Τον Ιανουάριο του τριάντα οκτώ, στο στρατόπεδο «Πατριζάνος» μετέφεραν την μπριγάδα μας από τα αντίσκηνα σε ένα παράπηγμα. Η διαφορά δεν ήταν μεγάλη. Δίπλα στο αντίσκηνο με τους ξυλουργούς είχε ένα σκελετό από κορμούς και κλαδιά μήκους τριών – τεσσάρων μέτρων. Οι κορμοί στο πάνω και το κάτω μέρος ήταν καρφωμένοι σε μεγάλα πλαίσια, τα οποία επίσης ήταν φτιαγμένα από κορμούς, μόνο που ήταν πιο χοντροί και είχαν μεγαλύτερο μήκος από εκείνους των τοιχωμάτων. Τα δύο πλαίσια ήταν ενωμένα, δεμένα, γιατί στην Κολιμά, και μάλιστα σε περιοχές υλοτομίας της τούνδρας δεν υπάρχουν ψηλά δέντρα. Τους ψηλούς κορμούς, εκείνους που το μήκος τους έφτανε μέχρι τα δεκαπέντε μέτρα, τα χρησιμοποιούσαν για τις κολώνες υψηλής τάσεως, ήταν όμως σπάνιοι, σαν τους πάνθηρες, γι’ αυτό και δεν τους χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν παραπήγματα. Οι κορμοί, τοποθετούνταν με την σειρά στο τοίχωμα πάνω σε βρύα, τα οποία ήταν άφθονα στους αχανείς βάλτους της Κολιμά. Τα βρύα ήταν πορφυρού ή έντονα πρασινωπού χρώματος είχαν μήκος έως και τρία μέτρα και μπορούσες να τα βρεις παντού στην Κολιμά. Το πάχος των βρύων μειώνεται και χάνει το χρώμα του, μετατρέπεται σε γκρίζο, μαύρο και καφετί μόνο στις ψηλές κορυφές, στα οροπέδια και στα ξέφωτα των λόφων.
Εννοείται πως κάθε μπριγάδα κουβαλούσε μόνη της αυτά τα βρύα για δική της χρήση και πως δεν γινόταν ειδική παρασκευή βρύων στην Κολιμά. Ήταν ένα ακόμη λογιστικό τέχνασμα του σοσιαλισμού των στρατοπέδων. Η προετοιμασία των βρύων γινόταν με άτυπες εντολές, η ανθρωποώρες υπολογίζονταν με άλλα μέτρα και την αμοιβή την εισέπραττε ο θαλαμοφύλακας. Με στουπιά γέμιζαν τις χαραμάδες που είχαν οι κορμοί μεταξύ τους μόνο στο Μαγκαντάν, στα σπίτια του διοικητή της Διεύθυνσης Σοφρωνιστικών Στρατοπέδων Εργασίας ή του Διευθυντή της Κοινοπραξίας Κατασκευαστικών Έργων Άπω Ανατολής. Εκεί έφερναν στουπιά από την ηπειρωτική χώρα. Τα αφράτα βρύα ξεραίνονταν γρήγορα, θρυμματίζονταν και μετατρέπονταν σε σκόνη. Ανάμεσα στους κορμούς εμφανίζονταν χαραμάδες, μα αυτές ήταν χαραμάδες για Ρώσους. Όλοι έπρεπε την χαραμάδα τους, κατ’ ιδέα μοσχοβίτικη ή του Μαγκαντάν, να την γεμίσει όπως μπορεί, ακόμη και χώνοντας εκεί τα δάχτυλά του. Το κάθε παράπηγμα ήταν γεμάτος μπαλώματα στο εσωτερικό του.
