Written by 10:52 am Συνεντεύξεις

Αλεξάντρ Μάρκοφ Η βαθύτατη ανεπάρκεια της ρωσικής διανόησης είναι η ιστορική μοιρολατρία

Συνέντευξη στον Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

Με έκπληξη πληροφορήθηκα από την Τατιάνα Σερμπινά ότι ασχολείστε εδώ και πολλά χρόνια με τον Οδυσσέα Ελύτη και το έργο του. Πώς ήρθατε σε επαφή με την ποίησή του;

Από πολύ νέος με γοήτευε η «σκοτεινή», «ερμητική» ποίηση. Αγαπημένοι μου ποιητές ήταν ο Στεφάν Μαλαρμέ, ο Ζυλ Λαφόργκ και άλλοι καταραμένοι ποιητές όπως ο Έζρα Πάουν και ο Τ. Σ. Έλιοτ. Με ενδιέφερε όμως και η ποίηση, η οποία ήταν συνέχεια των επιτευγμάτων του συμβολισμού και συνάμα ήταν λιγότερο κατανοητή στο ευρύ κοινό, Αναφέρομαι στον Ντύλαν Τόμας, στους ποιητές της χαμένης γενιάς και στην ροκ ποίηση. Αναζητούσα ένα δημιουργό, ο οποίος θα μπορούσε να ενώσει τα δύο κομμάτια της ψυχής μου, ο οποίος θα ήταν εφευρετικός, περίπλοκος, μα ταυτόχρονα θα λειτουργούσε ως βήμα ή ως καλλιτέχνης επί σκηνής και ο οποίος δεν θα ήταν σκεπτικός και ευερέθιστος απέναντι στο σύγχρονο πολιτισμό. Οι Συμβολιστές και οι πέριξ αυτών ποιητές, οι οποίοι υμνούν τα επιτεύγματα του πολιτισμού, πολύ συχνά μετατρέπονται σε συντηρητικούς, όπως για παράδειγμα συνέβη στο ρωσικό πολιτισμό με τον Αλεξάντρ Μπλοκ, ο οποίος θύμωνε με τα ποδήλατα που κυκλοφορούσαν στην Βενετία, ο Βλαντισλάβ Χοντασέβιτς με τις ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν, ενώ ο Ιωσήφ Μπρόντσκι ήταν εναντίον των έργων του Λε Κομπυρζέ. Όλοι αυτοί θεωρούσαν ότι ο σύγχρονος πολιτισμός είναι μηδαμινός κι εφήμερος, ότι δεν έχει χώρο για την μεγαλοπρέπεια. Η ροκ ποίηση αποδέχεται τον πολιτισμό, μα πολύ σύντομα δημιουργεί τη δική της μυθολογία, εντυπωσιακή μεν, μα όχι βαθιά. Ήμουν ευτυχισμένος ότι στην Ελλάδα αγόρασα αρχικά ένα δίσκο με την απαγγελία του «Άξιον εστί» και ένα δίσκο με μουσική του Θεοδωράκη. Στη συνέχεια προμηθεύτηκα και τις ποιητικές συλλογές του Ελύτη. Μέχρι σήμερα, οι δύο αγαπημένοι μου ποιητές είναι  Ελύτης και Ρενέ Σαρ.

Γράψατε την πνευματική βιογραφία του Ελύτη. Πείτε μας, σας παρακαλώ, σε τι διαφέρει η δική σας προσέγγιση της προσωπικότητας και του έργου του Έλληνα νομπελίστα ποιητή;

