Written by 7:28 am Αργυρός αιώνας, Διήγημα

Αντρέι Μπέλι «Περιμένουμε την επιστροφή του…»

Ήταν καλοκαίρι. Απλωνόταν το περιδέραιο των ημερών. Η μία ημέρα με την ημέρα, χρυσαφένια, δροσερή, τουρκουάζ, μαργαριταρένια, έπεφταν στο ποτήρι του χαλεπού χρόνου. Έτσι πετούσαν οι μέρες. Μα οι μέρες θόλωσαν. Έπεσε ξηρασία. Αφορία απειλούσε τη Ρωσία. Ο ήλιος έμοιαζε σα ρουμπίνι σκεπασμένο με πέπλο, πάει να πει πως καίγονταν τα δάση. Ήμασταν τόσο ταλαιπωρημένοι. Γινόταν αισθητή η μοναξιά μας. Είχαμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον δικό μας. Με ανυπομονησία περιμέναμε την έλευσή του. Πηγαίναμε πολύ συχνά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Περπατούσαμε κατά μήκος της αποβάθρας. Περιμέναμε νέα. Νέα δεν υπήρχαν. Να όμως που λάβαμε μια επιστολή απ’ αυτόν. Υποσχόταν ότι θα έρθει. Μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τη γλυκιά φωνή. Αυτό είχε συμβεί πολλές φορές μέχρι τώρα: πριν τη συνάντηση συνήθως έπεφτε ένα μεγάλο βάρος, καταπλάκωνε την ατμόσφαιρα, θαρρείς κι ήταν ένα γιγαντιαίο γκρίζο πουλί με μεγάλες φτερούγες. Και καίγονταν τα δάση. Και απλωνόταν η καπνιά. Άρεζε, παρακαλώ, αυτός ο καπνός, ο οποίος ενσάρκωνε στο περιβάλλον τον πόνο της ψυχής!…

Θυμάμαι την ημέρα της έλευσής του.

Από το πρωί έβρεχε. Την ημέρα ήταν πνιγηρά. Τα πεύκα δεν κουνιούνταν. Οι γαλότσες βούλιαζαν στην λάσπη, όταν πηγαίναμε να τον προϋπαντήσουμε.

Φτάσαμε στην αποβάθρα τη στιγμή που ερχόταν η αμαξοστοιχία. Γεμάτοι ένταση αναζητούσαμε με το βλέμμα το καφέ καπέλο με το μεγάλο γείσο και του ιδίου χρώματος παλτό. Τον είδαμε. Έτρεξε δίπλας, ακολουθώντας τον φορτοεκφορτωτή. Φορούσε το καπέλο του, το οποίο αν και είχε μεγάλο γείσο, ήταν ψάθινο. Κρατούσε το μπλε του παλτό στο χέρι. Τα γκρίζα μαλλιά ήταν πια λευκά. Ήταν γυρτός.

Του φωνάξαμε. Δεν μας άκουσε. Ένα λεπτό αργότερο μας έσφιγγε τα χέρια. Γελούσε, είχε βγάλει το καπέλο, τα μαλλιά του είχαν κυλήσει στους ώμους. Μάλλον είχε προσέξει στη χαρά μας κάτι το ερωτηματικό, το απορημένο. Ήταν σκυθρωπός, μισόκλεινε τα γαλανά μάτια του, με τα οποία δεν έβλεπε πια καλά και σκούπιζε το μονόκλ του.

Και οι δύο πλευρές είχαν ζήσει πράγματα που δεν μπορούσαν να τα πουν η μία στην άλλη. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αποξένωσης μέσα στη χαρά της συνάντησης.

Κατά την επιστροφή, μας μίλησε για το έργο του «Στόχοι και μέθοδοι της συνθετικής φιλοσοφίας» και για τα ταξίδια του στο Βορρά, ενώ εμείς ευγενικά κοιτούσαμε προσεκτικά το μυωπικό πρόσωπο και με κρυμμένη θλίψη παρατηρούσαμε πως έχει πια ρυτίδες. Ακούγαμε με δίψα τα λόγια του, αλλά δεν του κάναμε ερωτήσεις. Στην φοβισμένη μας ντροπαλότητα ήταν η δύναμη της φιλίας. Ξέραμε ότι θα μας τα διηγηθεί όλα στη ζέστη της νύχτας…

Πήγε να ξεκουραστεί. Κι εμείς σκορπίσαμε, εγώ κι η αδελφή μου. Δε νιώθαμε άνετα να μείνουμε μόνοι μας του, δεν μπορούσαμε να τον κοιτάξουμε στα μάτια. Φοβόμασταν να μιλήσουμε γι’ αυτόν κατά την απουσία του.