Ο σκελετός αυτός τοποθετούνταν πάνω στο χώμα, σε πέτρες, χωρίς να πολυδίνουν σημασία σε λεπτομέρειες όπως η οριζόντια ή η κάθετη στάση του, γιατί δεν χρησιμοποιούσαν ούτε ζύγια και αλφάδια. Επιπλέον, δεν έσκαβαν ποτέ για να βάλουν στη γη το κάτω πλαίσιο, επειδή φοβούνταν τις εκπλήξεις που ήταν κρυμμένες στο παγωμένο χώμα. Έστρωναν μέσα στο παράπηγμα ένα πάτωμα από σανίδες, κυματισμό που έμοιαζε ελάχιστα με πάτωμα. Ταβάνι δεν είχε καθόλου. Αντί για ταβάνι είχαν την σκεπή που ήταν φτιαγμένη από το τεντόπανο του αντίσκηνου. Εκείνο το αντίσκηνο στο οποίο ζούσαμε το καλοκαίρι, το τέντωναν πάνω από τον σκελετό κι έτσι ήταν έτοιμο το χειμερινό παράπηγμα. Στο κέντρο του παραπήγματος ήταν η μοναδική σόμπα. Μία σόμπα στρογγυλή, σαν βαρέλι. Στην Κολιμά όλες οι σόμπες, όλες αυτές οι σόμπες έτρωγαν πολλά ξύλα, αλλά γι’ αυτό και ήταν εύκολο να τις ανάψεις. Θα μπορούσε να ζεστάνει αμέσως το παράπηγμα, αν δεν υπήρχαν οι χαραμάδες.
Για πόρτα χρησιμοποιούσαν μερικές σανίδες, καρφωνένες καλά και λοξά πάνω σε λωρίδες καουτσούκ που έφτιαχναν από λάστιχα αυτοκινήτων. Από την μέσα μεριά της πόρτας είχε ένα χερούλι που έμοιαζε με χερούλι πόρτας μοσχοβίτικους εστιατορίου, για να μπορείς να το πιάσεις με τα δυο σου χέρια και να τραβήξεις την παγωμένη πόρτα. Αυτά τα παραπήγματα δεν μπορούσαν να ζεσταθούν, ακόμη κι αν έκαιγες εκατό κυβικά μέτρων καυσόξυλων. Τα καυσόξυλα όμως μοιράζονταν με αυστηρούς κανόνες. Το κυριότερο ήταν ότι κάθε μπριγάδα έπρεπε να κουβαλήσει μόνη της τα ξύλα, δηλαδή να πάει σε μία απόσταση δύο – τριών χιλιομέτρων στο βουνό, στα ξέφωτα και να διαλέξει ο καθένας ένα κλαδί, ανάλογα με τις δυνάμεις του, για να το φέρει στο στρατόπεδο. Όλα αυτά γίνονταν μετά την δουλειά, την ώρα της ξεκούρασης. Μέρα με την ημέρα, τα κλαδιά ήταν ολοένα και πιο μακριά, ολοένα και πιο ψηλά στο βουνό, ολοένα και πιο βαριά για να τα μεταφέρεις από εκεί. Οι αρχηγοί των μπριγάδων και οι φρουροί πρόσεχαν, μην δώσει ο Θεός και διαλέξεις κάποιο ελαφρύ «κλαδί», γιατί τότε σε υποχρέωναν να πάρει άλλο, πιο βαρύ.
Μπροστά στην πόρτα του παραπήγματος στεκόταν ο δεσμοφύλακας και ο εκπρόσωπος των κρατουμένων του στρατοπέδου και εξέταζαν τα «παλούκια» που κουβαλούσαμε, μην είναι μικρά κι ελαφριά.