 Πολύ συχνά οι ερευνητές του έργου του Ελύτη αναφέρουν τις πολυπληθείς επιρροές που δέχτηκε από τη δυτική παράδοση και τον παρουσιάζουν ως γέφυρα ανάμεσα στο σουρεαλισμό και τον μεταμοντερισμό. Εγώ όμως κατάλαβα πως ο σουρεαλισμός για τον Ελύτη, δεν είναι σκοπός, αλλά το μέσο για να υπερβεί το διχασμό ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό. Όταν ο Ελύτης υλοποιεί το θετικό του πρόγραμμα, αντλεί έμπνευση από τη βυζαντινή ποίηση, η οποία πρέπει να εκληφθεί ως το απόγειο της λογικής και ρητορικής περιπλοκότητας. Ο Ελύτης καλλιέργησε όλα τα επιτεύγματα της βυζαντινής λειτουργικής ποίησης, δηλαδή την χρήση των μεταφορών, την πολυδιάστατη λογική των συνειρμών, την αποδοχή της σύγχρονης εποχής, την μετατροπή των βιβλικών αποσπασμάτων σε κώδικα περιγραφής του κόσμου.

Ποιο ήταν το μάθημα της ποίησης του Ελύτη για εσάς;

Πριν απ όλα ο Ελύτης μας έδειξε τη δυνατότητα του ύμνου ως φόρμα στις μέρες μας. Οι Συμβολιστές προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια θριαμβευτική ή μαγική ποίηση, μα αυτή ήταν πολύ ιδιόρρυθμη ποίηση για να γίνει ύμνος. Νωρίτερα, μεταξύ των Ρομαντικών, ύμνους έγραφε ο Χέλντερλιν, ο οποίος ήταν εκείνος που ενέπνευσε τον Ελύτη. Οι ύμνοι του Χέλντερλιν είναι αφιερωμένοι στη φύση και στην αναζήτηση του χρυσού αιώνα επί της γης, όταν ο Ελύτης επιδιώκει την αναγέννηση της γλώσσας και των ποιητικών φορμών εδώ και τώρα.

Πώς εντάσσεται ο Ελύτης στην ρωσική ποιητική παράδοση του τελευταίου αιώνα;

Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τον Ελύτη, όλοι στη Ρωσία ασχολούνταν με τον Καβάφη. Η ιστορική μελαγχολία του Καβάφη μας βοήθησε να αντέξουμε την οικονομική και πνευματική κρίση της δεκαετίας του 1990. Μπορούσαμε να ονειρευόμαστε την Αλεξάνδρεια, συνειδητοποιώντας πως δεν υπάρχει τίποτα αιώνιο και πως όλοι οι ηρωισμοί στην ιστορία έχουν μια κωμική χροιά. Αυτό μας βοηθούσε να συμβιβαστούμε με το παράλογο της πολιτικής ζωής μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Εκτός από αυτό, η γλώσσα του Καβάφη, η γλώσσα των επιγραμμάτων της ελληνιστικής εποχής και της Παλατινής Ανθολογίας, εμπλουτισμένη από την αγγλική ντεκαντάνς των Ουάιλντ και Σούινμπερν, ήταν πολύ πιο οικεία στον Ρώσο αναγνώστη. Το μοναδικό στήριγμα στη μετάφραση των έργων του Ελύτη, ήταν ο Μαγιακόφσκι, προσπάθησα όμως να βρω παραλληλισμούς και σε άλλους Ρώσους φιλέλληνες, όπως ο Βιατσεσλάβ Ιβανόφ.

Υπάρχει κάποιος Ρώσος ποιητής ή ποιητική σχολή, «συγγενής» με την οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Ελύτης;

Ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης είχε εντοπίσει τον Μαγιακόφσκι και τον Βοζνεσένσκι: ο ύμνος της σύγχρονης εποχής, η εγγύτητα της έκστασης μπροστά στη φύση και της έκστασης μπροστά στην τεχνολογία, οι τολμηρές μεταφορές, τα πειράματα με την προσωπική του κοσμοθεωρία και οι μορφές από την Λειτουργία, του ήταν πολύ οικεία. Από τους σύγχρονους Ρώσους ποιητές θα σημείωνα την Όλγα Σεντακόβα, μεγάλη γνώστρια της βυζαντινής ποίησης, η οποία συνδέει τις εικόνες των τροβαδούρων και του Δάντη με τις εικόνες της Θείας Λειτουργίας. Η Όλγα Σεντακόβα ήταν ανάμεσα στους πρώτους αναγνώστες των μεταφράσεων του Ελύτη που είχε κάνει και τον αποκάλεσε «Πίνδαρο του Εικοστού αιώνα».  Υπάρχουν αρκετοί νεαροί Ρώσοι ποιητές που γνωρίζουν τον Ελύτη. Αναφέρω χαρακτηριστικά την πρόσφατη έκδοση της νεαρής ποιήτριας Γιεκατερίνα Ζαντίρκο «Υπερβάσεις», στο πρόλογο της οποίας η ίδια αναφέρει τον Ελύτη ανάμεσα στους ποιητικούς της δασκάλους.

 

Εκτός από τον Ελύτη ποιος άλλος από τους σύγχρονους Έλληνες ποιητές σας αρέσει και γιατί;

Με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθώ εκείνους τους ποιητές, τους οποίους εκδίδει ο Ίκαρος. Είναι δημιουργοί, οι οποίοι νιώθουν άνετα και στην ποίηση και στην πρόζα, δουλεύουν με την ψυχανάλυση, όπως ο Αθανάσιος Αλεξανδρίνης ή γράφουν λυρική πρόζα όπως ο Θάνος Σταθόπουλος, το τελευταίο βιβλίο του οποίου «Η τρέλα», το μετέφρασα στη ρωσική γλώσσα. Από τους ποιητές του Εικοστού αιώνα με έχουν εντυπωσιάσει, εκτός από τον Ελύτη, ο Νίκος Καρούζος και η Κική Δημουλά. Έχω μεταφράσει πολλά έργα τους για προσωπική χρήση και διαβάζω διαρκώς.

 

Πώς αντιμετωπίζετε τις μεταφορές στην ποίηση του Ελύτη και πόσο δύσκολο είναι να αποδοθούν κατανοητά για τον Ρώσο αναγνώστη;

Οι μεταφορές του Ελύτη είναι πάντα αναπτυγμένες και δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι κάτι συνηθισμένο για τον Ρώσο αναγνώστη. Ο Νικολάι Γκόγκολ, ο Αντρέι Μπέλι ή ο Αντρέι Πλατόνοφ χρησιμοποιούσαν τέτοιες περίπλοκες αναπτυγμένες μεταφορές. Απλά στη Ρωσία, η περίπλοκη μεταφορά, εντός της «λαλιάς», μια ειδικά οργανωμένης αφήγησης, η οποία θυμίζει την προφορική λυρική ομιλία, υπήρξε μόνο στην πρόζα. Η ποίηση στη Ρωσία εμφανίστηκε σχετικά αργά, κατάφερε να προφτάσει την ποίηση της Ευρώπης και για το λόγο αυτό φρόντισε να υιοθετήσει τα έτοιμα λογοτεχνικά είδη και να μην ασχοληθεί με την επινόηση νέων μεταφορών. Υπάρχει μια σχετική ομοιότητα των μεταφορών του Ελύτη και εκείνων του Μαντελστάμ, μα αν ο τελευταίος με την μεταφορά υπερβαίνει την προσωπική του ψυχολογία, η οποία τον εμποδίζει να δει τα πράγματα, απορρίπτει ριζικά τη λογική χάριν της καρδιάς, ο Ελύτης, απεναντίας, προσπαθεί να υπερβεί το διαχωρισμό ανάμεσα στη λογική και την καρδιά.

