Written by 12:53 pm Ποίηση, Φύλλα

Αναστασία Κορολιόφσκαγια Βλέμματα

Βλέμμα 1

Έχω καιρό να συναντήσω τόσο καλογυαλισμένους νεαρούς. Από τον τελευταίο το μόνο που απέμεινε ήταν η στάχτη σε ένα γυάλινο δοχείο. Βλέπετε το σακάκι του;  Μπαλωμένο, σαν την νεότητα με γεύση από αψέντι και μυρωδιά καπνού.

Βέβαια, υπήρξα νέα, όμορφη και πολύ αθώα. Πήγαινα συχνά στην ταβέρνα στη γωνιά, μου άρεσε να μυρίζω την γεμάτη καπνούς ατμόσφαιρα και να φλερτάρω με κάτι παράξενους καλλιτέχνες. Ένας από αυτούς ανταποκρίθηκε αμοιβαίως. Χαμογελούσε για ώρα πολλή, με κάρφωνε με το βλέμμα, με κάρφωνε στη ψυχή και μετά την απογοήτευσε τόσο πολύ. Τον πρωί έκανε ντους, έριξε το μπαλωμένο σακάκι στους ώμους του και μου ξέσκισε την καρδιά. Ήταν ο τελευταίος και, μάλλον, ο πρώτος. Το μόνο που απέμεινε από αυτόν ήταν η στάχτη στο γυάλινο δοχείο.

Βλέμμα 2

Κίτρινο. Το κίτρινο είναι το αγαπημένο χρώμα της Σάρας. Σάρα είναι η αγαπημένη μου κόρη. Είναι το πιο ατάλαντο από τα τρία μου παιδιά, η πιο ανόητη και, παρακαλώ, εκείνη που δεν διακρίνεται για όλα εκείνα που η κοινωνία θεωρεί αξιοπρεπή. Μ’ αγκαλιάζει από το λαιμό όμως, κάθε φορά που επιστρέφω σπίτι και ανοιγοκλείνει βλακωδώς τα μάτια, όταν της κάνουν δώρα. Όταν δεν την ενδιαφέρει ν’ ακούσει πολιτικές συζητήσεις, κλείνει τα αυτιά και τραγουδάει ένα τραγούδι χωρίς φωνή. Δεν ξέρει να παίζει ξύλο και σε περίπτωση κινδύνου κάθεται σε μία γωνιά, σκεπάζει με τα χέρια το πρόσωπό ή με τον ποδόγυρο του φορέματος και γελάει, μπορεί και να κλαίει βέβαια, αλλά κανείς δεν ξέρει. Η Σάρα είναι η κόρη μου. Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτή, εκτός από το ότι είναι χαζή και της αρέσει το κίτρινο χρώμα.

Βλέμμα 3

Κουνάει νευρικά το πόδι. Κοιτάζει μπροστά. Μόνος του. Γιατί; Χώρισε με τη γυναίκα εξαιτίας ενός ακόμη καυγά ή μήπως περιμένει κάποιον γνωστό του που καθυστέρησε να έρθει. Τα μποτάκια είναι καθαρά, σακάκι… Αχ, σακάκι… Θα ήθελα να ξέρω, αγαπάει άραγε τον Ντεμπυσσί;

Βλέμμα 4

Ο δάσκαλος των γαλλικών μου είναι φτωχός, γοητευτικός και αυστηρός. Κάθε φορά που μπαίνει στο γραφείο, όλοι πετάγονται όρθιοι από τα θρανία τους σαν αυτόματα, και στο τέλος του μαθήματος δεν βιάζονται να βγουν από την τάξη. Μιλάμε μόνο στα Γαλλικά, χωρίς καν να ξέρουμε τι θα πει passé composé. Δεν κάνει ποτέ λάθη. Όσο κι αν προσπάθησαν να τον εκθέσουν οι συνάδελφοί του, να ελέγξουν τα βιβλία, έχει πάντα δίκιο. Γιατί όμως φοράει κάθε μέρα το ίδιο παλιό, μπαλωμένο σακάκι;

Ο Μάθιου Νιούμαν πήγε στο εστιατόριο της οδού Μουφτάρ για να γιορτάσει την τελευταία του ημέρα στην κατασκευαστική εταιρεία. Πήγε στη συνέντευξη με την ελπίδα να βγάλει χρήματα, να εξελιχθεί υπηρεσιακώς, όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι και να βρει την γυναίκα που θα αγαπήσει. Αντί γι’ αυτό άρχισε να ζωγραφίζει πορτραίτα και έτσι δεν μπορούσε να γίνει καν λόγος για σταδιοδρομία και αγαπημένη. Επιπλέον, η εμφάνισή του ήταν απωθητική: μακριά μαλλιά, ένα αιωνίως απλανές, μα αγαθό βλέμμα και ένα μπαλωμένο κίτρινο σακάκι. Το κίτρινο χρώμα είναι το χρώμα των χαρούμενων προσωπικοτήτων, των καλλιτεχνών και των παιδιών. Φυσικά, δεν ήταν παιδί, αν και πολλοί θα μπορούσαν να μη συμφωνήσουν με αυτό, μα τη ζωή την αγαπούσε. Του άρεσε να ζωγραφίζει πορτραίτα, του άρεσε τόσο πολύ που τα χάριζε σ’ εκείνους που του τα παρήγγειλαν. Στην εταιρεία άρχισαν να έρχονται πλήθη ανθρώπων, οι οποίοι ονειρεύονταν να συνεργαστούν με τον Μάθιου, μα η διοίκηση αποφάσισε αλλιώς: η πειθαρχία είναι πειθαρχία και ο Νιούμαν είναι τεμπέλης.

Σήμερα ήταν η τελευταία του ημέρα στη δουλειά. Ήταν ταραγμένος και ευχάριστα ανήσυχος. Ο Μάθιου Νιούμαν έβγαλε ένα καμβά κι άρχισε να ζωγραφίζει.

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος #13 της Στέπας

 

(Visited 16 times, 1 visits today)
Close