Κάθε μέρα, την ίδια απογευματινή, δηλαδή βραδινή, ώρα, μας έλεγαν ότι ένα μέρος των ξύλων έπρεπε να τα πάμε στην μονάδα των φρουρών. Ένας μέρος το έπαιρναν στο φυλάκιο της φρουράς και μόνο το μικρότερο μέρος, εκείνα τα ξύλα που ήταν κοντά και λεπτά, έφταναν μέχρι την σόμπα της μπριγάδας. Σε περίπτωση διαφωνίας, ο φρουρός κρατούσε όλη την μπριγάδα μπροστά στο φυλάκιο με θερμοκρασία εξήντα βαθμών υπό του μηδενός. Αυτή λοιπόν η υποχρέωση για μεταφορά ξύλων (κουβαλούσαμε ξύλα για τα λουτρά, στα πλυντήρια, στον συνοικισμό των απελεύθερων, παντού) είναι από τις χειρότερες αναμνήσεις που έχω. Τον χειμώνα όλη η μπριγάδα κουβαλούσε ξύλα, τόσο οι σταχανοβίτες, όσο και οι ετοιμοθάνατοι. Μέχρι σήμερα νιώθω το βάρος κάποιου ξύλου που το κουβαλούσα στον ώμο, ενώ τα μακριά ξύλα σε υποχρέωναν να τα κουβαλάς με άλλον.
Είμαι ψηλός και καθ’ όλη τη διάρκεια της φυλάκισης μου αυτό μου προκαλούσε διάφορα δεινά. Δεν μου έφτανε το συσσίτιο, έχανα βάρος πιο γρήγορα απ’ όλους και νωρίτερα από τους υπόλοιπους κατάλαβα ότι η χειρωνακτική εργασία είναι η κατάρα για τον άνθρωπο. Η καταναγκαστική εργασία των φυλακισμένων είναι μία ατελείωτη, καθημερινή ταπείνωση. Το γνώριζα αυτό, εξάλλου, από την πρώτη μου φυλάκιση στο Βίσερσκ. Η ατελείωτη ταπείνωση της βαριάς εργασίας, οι ξυλοδαρμοί. Όταν οι ποινικοί μαζί με την διοίκηση υποχρεώνουν την μπριγάδα να εκτελέσει το πλάνο των εργασιών στο χρυσωρυχείο, ήταν κάτι που είδα από τους πρώτους κιόλας μήνες του 1938.
Είχα όμως ένα εξαιρετικά δυνατό πνεύμα αντίστασης, μίας διαρκούς διαμαρτυρίας εναντίον των δεινών μας, των ταπεινώσεών μας. Αυτή η διαμαρτυρία, αυτός ο αγώνας στην Κολιμά δεν ήταν συλλογικός. Δεν κάλεσα ποτέ κανέναν να ακολουθήσει το παράδειγμά μου. Από το στρατόπεδο «Παρτιζάνος», από την πρώτη ημέρα, από το πρώτη εντολή για όλα αυτά, δεν δούλευα, για να «εκπληρωθεί το πλάνο», είχα αποφασίσει πως δεν πρόκειται να δουλέψω για ένα τέτοιο κράτος. Το κράτος που είχε φυλακίσει εμένα τον αθώο, που μ’ έστειλε στον Πολικό κύκλο και με εξοντώνει αργά με την πείνα, την παγωνιά, τους ξυλοδαρμούς. Δεν θα με μετατρέψει σε σκλάβο. Σημαδεμένος ναι, σκλάβος όχι. Οι εργασίες που έπρεπε να κάνουμε ήταν πέραν των δυνάμεών μας, αυτό το καταλάβαινα όχι μόνο εγώ, μα και οι σύντροφοί μου, όλοι οι επικεφαλής των μπριγάδων, οι επιστάτες, οι φρουροί, ο διευθυντής του ορυχείου, ο κομισάριος Εσωτερικών, ο ανακριτής μου στην Μόσχα. Όλοι ήξεραν σε τι με καταδίκαζαν. Ας με σκοτώσουν, αλλά δεν πρόκειται να δουλέψω γι’ αυτούς.