 

Πόσο δύσκολο είναι να μεταφραστεί ένας από τους πιο σύνθετους ποιητές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας;

Για να μεταφράσω τον Ελύτη, έπρεπε να αφομοιώσω προηγουμένως μια ολόκληρη σειρά διαφορετικών ποιητικών στιλ. Για μένα ήταν πολύ σημαντικοί οι τροβαδούροι, και η dolce stil nuovo, ο Χέλντερλιν και ο Κλοντέλ. Η ποίηση του Ελύτη είναι η τέχνη του έρωτα, έστω και διαφορετική από εκείνη των τροβαδούρων ή του Δάντη. Είναι η τέχνη αφύπνισης του έρωτα στα πράγματα και όχι μόνο να ερωτεύεσαι. Η νέα κατανόηση των πραγμάτων, όχι ως διάκοσμοι, αλλά ως ισότιμοι συμμέτοχοι στα γεγονότα στον Ελύτη, είναι αναπάντεχο για την ρωσική παράδοση, στην οποία η προσωποποίηση εκλαμβάνεται ως χαρακτηριστικό παιδικού παραμυθιού. Γι’ αυτό κι αναγκάστηκαν να διαβάσω πολύ Χούσερλ και Χάιντεγκερ, προκειμένου να αφομοιώσω το θέμα της αυτοτέλειας των πραγμάτων, το θέμα Lebenswelt ως το σημαντικότερο ζήτημα της φιλοσοφίας του Εικοστού αιώνα.

 

Ας περάσουμε στη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνική ζωή. Ήσασταν επικεφαλής, κατά τη διάρκεια πολλών ετών του περιοδικού «Gefter». Ποιο, θα λέγατε, πως είναι το βασικό συμπέρασμα από αυτή σας την εμπειρία;

Το περιοδικό «Gefter» προσπαθεί να πληρώσει ένα σημαντικό κενό στο σύγχρονο ρωσικό πολιτισμό, δηλαδή την απουσία του εννοιολογικού μηχανισμού για τη συζήτηση των σημαντικότερων πολιτικών προβλημάτων. Στην Ρωσία οι άνθρωποι πολύ συχνά δηλώνουν κομμουνιστές ή φιλελεύθεροι όχι γιατί θεωρούν ως πειστικά τα αντίστοιχα επιχειρήματα, αλλά γιατί τους γοητεύει η αισθητική αυτών των κινημάτων ή μεμονωμένες προσωπικότητες αυτών των κινημάτων. Η συζήτηση των κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων είναι αναγκαία γιατί πολύ συχνά μετατρέπεται σε χειραγώγηση μεμονωμένων στοιχείων ή όρων. Στις συζητήσεις, συχνά πυκνά χρησιμοποιούνται πεπαλαιωμένες έννοιες, οι οποίες ανήκουν σε μια άλλη εποχή και τα προβλήματα της πολυπολιτισμικότητας ή του φεμινισμού, της μετασεξουαλικότητας και της μεταποικιακής εποχής συχνά κατανοούνται λανθασμένα στη Ρωσία. Αποφασίσαμε να καλύψουμε αυτό το κενό, να αξιοποιήσουμε την εμπειρία των διανοουμένων από διάφορες χώρες, του Γιούργκεν Χάμπερμας και της Μάρθας Νουσμπάουμ, του Αλέν Μπαντιού και του Σλαβόι Ζίζεκ, οι οποίοι είναι για εμάς εξίσου χρήσιμοι. Εγώ συνδυάζω τη δουλειά μου στο περιοδικό Gefter με την μετάφραση του Dictionnaire des Intraduisibles, υπό τη διεύθυνση του B. Cassin. Ελπίζουμε ότι χάρη στην προσοχή προς το περιεχόμενο των εννοιών βελτιώσαμε και την ποιότητα των μεταφράσεων της θεωρητικής βιβλιογραφίας και την ποιότητα των συζητήσεων στη Ρωσία.

