Σα σφυρί
καρφώθηκε στο κεφάλι
η ακονισμένη λέξη,
καρφωμένη ανελέητα!
– Περιμένετε! Περίπολος!
Δεν σ’ αποχαιρέτησα.
Στο Κοντζ όρα! –
Τρέχω στις τραβέρσες,
ουρλιάζω και ο άνεμος κάτω με ρίχνει.
Όλα τα τραίνα
τρέχουν
πάνω από άλαλες γραμμές . . .
Απομακρύνθηκες από το σταθμό,
υπάκουα έσκυψαν οι σημαιοφόροι.
Σφύριζε
σφαδάζοντας το τραίνο,
με το λαρύγγι
έσκισε τ’ ατσάλινο αγέρα.
Ρίγη
δεν έπιαναν
τις κολλητές τραβέρσες.
Τις θηλιές της καπνιάς – ο αγέρας σκορπούσε.
Κι εγώ κοιτούσα σαν επίσημη νεκροφόρα
φορώντας γραβάτα . . .
Κι άξαφνα – τρέχοντας ξωπίσω:
– Στάσου ! Περιμένετε!
Εκείνη έφυγε για πάντα; –
Πάνω από το δάσος ορμούν οι σιλουέτες,
κι εγώ – στο πηγάδι,
στη τσαλόσκουπα,
να χτυπηθώ στην παγωμένη μοναξιά,
όπου η υγρασία κοιμάται με τη νύχτα αγκαλιά,
Έναν Καυκάσιο ξελόγιασες αμέσως
και σύντομα θα παντρευτείς,
κι εγώ – στις κουβαρίδες,
όπου ο κοκκαλοθραύστης οκτάπους
σφίγγοντας
θα με τσακίσει . . .
Φεύγω τρέχοντας . . .
Επαρχιακό καρφί – στη σπλήνα!
Και παρόλα αυτά – ζωντανός!
Τρίτο πενθήμερο
στη βρωμιά και το κρύο
– δεν πειράζει, θα συνηθίσω –
πηγαίνω στη δουλειά μου
και μάλιστα καθημερινά
τρώω
κάτι πλαδαρό
με ξινό λάχανο.
Δεν προφέρω τ’ όνομά της.
Ζω σιωπηλός.
Σμίγοντας τα φρύδια
προσπαθώ να εκπληρώσω
την αναληφθείσα υπόσχεση.
Ναι . . . έτσι είναι πιο ήρεμα –
αναιμικός . . .
φάρμακο ναφθαλίνης –
ο γιατρός
με είκοσι ενέσεις
έκανε έκτρωση στη μνήμη μου . . .
Χώθηκα στην τρύπα.
Κουτρουβαλώ δίχως μνήμη
χτυπάω στις πέτρες
ξέρω – δε θα ξαναβγώ στην επιφάνεια!
Στα υγρά σανίδια
σιωπηλά –
σωριάζομαι! . .