Δεν είμαι ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος. Δεν είναι και τόσο σημαντική η ανακάλυψη που έκανε στο κάτεργο. Στην Κολιμά όμως μου έδωσε εκείνη την δύναμη ψυχής που με βοήθησε να ζήσω και να επιβιώσω. Στην Κολιμά θεωρώ πως το χειρότερο έγκλημα ήταν να αναλάβεις τη θέση του επικεφαλής της μπριγάδας, να γίνεις προϊστάμενος. Να υποχρεώνεις τους άλλους να δουλεύουν, να δουλεύουν καταδικάζοντάς τους σε θάνατο. Αυτή την άποψη είχα τον Αύγουστο του 1937 και τον Μάιο του 1938 και δεν την άλλαξα ποτέ. Να αρνηθώ να δουλέψω ευθέως και δημοσίως. Μέχρι σήμερα ακόμη ακούω εκείνο που έλεγε η διοίκηση: «δεν θέλεις να δουλέψεις, αρνήσου».
Για οποιαδήποτε άρνηση εργασίας το 1939 και όχι μόνο τότε, εκτελούσαν. Έπρεπε να πας στη δουλειά. Το χειρότερο έγκλημα του κρατούμενου, σύμφωνα με τον κώδικα του Στάλιν ήταν η άρνηση να δουλέψει. Γι’ αυτό και το να αρνηθείς να δουλέψεις, ακόμη και στην κατασκευή του παραπήγματος, θεωρούνταν έγκλημα κατά του κράτους. Έπρεπε οπωσδήποτε να πας στη δουλειά. Το 1938 στο στρατόπεδο «Παρτιζάνος» κανένας προϊστάμενος δεν ήθελε να αναλάβει το ρίσκο με εκείνους «που δεν είχαν πια δυνάμεις». Όλοι όσοι είχαν ιατρική ή νοσοκομειακή βεβαίωση ήταν σταχανοβίτες, όπως λέει και η αριθμητική, η οποία γέννησε την θεωρία «της ασθένειας των σταχανοβιτών». Έτσι, στο δικό μας χρυσωρυχείο υπήρχε, για παράδειγμα, ο Χρενόφ, πρώην διοικητή του Κουζντέτσκ-στρόι, στον οποίο αναφέρεται το γλαφυρό ποίημα του Μαγιακόφσκι αναφορικά με τον κήπο που θα ανθίζει ή για την πόλη – κήπο.
Τον άρρωστο σταχανοβίτη τον έστελναν σε ελαφριές δουλειές και δεν τον υποχρέωναν να κουβαλάει ξύλα ή να δουλεύει στα βαθιά σημεία του ορυχείο. Η διοίκηση όμως δεν ήθελε να διακινδυνεύσει, αν δεν εκπλήρωνε την νόρμα, αν δεν δούλευε καλά, τότε τον έστελνε στην ΔΕΦ – Διμοιρία Ενισχυμένης Φύλαξης – να δείξει στους ανώτερους στην Μόσχα ότι η λέξη διμοιρία έχει μία χροιά αντισοβιετική, θυμίζει διμοιρία φυλακισμένων, γι’ αυτό και οι ΔΕΦ, μετονομάστηκαν σταδιακά σε όλα τα ορυχεία σε ΠΕΦ, δηλαδή σε Παραπήγματα Ενισχυμένης Φύλαξης. Στις ΔΕΦ στο στρατόπεδο «Παρτιζάνος» ο διοικητής ήταν πολύ γρήγορος στις αποφάσεις τους, ο φρουρός άρπαζε αμέσως τους κρατούμενους και τους έκλεισε σε ένα τεράστιο παράπηγμα – απομόνωση που το φρουρούσαν οπλισμένοι στρατιώτες. Πολλοί βρέθηκαν εκεί. Η διαμονή τους στις ΔΕΦ καταγραφόταν στο βιβλίο του διοικητή της αλλά άφηναν τα ίχνη τους και στους ατομικούς φακέλους των κρατουμένων. Τα ίχνη αυτά δεν ήταν ούτε οι ξυλοδαρμοί σε θερμοκρασίες 60 βαθμών υπό του μηδενός, ούτε η διαρκής πείνα.