 

Πώς αποτιμάτε τη σύγχρονη ρωσική ποίηση;

Η σύγχρονη ρωσική ποίηση αναπτύσσεται με πολύ γόνιμους ρυθμούς. Τα ποιητικά περιοδικά όπως «Αγέρας», «Αρίων», «Μεταφρασμένη λογοτεχνία», «Μονόκερος», εκδόσεις όπως «Νέα λογοτεχνική επισκόπηση», «Αργώ – ρισκ», «Χρόνος», οι ιστότοποι polutona, vavilon, textonly και τα μηνιαία περιοδικά που ξέμειναν από την σοβιετική εποχή, μαρτυρούν ότι η σύγχρονη ρωσική ποίηση είναι εξίσου πλούσια με την γαλλική ή την αμερικανική. Εντελώς διαφορετικό είναι το ζήτημα ότι πολύ συχνά  ο κύκλος ζωής του ποιητή στην κουλτούρα της Ρωσίας είναι πολύ σύντομος. Ορισμένοι δημιουργοί εμφανίζονται πολύ αργά ή δεν δημοσιεύουν συστηματικά, άλλοι δημιουργοί είναι πολύ αυστηροί με τον εαυτό τους και κάνουν πολύ σπάνιες εμφανίσεις, άλλοι πάλι δεν τυγχάνουν της υποστήριξης του κοινού. Η σοβιετική κουλτούρα, με την λογοκρισία και τις απαγορεύσεις της για τις μη εγκεκριμένες εκδηλώσεις, έχουν επιφέρει ένα ισχυρό χτύπημα στη ρωσική ποίηση και δεν μπορούμε να πούμε ότι η ρωσική ποίηση έχει αποβάλει οριστικά τα συμπλέγματα και τις νευρώσεις που συνδέονται με όλα τα παραπάνω.

 

Και για την πρόζα;

Η κατάσταση στην πρόζα είναι πολύ χειρότερη απ’ ό,τι στην ποίηση. Έχουμε ικανοποιητικό αριθμό έργων ερασιτεχνικής πρόζας στο λογοτεχνικό είδος του φανταστικού. Σημαντικό μέρος όμως της σύγχρονης ρωσικής πρόζας έχει ένα υπερβολικό ιδεολογικό φορτίο, όπως για παράδειγμα ο δημοφιλής συγγραφέας Ζαχάρ Πριλέπιν, το έργο του οποίου εκφράζει τη νοσταλγία για την ΕΣΣΔ και τη λατρεία της αυτοκρατορίας. Η σύγκρουση Ρωσίας και Ουκρανίας έχει διχάσει τους συγγραφείς: αν ανάμεσα στους ποιητές οι υποστηρικτές της αυταρχικής πολιτικής του Β. Β. Πούτιν είναι ελάχιστοι, μεταξύ των συγγραφέων είναι πολλοί εκείνοι που νοσταλγούν την ΕΣΣΔ και το αυταρχικό καθεστώς. Επιπλέον, στη ρωσική λογοτεχνία δεν υπάρχουν λογοτεχνικά είδη, τα οποία θα αντιστοιχούσαν στα σύγχρονα οικουμενικά ρεύματα, στη Ρωσία δεν υπάρχουν συγγραφείς ανάλογοι των Peter Ackroyd, Donna Tartt, Anthony S. Byatt ή  Thomas Pynchon. Οι καλύτεροι Ρώσοι πεζογράφοι, όπως ο Αλεξέι Ιβανόφ, ο Λεονίντ Γιουζεφόβιτς, ο Ντμίτρι Μπίκοφ ή ο Γιεβγκένι Βοντολάζκιν προσπαθούν να δημιουργήσουν αυτό που λέμε μεγάλο μυθιστορήματα, αλλά δεν επεξεργάζονται λεπτομερώς τους χαρακτήρες τους, ιδιαίτερα εκείνους που διαδραματίζουν ένα δεύτερο ρόλο. Πολλοί ήρωές τους είναι πολύ σχηματικοί. Για μένα είναι πολύ πιο ενδιαφέροντες, ανάμεσα στους ζώντες συγγραφείς, εκείνοι που συνεχίζουν τις παραδόσεις του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, εκείνοι που παίζουν με τη γλώσσα, όπως ο Σάσα Σόκολοφ, ο Μιχαήλ Σίσκιν, ο Αλεξάντρ Ιλιάνεν.

