη διάρκεια της συγγραφής αναγκάζομαι να βγω έξω από τα όρια της προσωπικότητάς μου και να ενταχθώ στην προσωπικότητα του Άλλου. Μερικές φορές ψαρεύω και αντλώ κάτι από την πραγματικότητα, – περιστατικά, φράσεις, τύπους, αλλά δεν έχω απόλυτα πρότυπα για τους ήρωες μου, είναι κάτι σαν μωσαϊκά. Βέβαια, η πρόζα μου είναι λίγο ή πολύ ρεαλιστική, συνεπώς συχνά οι αναγνώστες θεωρούν τους ήρωες μου συγγενείς ή γνωστούς, γιατί, ξέρετε, περιγράφω πάντα κλασικές, συχνές, χαρακτηριστικές καταστάσεις. Όταν στο μυθιστόρημά μου «Ο μνηστήρας και η μνηστή» για πρώτη φορά έγραψα μερικά κεφάλαια σε πρώτο πρόσωπο με γυναίκα αφηγητή, ορισμένοι αμέσως πολύ αφελώς αποφάσισαν πως περιγράφω τον εαυτό μου. Αφελής παρανόηση.
Είστε πολύ δημοφιλής τόσο στη Ρωσία, όσο και στο εξωτερικό. Κατά τη γνώμη σας αυτό οφείλεται στο ότι έχετε δική σας τηλεοπτική εκπομπή, στα βιβλία σας ή στις πολιτικές σας θέσεις;
Δεν νομίζω πως με γνωρίζουν ευρέως ως οικοδέσποινα τηλεοπτικής εκπομπής, με ωριαίες συνεντεύξεις με διάφορες ενδιαφέροντες ανθρώπους σε ένα μικρό, ανεξάρτητο, συνδρομητικό τηλεοπτικό σταθμό. Το κοινό μας είναι μικρό, διαφορετικά δεν θα απολαμβάναμε μιας σχετικής ελευθερίας. Τις πολιτικές μου απόψεις, φροντίζω να τις διατυπώσω σε κάθε πρόσφορη περίπτωση, είναι πολύ σημαντικό αυτό στη σημερινή Ρωσία, δεν είμαι όμως πολιτικός και ποτέ δεν επεδίωξα να αποκτήσω πολιτικό βήμα. Δεν απολαμβάνω μεγάλης δημοτικότητας, κυριολεκτικά, το τιράζ των βιβλίων μου είναι ανάλογο εκείνων της αποκαλούμενης «σοβαρής» λογοτεχνίας. Οι άνθρωποι όμως, που με γνωρίζουν διαρκώς και με εκτιμούν ως συγγραφέα, είναι έξυπνοι, καλλιεργημένοι, ασυνήθιστες προσωπικότητες και ο σεβασμός που μου δείχνουν μου είναι πολυτιμότερος από την μαζική επιτυχία.
Στα μαθήματα δημιουργικής γραφής που κάνετε, ποιο είναι το θέμα του πρώτου μαθήματος και γιατί;
Το πρώτο μάθημα είναι συνήθως ένας μεγάλος χαιρετισμός στους Ρώσους φορμαλιστές και μία επιλογή διαφόρων μοτίβων και αρχετύπων της πλοκής. Η δουλειά με τις δραματουργικές καταστάσεις, από τις οποίες, σαν μέσα από κύβους, μπορείς να «κάνεις» ένα διήγημα. Οι συγγραφείς που βρίσκονται στα πρώτα τους βήματα, αυτό είναι κάτι που τους γοητεύει και τους ενθαρρύνει. Χωρίς όμως τον θάμβο δύσκολα μπορεί κανείς να πετύχει κάτι.