Στις ΔΕΦ υπήρχε συσσίτιο, το συνηθισμένο συσσίτιο του στρατοπέδου· πράγμα που για τον άνθρωπο, ο οποίος επιβίωνε μόνο με την μερίδα του ήταν κάτι! Ήταν καλύτερα από το να τρως στο εστιατόριο του στρατοπέδου, τις μερίδες του οποίου έκλεβαν οι ποινικοί, οι επικεφαλής των μπριγάδων, οι δεσμοφύλακες και οι φρουροί. Για τους κρατούμενους, το συσσίτιο στις ΔΕΦ ήταν καλύτερο απ’ ότι στο στρατόπεδο. Δούλεψα σε ΔΕΦ, ασχολήθηκα με υλοτομία, σε χωματουργικές εργασίες, αλλά χωρίς πλάνο, χωρίς χρυσή νόρμα, αυτό όμως σημαίνει πως το καθεστώς εργασίας ήταν πιο ελαφρύ. Μ’ έστειλαν πολλές φορές σε ΔΕΦ. Μόλις έβλεπαν πως τελείωνα τη δουλειά που μου αναλογούσε, μόλις έβλεπαν πως έφτανα πια στο τέλος του κοιτάσματος, αμέσως το κατέγραφαν ο Αρμ ή το Μπρέζνικοφ, Ανίσιμοφ και ξανά με έστελναν σε ΔΕΦ. Εκεί, στην ΔΕΦ του στρατοπέδου «Παρτιζάνος» τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο του 1938 ανακάλυψα ένα ακόμη χαρακτηριστικό. Ο άνθρωπος δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του. Οι δυνατότητες του ανθρώπου για το Καλό και το Κακό έχει άπειρες διαβαθμίσεις. Είναι εύκολο να ξεπεράσει σε αγριότητα τα εγκλήματα των ναζιστών, πάντα θα ανακαλύπτουμε κάτι καινούργιο, πολύ πιο τρομακτικό.
Η ανθρώπινη ψυχή δεν έχει βυθό, πάντα συμβαίνει κάτι πιο τρομακτικό, πιο άθλιο, απ’ όσα γνώριζε, είδε και κατανόησε. Μάλλον, και η ικανότητα του ανθρώπου για το Καλό έχει αναρίθμητες διαβαθμίσεις, η ουσία είναι μόνο στο ότι ο άνθρωπος δεν βρίσκεται σε συνθήκες του ύψιστου Καλού. Της ύψιστης δοκιμασίας για το Καλό. Στην ανθρώπινη ψυχή δεν υπάρχει το απόλυτο ψύχος, – υπάρχει ίσως μόνο στους ποινικούς, όπως δεν υπάρχει και η θερμότητα του ήλιου. Στην γη η θερμοκρασία αυτή θα έκαιγε μάλλον ανελέητα την ψυχή του ανθρώπου, όπως θα έκανε και το απόλυτο ψύχος. Δεν υπάρχουν όμως μόνο το Καλό και το Κακό. Κάθε ανθρώπινη ιδιότητα έχει άπειρο αριθμό αποφάσεων, δεν μπορούμε όμως να πούμε εκ των προτέρων ποιες είναι θετικές και ποιες αρνητικές αποφάσεις. Ο δρόμος του ανθρώπου είναι μία ανακάλυψη από μόνη της, από την πρώτη μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής.