 

Ποια είναι η γνώμη σας για την σύγχρονη ρωσική δοκιμιογραφία;

Η σύγχρονη ρωσική δοκιμιογραφία διαμορφώθηκε ως απόπειρα προσαρμογής της αγγλόφωνης δοκιμιογραφίας του ποιοτικού Τύπου και ο πιο σημαντικός μεσολαβητής σε αυτό το ζήτημα ήταν ο Ιωσήφ Μπρόντσκι. Δυστυχώς, κάθε άλλο παρά επιτυχημένο είναι αυτό το μοντέλο της δοκιμιογραφίας, αφού πολλές φορές αρχίζει να περιγράφει μεμονωμένους ανθρώπους και μεμονωμένες ζωές. Ο Ρώσος αναγνώστης αγαπάει «ιστορίες της καθημερινής ζωής» και οι δοκιμιογράφοι πολλές φορές των κολακεύουν. Η αισθητική όμως, παρόλα αυτά, θα πρέπει να καταλήγει σε συμπεράσματα που να αφορούν μια ευρύτερη εμπειρία.

 

Σας απασχολούν τα ζητήματα του διαλόγου μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών πολιτισμικών καταβολών; Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει σήμερα αυτός ο διάλογος;

Στη Ρωσία ο διάλογος αυτός είναι ιδιαίτερα δύσκολος γιατί το σοβιετικό σχέδιο διεκδικούσε την οικουμενικότητα: η σοβιετική κουλτούρα έπρεπε να συμπεριλάβει όλες τις κουλτούρες της ανθρωπότητας. Η οικουμενικότητα αυτή όμως ήταν ψεύτικη: σε αυτήν δεν ήταν σημαντικός ο διάλογος, αλλά η στράτευση, όχι ο διάλογος, αλλά έξωθεν επιβαλλόμενοι κανόνες. Σήμερα πολλοί στη Ρωσία νοσταλγούν την ΕΣΣΔ ως χώρα, στην οποία ειρηνικά συνυπήρχαν διάφορα έθνη, λησμονώντας ότι οι κρυμμένες συγκρούσεις είναι, παρόλα αυτά συγκρούσεις. Ο σύγχρονος διάλογος θα είναι δυνατός μόνο όταν θα υπάρχει ένα σύστημα εννοιών, αναφορικά με το οποίο η σοβιετική εμπειρία θα θεωρείται μερική και όχι καθολική.

 

Ποιες παραδόσεις της ρωσικής λογοτεχνικής ζωής συμβάλουν σε αυτό τον διάλογο;

Στη Ρωσία η λογοτεχνική ζωή διαμορφωνόταν συνήθως εκτός των επίσημων θεσμών: ταύτιση στο ίδιο πρόσωπο ενός μεγάλου συγγραφέα και ενός ισχυρού κυβερνήτη, όπως ο Lorenzo Medici, ο Goethe ή  Churchill, είναι αδύνατη στη Ρωσία. Συνήθως, οι Ρώσοι αξιωματούχοι γράφουν πολύ άσχημα, ενώ οι Ρώσοι συγγραφείς στηλιτεύουν τον κόσμο της γραφειοκρατίας ως εχθρικό προς το λαό. Για το λόγο αυτό, τον διάλογο, τον οποίο διεξάγουν οι συγγραφείς μπορούμε να τον αποκαλέσουμε «ανθρωπιστικό» σε αντίθεση με τον «κρατισμό» των επίσημων δομών. Οι επίσημες δομές στη Ρωσία πάντα προωθούν μεγάλα σχέδια, ενώ οι συγγραφείς υπερασπίζονται μεμονωμένους ανθρώπους. Δε νομίζω πως πρόκειται για σωστό καταμερισμό της εργασίας. Δυστυχώς όμως, η σύγχρονη ρωσική εξουσία, επιρρεπής στις αυταρχικές διευθετήσεις των συγκρούσεων, δεν ξέρει να διατηρεί καλές σχέσεις με τους γείτονες όπως η Ουκρανία ή η Γεωργία και έτσι οι συγγραφείς υποχρεώνονται να διεξάγουν διάλογο με αυτές τις χώρες και αυτούς τους απλούς ανθρώπους σε αυτές τις χώρες, αναλαμβάνοντας το αντίστοιχο ρίσκο.

