του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Στις 13 Ιανουαρίου 1948 με προσωπική εντολή του Στάλιν, δολοφονήθηκε από τους άντρες των μυστικών υπηρεσιών ο Σολομών Μιχόελς. Ο συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς επισκέφτηκε την κόρη του μεγάλου Εβραίου ηθοποιού, Τάλι για να υποβάλει τα συλλυπητήρια και να εκφράσει τον σεβασμό του.
Λίγες ημέρες αργότερα, άντρες της NKVD συνέλαβαν τον γαμπρό του Μιχόελς, τον νεαρό ταλαντούχο συνθέτη Μωϋση Βάινμπεργκ.
Ο Σοστακόβιτς τηλεφώνησε στον Λαβέντρι Μπέρια, πανίσχυρο αρχηγό της μυστικής αστυνομίας και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος, προκειμένου να του διατυπώσει την επιθυμία του να «εγγυηθεί προσωπικά» ότι ο Βάινμπεργκ δεν ήταν «κατάσκοπος των Αμερικανών» και πως ήταν «»ένας φυσιολογικός σοβιετικός πολίτης».
Προφανώς, ο δημιουργός της Συμφωνίας του Λένινγκραντ απολάμβανε ιδιαίτερο κύρος μεταξύ των συγχρόνων, γιατί τόλμησε να πει στον βασικό σταλινικό δήμιο λόγια, τα οποία θα μπορούσαν να του στοιχίσουν την ίδια του τη ζωή: «Ξέρω ότι εκεί σ’ εσάς βασανίζουν. Ο Βάινμπεργκ είναι φιλάσθενος. Δεν θα αντέξει».
Ο Μπέρια μετέφερε αυτή τη συζήτηση στον Στάλιν, ο οποίος έδειξε έλεος. Ο Μωϋσής Βάινμπεργκ όχι μόνο απελευθερώθηκε αλλά του έδωσαν κι ένα διαμέρισμα. Μία μικρή λεπτομέρεια: τα παράθυρα του διαμερίσματος έβλεπαν την φυλακή Μπουτίρσκι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ηγέτης των λαών θύμιζε στον συνθέτη ότι από το σπίτι του μέχρι την φυλακή η απόσταση ήταν ένα βήμα.