Στην ΔΕΦ λοιπόν του στρατοπέδου «Παρτιζάνος» τον Ιανουάριο του 1938 ανακάλυψα άλλη μία αντικειμενική αλήθεια. Η εργάσιμη ημέρα στην ΔΕΦ ήταν όπως και στο στρατόπεδο, δύο διαδρομές για ξύλα μέχρι το μεσημεριανό φαγητό κι άλλη μία μετά από αυτό. Φυσικά, δεν πηγαίναμε με άλογα, αλλά οκτώ νοματαίοι τραβούσαμε το έλκηθρο, μέσα από τα χαντάκια που υπήρχαν εκεί που περνούσαν οι αλκές. Κάθε ομάδα αποτελούνταν από τέσσερα έλκηθρα, επικεφαλής κάθε έλκηθρου ήταν ένας ποινικός με ένα ρόπαλο για να χτυπάει τους τροτσκιστές να κάνουν πιο γρήγορα, υπήρχαν και δύο φρουροί, για όλη την έφιππη ομάδα. Σέρναμε τα έλκηθρα δύο χιλιόμετρα μέχρι την άκρη του ορυχείου· στη συνέχεια έπρεπε να τα ανεβάσουμε ψηλά, από έναν απότομο δρόμο μέσα στο χιόνι κι όταν φτάναμε βρίσκαμε κούτσουρα, ξύλα ή χοντρές ρίζες, – όλα όμως ήταν σκεπασμένα με χιόνι, ενώ ψηλά το βουνό μπορεί να μην είχε πολύ χιόνι, μα φυσούσε πολύ δυνατός αέρας.
Το κάθε έλκηθρο έπρεπε να φορτωθεί, κάθε ομάδα φόρτωνε το δικό της έλκηθρο και έπαιρνε τον κατηφορικό δρόμο της επιστροφής. Στην απότομη κατηφόρα, ήταν αδύνατο να συγκρατήσουμε το έλκηθρο και γι’ αυτό το κατεβάσαμε με τα χέρια κρατώντας με σχοινιά και ιμάντες. Στη συνέχεια, βγαίναμε στη δημοσιά και πηγαίναμε στη ζώνη, στη ΔΕΦ. Κάθε μέρα δύο έλκηθρα πριν το φαγητό τα πηγαίναμε στην μονάδα της φρουράς, χωρίς να μπούμε στη ζώνη, ενώ μετά το φαγητό πηγαίναμε μόνο στο στρατόπεδο, στη ΔΕΦ. Ποτέ δεν ξέραμε πώς θα τελειώσει η εργάσιμη ημέρα μας και η συμπεριφορά τόσο η δική μας όσο και της διεύθυνσης είναι μία παραλλαγή του κοινού δικαίου, τίποτα περισσότερο. Υπήρξαν περιπτώσεις που ερχόταν στο στρατόπεδο μία συμπληρωματική μονάδα φρουρών. Ο αριθμός των φρουρών και των κρατουμένων μεγάλωνε ορμητικά σε όλη την Κολιμά. Στο δικό μας χρυσωρυχείο είχαμε φτιάξει ένα παράπηγμα για τη φρουρά, το οποίο άρχισε να γεμίζει ενοίκους. Αντί να πηγαίνουν οι
ίδιοι να φέρουν ξύλα, η διοίκηση του στρατοπέδου και της φρουράς σκέφτηκε πως η ΔΕΦ θα το κάνει και οι φρουροί θα απαλλαγούν από αυτή την υποχρέωση. Όλη η Κολιμά γελούσε.
Εκείνη την ημέρα, μετά την τρίτη διαδρομή, σταμάτησαν την ομάδα μας και θέλησαν να μας στείλουν για μία τέταρτη διαδρομή να ξέρουμε ξύλα. Έκανα και κάτι πολύ χειρότερο: μας διέταξαν να κουβαλήσουμε αυτό το τρίτο έλκηθρο στην μονάδα της φρουράς. Είχαν σωθεί τα καυσόξυλα στο στρατόπεδο. Όλοι αρνήθηκαν να πάνε. Οι απειλές δεν βοήθησαν. Εμφανίστηκε ο διοικητής της φρουράς, ο διοικητής του στρατοπέδου, ο διευθυντής του χρυσωρυχείου, ο ειδικός εντεταλμένος της NKVD. Σαράντα νεκροί υπερασπίζονταν τα δικαιώματα του κρατουμένου, χθες είχαν κάνει τρεις διαδρομές και τέταρτη δεν ήθελαν να κάνουν. Μαζεύτηκαν όλοι οι προϊστάμενοι και διοικητές, οι φρουροί, οι καταδρομείς, οι στρατιώτες και κοιτούσαν περίεργα για να δουν πως θα τελειώσει αυτή η ιστορία.