 

Μπορεί, άραγε, ο ποιητής να ζει εκτός του μητρικού γλωσσικού περιβάλλοντος ή τα παραδείγματα της Τσβετάγιεβα και του Μπρόντσκι είναι απλά οι εξαιρέσεις;

Νομίζω πως η ποίηση εξελίσσεται όταν μπορεί και να διαρρήξει τις σχέσεις της με τη γλώσσα. Όταν ο Οράτιος μετέφερε στη λατινική γλώσσα τους ήρωες του Ομήρου ή του Αλκαίου, τους αποσπούσε από το σύνηθες γλωσσικό περιβάλλον και τους μετέφερε σε κάποιο άλλο, ξένο. Ποια ήταν όμως η μητρική γλώσσα του Πετράρχη; Ο ίδιος θεωρούσε πως είναι η Λατινική, ότι στην ιταλική γράφει ανοησίες, ανάλαφρα έργα. Για μας όμως ο Πετράρχης είναι μεγάλος Ιταλός ποιητής. Ο Μποντλέρ και ο Ρεμπώ έγραψαν ποιήματα στα Λατινικά, ο Έλιοτ στα Γαλλικά, ο Ρίλκε στα Ρωσικά και στα Γαλλικά. Ο Μαντελστάμ ήθελε να «ξεφύγει από τη ρωσική λαλιά» να πάει στην ελληνική, τη λατινική ή τη γερμανική λαλιά, προκειμένου να ξαναζήσει τη δημιουργική πλευρά του πολιτισμού. Δεν άφησε τη ρωσική λαλιά, έγινε όμως ένα μεγάλος οικουμενικός ποιητής και στις μεταφράσεις του.

 

Κατά πόσο επηρεάζει τον ποιητή η μεταφραστική του δραστηριότητα;

Όταν ο ποιητής μεταφράζει, μαθαίνει παράλληλα να απελευθερώνεται από τη γλώσσα του. Και για τον φιλόσοφο είναι χρήσιμο να μεταφράζει, ώστε να δει την σκέψη του αποκαθαρμένη από τις γλωσσικές επιχωματώσεις. Για τον ποιητή όμως είναι χρήσιμο να μεταφράζει, γιατί τότε βλέπει και τον ίδιο του τον εαυτό του, αποκαθαρμένο από όλες τις γλωσσικές προκαταλήψεις. Όπως ο  προφήτης θα πρέπει να αποχωριστεί τη συνηθισμένη του γλώσσα και να μιλήσει σε μια γλώσσα που του έστειλε ο ουρανός, έτσι και ο ποιητής – μεταφραστής αρχίζει να μιλάει σε μια πολύ ειλικρινή γλώσσα.

 

Μπορεί ο διανοούμενος να είναι ελεύθερος από τις εξωτερικές, καταπιεστικές περιστάσεις;

Νομίζω πως μία από τις αποστολές του διανοούμενου είναι να αλλάξει έστω και ένα μέρος των εξωτερικών καταπιεστικών περιστάσεων. Η βαθύτατη ανεπάρκεια της ρωσικής διανόησης είναι η ιστορική μοιρολατρία, η ρωσική διανόηση πάντα ήθελε να κάνει τη χώρα καλύτερη, μα έπεφτε σε απόγνωση όταν ούτε ο λαός ούτε η εξουσία υποστήριζαν τα σχέδιά της. Ο διανοούμενος ωστόσο, μπορεί να κάνει γοητευτική την προσωπική του ελευθερία και την ατομική του ανεξαρτησία, γοητευτική και για την εξουσία και για το λαό. Το τελευταίο διάστημα τέτοιοι διανοούμενοι εμφανίστηκαν στη Ρωσία, όπως για παράδειγμα η βιβλιοθηκονόμος και ποιήτρια Ντάρια Σερένκο, η οποία οργανώνει εκδηλώσεις κατά της βίας και της καταπίεσης.

