Τον καταδίκασαν στην εσχάτη των ποινών,
μα εκείνος έγραφε,
μα εκείνος έγραφε ποιήματα.
Άλλες δυο βδομάδες για τις εφέσεις,
και δεν υπήρχε χρόνος για άλλες ανοησίες.
Ο γιατρός έλεγε
ότι, μάλλον, σάλεψε.
Από το πρωί μεσ’ στο κελί βημάτιζε.
Κι ο γέρος,
ο καλός, προφανώς, δεσμοφύλακας,
κλείνοντας τον παραθυράκι, αναστέναξε βαθιά…
Ήδη ρόδιζε η τελευταία αυγή…
Χρωμάτισε τις αράδες το φλεγόμενο χάραμα.
Εκείνος παρακάλεσε να τις επισυνάψουν στον φάκελό του,
για να σωθούν.
Ήταν μεγάλος ποιητής.
Ήξερε πως θα τις ψάξουμε,
δεν θα ξεχάσουμε,
θ’ ακούσουμε εκείνα τα βήματα του αποχαιρετισμού.
Και με σφιγμένη την καρδιά θα διαβάζουν οι άνθρωποι
τα χαμηλόφωνα του ποιήματα.
Κι εμείς ζούμε,
ζούμε στο κόσμο τούτο,
κι ο στίχος που μας κληροδότησε είναι ζωντανός:
«Να γράφετε έντιμα,
όπως γράφουμε λίγο πριν την εκτέλεση,
η ζωή δικαιώνει
τα έντιμα λόγια».
1964
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©