Στρατιώτες με τυφέκια και σκυλιά, περικύκλωσαν την μπριγάδα μας.
– Ξαπλώστε! Η μπριγάδα ξάπλωσε.
– Σηκωθείτε! Η μπριγάδα σηκώθηκε.
– Ξαπλώστε!
– Σηκωθείτε!
– Ξαπλώστε!
– Σηκωθείτε!
Όταν ακουγόταν η διαταγή «ξαπλώστε» πυροβολούσαν. Μετά από αυτή την προεργασία, ο διευθυντής του χρυσωρυχείου Ανίσιμοφ έκανε ένα βήμα μπροστά και είπε πως αν δεν πάμε να φέρουμε καυσόξυλα, θα μας «ρίξουν» κι άλλη ποινή. Τότε όλοι ξαπλώσαμε και δεν σηκώθηκε κανείς. Στη συνέχεια, ένα βήμα μπροστά έκανε ο ειδικός εντεταλμένος και μας διέταξε να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλον.
– Θα πας να δουλέψεις;
– Ναι.
– Τράβα στην άκρη.
Τελικά, μάζεψαν τόσους όσους χρειάζονταν για δύο έλκηθρα.
– Ξαπλώστε!
– Σηκωθείτε!
Μάζεψαν για ένα ακόμη έλκηθρο. Απομείναμε οι τρεις μας: εγώ, ο Ουσακόφ, ένας νεαρός κλέφτης και κάποιος τρίτος καταδικασμένος με το άρθρο 58, που είχε γένια, μα δεν θυμάμαι το επίθετό του. Αλλά και αυτός ο τρίτος με τα γένια, αποφάσισε τελικά να πάει να δουλέψει κι έτσι άρχισε να τρέχει για να προλάβει τα έλκηθρα που τραβούσαν για το βουνό.
Άρχισε το γλέντι.
– Σήκω!
Πυροβολισμοί πάνω από τα κεφάλια μας.
– Φέρε τα σκυλιά!
Αμόλησαν τα σκυλιά κατά πάνω μας. Το σκυλί μου έσκισε τα ρούχα, το καπέλο, μα ο Ουσακόφ γλίτωσε. Στεκόμασταν ο ένας δίπλα τον άλλον. Ο Ουσακόφ κρατούσε στο χέρι του την κάμα από ένα ξυράφι και την έδειχνε στο σκυλί, το σκυλί πισωπατούσε, μεγάλο πράγμα η εμπειρία. Ήταν προφανές ότι αν δεν με εκτελέσουν επί τόπου, τότε θα μας πάνε στο παράπηγμα. Φώναξαν το σκυλί, εμείς γυρίσαμε στο παράπηγμα, το παγωμένο, χωρίς ούτε μία γρατζουνιά, παρόλα αυτά όμως είχαμε νικήσει. Κατά τη διάρκεια αυτού του καψονιού με τα σκυλιά, κατάλαβα πως δεν φοβάμαι καθόλου. Αυτή ήταν μία αντικειμενική αλήθεια που ανακάλυψα στο στρατόπεδο «Πατριζάνος». Στη συνέχεια μ’ έριξαν πολλές φορές στα σκυλιά, με ξυλοκόπησαν, με απειλούσαν ότι θα με κλείσουν στην απομόνωση, σε ειδικά σκληρά στρατόπεδα, σε μοναχικά κελιά. Ποτέ δεν ένιωσα φόβο. Πρόσφατα, κατάλαβα διαβάζοντας μια ιατρική εργασία πως η απουσία του φόβου είναι μία αργοπορημένη αντίδραση της ανθρώπινης φύσης. Πολύ πιθανόν.
1969
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©