 

Πώς σχεδιάζετε να συνεχίσετε την ενασχόληση με την ελληνική λογοτεχνία;

Ονειρεύομαι να μεταφράσω όλα τα δοκίμια του Ελύτη, μα για να γίνει αυτό χρειάζεται χρηματοδότηση.

 

Με ποιον Έλληνα, ιστορικό πρόσωπο θα θέλατε να συναντηθείτε;

Δεν φαντάζομαι τόσο τη συνάντηση με κάποιο πρόσωπο, όσο τη συμμετοχή σε γεγονότα. Θα ήθελα να σώσω την Κωνσταντινούπολη το 1453, θα ήθελα να βοηθήσω τους εξεγερμένους Έλληνες το 1821, θα ήθελα να δεχτώ τους πρόσφυγες το 1922. Αυτά τα όνειρα είναι χρήσιμα γιατί μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την κοινή μοίρα της Ευρώπης  και το ηθικό μας χρέος.

 

Ζήσατε ένα διάστημα στην Ελλάδα για μετεκπαίδευση. Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση που έχετε;

Συνδύαζα τη δουλειά στη βιβλιοθήκη με την εντρύφηση στη ζωή της σύγχρονης Ελλάδας. Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση συζητούσα για το κινηματογράφο και τη λογοτεχνία με τυχαίους συνομιλητές. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να καταλάβω πώς κατανοούν οι Έλληνες τον Τσέχοφ ή τον Ταρκόφσκι. Στη Ρωσία πολλές φορές ντρέπονται να μοιραστούν τα συναισθήματά τους, ενώ στη Ρωσία αμέσως ανοίγονται. Αυτή η επικοινωνία με οδήγησε στη σκέψη για το ποιες παραδόσεις σχηματικής σκέψης υπάρχουν στην Ελλάδα και με βοήθησε να κατανοήσω ότι διάβαζα για τους Έλληνες δημιουργούς στη βιβλιοθήκη.

Μικροβιογραφία

Ο Αλεξάντρ Μάρκοφ γεννήθηκε το 1976.

Μετά το τέλος των εγκύκλιων σπουδών του, φοίτησε στη Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου «Λομονόσοφ» της Μόσχας, από την οποία αποφοίτησε το 1999 ως δάσκαλος αρχαίων Ελληνικών, Λατινικών και αρχαίας γραμματείας.

Μέχρι το 2002 εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο ίδιο πανεπιστήμιο, ενώ το 2006 παρακολούθησε ειδικό πρόγραμμα μετεκπαίδευσης στις Πολιτισμικές Σπουδές και το 2010 στην Οικονομία της διοίκησης.

Το 2005, αμέσως μετά την αναγόρευσή του σε υφηγητή εργάστηκε στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο «Τσιολκόφσκι». Το διάστημα 2003 έως 2005 ήταν επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Λογοτεχνίας «Α. Μ. Γκόρκι», ενώ από το 2000 έως το 2003 εργάστηκε ως βοηθός στο Πανεπιστήμιο της Φιλίας των Λαών.

Έχει διδάξει αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, αρχαία ελληνική γραμματεία, ιστορία της αρχαίας λογοτεχνίας, ιστορία της τέχνης, ιστορία της Ρωσίας, λογική, θεωρία των σύγχρονων ΜΜΕ κλπ.

Ο Αλεξάντρ Μαρκόφ έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε έγκυρα ρωσικά και διεθνή περιοδικά, συμμετείχε σε περισσότερα από 100 επιστημονικά συνέδρια στη Ρωσία αλλά και στο εξωτερικό, ενώ ήταν για αρκετά χρόνια ο εκδότης – διευθυντής του διαδικτυακού περιοδικό «gefter.ru».

(Visited 825 times, 1 visits today)
Close