Αμήν.
Σκότωσα το ποίημα. Το σκότωσα πριν γεννηθεί. Στο Χάρο!
Το θάβουμε.
Θάβουμε το ποίημα. Είσοδος σε όλους τους άσχετους.
Κηδεύουμε.
Στην μαύρη Οικουμένη σαν εραστές
φαρμακωμένοι
κείτονται δύο ποιήματα,
σαν λευκά κιάλια του θεάτρου.
Δυο ζωές σφίχτηκαν με μοίρα μισερή –
δυο ποιήματα δικά μου
αηδόνια!
Εσείς, άνθρωποι,
εσείς, θεριά,
ρυάκια, όπου γεννήθηκαν
στο Οστάνκινο –
Σ η κ ω θ ε ί τ ε!
Εσείς, της νύχτας φλαμουριές,
Σαν χούφτες στα κλαριά της χειρομαντείας, –
σηκωθείτε,
δρόμοι, στη θλίψη πνιγμένοι
φτάνει πια να ξαπλώνεται στην άσφαλτο,
σαν τρίχες σηκωμένες ψηλά πάνω απ’ την πόλη
σηκωθείτε.
Ανοίξτε, τάφοι,
Σαν πόδια γίγαντα διπλωμένα,
σηκωθείτε κι εσείς –
Θερβάντες, Μπορίς Λεονίντοβιτς,
Μπραμαντέ,
εσείς θα τ’ αγαπούσατε, τώρα όμως δίχως στήριξη είναι,
σηκωθείτε.
Κι εσείς, μέλος του προεδρείο του Ανωτάτου Σοβιέτ
σύντροφε Γκαζμάτοβ,
σηκωθείτε,
πέθανε η τέχνη, είναι αναπόδραστο
και δεν είναι λιγότερο σοβαρό,
από την ομιλία
στην επέτειο,
σηκωθείτε.
Ο χαμός τους – δικαστήριο. Εμείς – κρατούμενοι.
Σηκωθείτε.
Ω, πόσο θα ‘θελες, ο γιος σου να βαδίζει καθαρός
κι ευθυτενής,
σήκω, μαμά.
Σηκωθείτε κι εσείς στη Σιβηρία,
στην Μόσχα,
στις μικρές πόλεις,
σκοτώσαμε τόσα πολλά
μέσα μας,
πριν καν γεννηθούμε,
σηκωθείτε,
ο Λαντάου, που σκοτώθηκε στον λοξό βοηθό εργαστηρίου,
σηκωθείτε,
ο Κοπέρνικος, που σκοτώθηκε ως αβρότητα προς τον Λαντάου,
σηκωθείτε,
εσείς, κοπελιά στην τζαζ μπάντα,
θυμάστε τις σχολικές μπάντες;
σηκωθείτε,
ηρωικά παλικαράκια που γίνετε ήρωες, αλλά αντί,
σηκωθείτε,
(δεν μιλάω για τους ευνούχους – για τους αυτόχειρες,
για κείνους που ξόδεψαν
τους ιερούς σπόρους),
σηκωθείτε,
Πέθαναν τα ποιήματα. Φίλοι μου στον χαρούμενο
Πανικό –
«Αιωνία η μνήμη!»
Υπουργέ, εσείς ονειρευόσασταν, στο νότιο
Ατλαντικό να ταξιδέψετε,
Αιωνία η μνήμη,
βροντώδης Λιβάνοφ, λοιπόν, που είναι ο άπαιχτος σας
Άμλετ;
αιωνία η μνήμη,
που είναι ο πρίγκιπας σας, γιαγιούλα; Την παρθενία
όμως μπορείτε σε κορνίζα να βάλετε,
αιωνία η μνήμη,
άγουρες σκέψεις, σηκωθείτε σα φλόγα,
αιωνία η μνήμη,
όνειρο και ελπίδα, βγήκες στο αίθριο;
αιωνία η μνήμη ! . . .
Αμήν.
Ενός λεπτού σιγή – σα χρόνοι.
Σωπάσαμε – όλοι περίμεναν τον καιρό.
Ότι σήμερα δε λες, αύριο δε μπορείς
να διορθώσεις..
Αιωνία η μνήμη.
Και της μνήμης της δικής μας, που χάθηκε σαν μαμούθ,
αιωνία η μνήμη.
Αμήν.
Σ’ εκείνον που έφερε τη φωτιά μέσα
απ’ το σπαρμένο χωράφι, –
Αιώνια δόξα!
Αιώνια δόξα!
1956
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (С)