Μια πλημμυρίδα χαράς, ήρεμη, μεθυστική, ελαφρά μελαγχολική, κυρίευσε την καρδιά μας, όπως παλιά. Άθελα μας τραγουδούσαμε τα γνώριμα λόγια:

Λάμψε δρόμε φωτεινέ,

Στην άπιαστη ευτυχία οδήγησε

Εκείνον που την ελπίδα έχασε…

Και την καρδιά στην έκσταση βύθισε

Μόλις σε αντικρίσει.[1]

Μπήκε η αδελφή μου. Ντράπηκα.

Την ώρα του γεύματος συζητούσε για τα τρέχοντα γεγονότα: «Με συγκλονίζει η σχέση της κοινωνίας με τον μαρξισμό!..» Δεν μου ξέφυγε όμως το γεγονός ότι το σακάκι του ήταν πάρα πολύ παλιά. Με μια πικρή επίπληξη, έγειρε στην πλάτης της καρέκλας, λες κι ήταν αυτός ο φταίχτης, πράγμα που έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί για τη φτώχια του. Δεν πρόσεξε όμως την ταραχή μου. Ούτε η αδελφή μου.

Η μέρα του Θεού κύλησε με ένα ελαφρύ αεράκι. Ερχόταν η κόκκινη νύχτα. Μεταξύ μας υπήρχε πια μια βολική οικειότητα, η οποία ήταν απότοκος της εμφάνισής του, χωρίς την οποία νιώθαμε αμήχανα, μια άνεση που ήταν πολύ τρυφερή για μας. Τα μάτια του έλαμψαν σαν αστέρια. Με τα μακριά του χέρια ξεδιάλεγε τα άχρηστα αντικείμενα και μιλούσε για τον συνθετικό χαρακτήρα της ρωσικής φιλοσοφίας και για πολλά άλλα…. Αρνούμαι να μεταφέρω το νόημα των λόγων ου. Είναι αδύνατον να αποτυπώνει κανείς όλες τις αστραπές. Χτυπούσε το μαχαίρι στο τραπέζι, χαλώντας το τραπεζομάντιλο… Αυτός ήταν ο πρώτος κρίκος μιας αλυσίδας αποκαλύψεων, τις οποίες είχε κατανοήσει. Είχαν αρχίσει πια να λαλούν οι κόκκινοι πετεινοί της νύχτας. Η λευκή ημέρα βυθίστηκε στο έρεβος της νύχτας. Από όλες τις κατευθύνσεις έπεφταν σκιές, ηρεμούσαν, φώτιζαν τα πάντα. Εμείς, από κάποια δεισιδαιμονία, πήγαμε πιο κοντά στον καλό, παλιό μας φίλο. Εκείνος τώρα πια σώπαινε… Σφύριξε το πουλί σα να παραπονιόταν για κάτι.

Άξαφνα η αδελφή μου είπε θλιμμένα και βιαστικά πως κουράστηκε και μαζί του νιώθει καλά. Εκείνος όμως θα φύγει. Διαλύεται το παλιό. Η φρίκη της μελαγχολίας σαν πέτρα πέφτει στην καρδιά. Είπε, και τα δάκρυα έλαμψαν άθελα της. Εκείνος όμως σιωπούσε, μας κοίταζε καλοκάγαθα και, νόμιζα εγώ, πονηρά. Ξαφνικά πλημμύρισε η καρδιά και θέλησα να του πω το μυστικό. Καθόταν σιωπηλός, μέσα στη στην ευτυχία. Ακουμπούσε το ένα του χέρι στο κιγκλίδωμα της βεράντας. Με το άλλο στήριζε το κεφάλι του. Η αδελφή έπιασε το μεγάλο του χέρι. Το πήρε και το φίλησε λέγοντας: «Ας βυθιστεί η καρδιά στην έκσταση με το που σε βλέπω». Και δεν αντιστάθηκε. Μάλλον, δεν άκουσε τι είπε η αδελφή μου, χαμένος στη σιωπή. Γνώριμα κύματα μας παρέσυραν πάλι. Και πάλι, μετά από ένα μεγάλο χωρισμό θέλησα να μιλήσει για το άφατο, μα σκέφτηκα: «Τα ξέρει όλα». Εκείνος όμως σιωπούσε.

