Τι σαν προσευχή τα χείλη ψιθυρίζουν
μεσ’ στο σκοτάδι τα μάτια αναζητούν;
Ζουν οι παράξενοι στιχοπλόκοι
ενάντια σε όλα πάνω στη γη.
Κάποιους τα μετάλλια παρηγορούν,
οι ανώτεροι απλά θέσεις αλλάζουν,
αύξηση μισθού ορισμένοι παίρνουν,
άλλοι με άδειες τσέπες τριγυρνούν.
Στην καρδιά επάνω, σα σκισμένο ρηχτάρι,
αλλού έχει ψίχουλα κι αλλού καπνό,
τυλιγμένο σφιχτά το σημειωματάρι,
να θλίψη, ο πόνος κι η χαρά.
Στην παγωμένη νύχτα των δύσκολων καιρών
μ’ όσο στα πνευμόνια απομένει αγέρα,
των τρελλών πενήντα χρόνων
εκεί ουρλιάζει και θρηνεί η καρδιά.
…Διαβάζει. Άλλη μια φορά. Σχεδόν αμέσως
Γοητεύεται. Το γούστο του το παντοτινό.
Και δοκιμάζει μάλιστα λιγάκι
την ξένη μα και οικεία ποίηση.
Και όμως αν, σκυμμένος στο διάλειμμα,
μουρμουρίζει ανεβαίνοντας τη σκάλα,-
μα ‘χεις χαρά και περηφάνια:
μόλις σε δέχτηκαν σε ένα κίνημα Τρανό.
Η Μούσα σου φτερούγισε
απέναντι στο εχθρικό στοιχειό
στην φυλακισμένη ζώνη της Ρωσίας
μα και σ’ άλλες περιοχές.
Μπορεί,- τα οικεία χαρακτηριστικά
να σε προδώσουνε στο Σατανά,
μπορεί, βουλιάζοντας στην αθανασία
σε μαγική να αναδυθείς χώρα.
Χαίρε νεοεμφανιζόμενε ποιητή!
Σίγουρα τώρα πια
άλλο θα έχει βηματισμό και αύριο και τώρα,
κι ο Θεός ξέρει για πόσους αιώνες μπροστά.
Μα εκείνος μετά την ξάγρυπνη του βάρδια,
δαγκώνοντας το ξεροκόμματο γοργά,
βιάζεται για τη νόμιμη σφαγή,
στην αγορά, ψάρι να φέρει στο γατί.
Σαν παφλασμός πίσω απ’ την κουρτίνα
ακούγεται το ροχαλητό,
και να που νιώθεις τελικά,
πως είσαι κουρασμένος σκλάβος.
Καίγεται το τσιγάρο στο τραπέζι,
πίσω από τον γαλαζωπό ντουμάνι,
το πυροβολημένο φάντασμα του Ποιητή
κουβεντιάζει μαζί του μέχρι το πρωί.
Και λοιπόν, ας πάω σαν σκυλί
από του τσεκίστα το βόλι,
μα δεν με ξέχασαν ωστόσο,
φίλε μου, ο Θεός ας είναι βοηθός.
Εσύ εδώ, μέσ’ τη χυδαία φασαρία,
σαν κλέφτης κουλουριάζεσαι δειλά.
Λοιπόν, τα διάβασες όλα αυτά;
μα δεν έφτασες μέχρι εμένα.
Με του παγωμένου αγέρα την ανάσα,
τρέμοντας μέσα σε παραλήρημα,
υπαγορεύει σιγανά κι ανδρεία,
τους στίχους τούτους δεν θα βρεις πουθενά.
. . . . . . . . . .
Της ρωσικής Αντίστασης
του αναίμακτου μετώπου στρατιώτες,
καπνίζοντας, καίγονται τα ξύλα,
μα δεν καίγεται το Σαμιζντάτ.
Όσο τα χείλη ψιθυρίζουν
Όσο τα μάτια αναζητούν,
Όσο οι δίκαιοι ζουν,
Ενάντια σε όλα πάνω στη γη!
1980
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (С)