Ένας λαμπερός μετεωρίτης ήρεμα πέρασε από πάνω μας. Και διαλύθηκε. Όλα απέμειναν όπως και πρώτα. Μόνο μια θλίψη βαθιά θόλωσε το βλέμμα του γέροντα. Χωρίσαμε κρατώντας κεριά στα χέρια. Νύχτα βαθιά μα εγώ περιφέρομαι. Νόμιζα πως οι γύρω περιοχές χαμογελούν στο φεγγάτι, ενώ οι φλαμουριές απλώνουν μακριά τα κλαριά τους, ρίχνοντας σκιές. Μέσα στη νύχτα τη βαθιά τα σύννεφα, σα γεγονότα, έρχονταν από όλες τις κατευθύνσεις. Στο δωμάτιο της αδελφής δεν είχε σβήσει το κερί. Πάει να πει πως η αδελφή μου δεν κοιμόταν. Μας έτρωγε γλυκά το άφατο.

Νύχτα βαθιά και πλησίασα πολλές φορές  την πόρτα του, για να σκύψω μπροστά στην κλειδαρότρυπα. Φαινόταν η γυρτή πλάτη του, σκυμμένη στο τραπέζι ∙ δεν φαινόταν το κεφάλι του που ήταν πάνω από το χειρόγραφο: έγραφε για τους στόχους και τις μεθόδους της συνθετικής φιλοσοφίας ή για πολλά άλλα…

Το πρωί κελαηδούσαν οι καλόγεροι. Έκανε κρύο και είχε ομίχλη. Πίσω από το ποτάμι χοροπηδούσε ο πετεινός: είχαν ανάψει φωτιά και τώρα πια οι φλόγες έγλειφαν το γαλάζιο σκοτάδι.

Αμήχανα συναντηθήκαμε για να πιούμε τσάι στη βεράντα, λες και ντρεπόμασταν ο ένας τον άλλον. Φορούσε το μπλε του παλτό. Έδειχνε χλωμός και θλιμμένος, είπε ότι θα φύγει. Είδα πως οι μπότες του είναι μπαλωμένες. Ένιωσα ένα αβάσταχτο πόνο στο στήθος μου. Δεν μπόρεσα να τον κάνω να μείνει.

Σφίξαμε δυνατά τα χέρια στο σιδηροδρομικό σταθμό. «Θα συναντηθούμε σύντομα» – ήταν ο τελευταίος χαιρετισμός, τον οποίο συχνά θυμόμαστε τώρα πια, εκείνα τα χειμωνιάτικα βράδια, όταν η θυέλα κλαίει πάνω από το παλιό μας σπίτι.

Έτρεξε γρήγορα να βρει φορτοεκφορτωτή στο βαγόνι της μοσχοβίτικης αμαξοστοιχίας. Την τελευταία φορά η φιγούρα του φάνηκε για λίγο στο παράθυρο του βαγονιού! Τοποθετούσε τη βαλίτσα του στο ράφι πάνω από το κεφάλι του. Η αδελφή μου του έγνεψε. Δεν μας είχε δει.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το ημιτελές έργο του: «Στόχοι και μέθοδοι της συνθετικής φιλοσοφίας»…

Πριν από λίγο καιρό είχα πάει στον τάφο του. Το χιόνι έπεφτε στροβιλίζοντας στα πόδια μου κι εγώ επέμενα να κοιτάζω την τρεμάμενη φλόγα της καντήλας.

Τώρα πια, σε αυτές τις χειμωνιάτικες νύχτα συχνά συζητάμε με την αδελφή μου για το τι συνέβη τότε ανάμεσα σ’ εμάς τους τρεις. Πιο πολύ όμως μιλάμε για εκείνον, παρά για τα λόγια που μας είπε. Είναι δύσκολο για μας να καταλάβουμε. Τώρα πια λησμονήσαμε το μέλλον: αυτός ήταν το μέλλον, μα έφυγε στο παρελθόν. Το παρελθόν θα μας περιβάλλει ξανά. Πολλά λησμονούμε και στρεφόμαστε στην καθημερινότητα. Δεν έχουμε πια κανέναν από τους δικούς μας.

Η μία ημέρα με την ημέρα, χρυσαφένια, δροσερή, τυρκουάζ, μαργαριταρένια, έπεφταν στο ποτήρι του χαλεπού χρόνου.

1903

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

Σημείωση του μεταφραστή

Το  μικρό αυτό αφήγημα του Αντρέι Μπέλι αναφέρεται στη συνάντηση του συγγραφέα με το γενάρχη της ρωσικής φιλοσοφίας Βλαντίμιρ Σολοβιόφ τον Μάιο του 1900, λίγους μήνες πριν το θάνατο του φιλοσόφου. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο λογοτεχνική – φιλοσοφική συλλογή «Ελεύθερη συνείδηση» στη Μόσχα το 1906.

  [1] Το ρεφραίν του τραγουδιού «Πόσο γλυκά είναι μαζί σου…», 1843, στίχοι Π. Π Ρίντιν, μουσικά Μ. Ι. Γκλίνκα.

(Visited 10 times, 1 visits today)
Close