Αρχές της άνοιξης του 1917 εγώ και ο Πέτνικοφ πήραμε το τραίνο για την Μόσχα.
«Μόλις τυλίξαμε τα τρία σας χρόνια πολέμου σε ένα κάλεσμα της απειλητικής σάλπιγγας, και τώρα τραγουδάμε και φωνάζουμε, τραγουδάμε και φωνάζουμε, μεθυσμένοι από την τόλμη εκείνης της αλήθειας, ότι η Κυβέρνηση της Γήινης Σφαίρας έχει ήδη σχηματιστεί. Αυτή η κυβέρνηση είμαστε εμείς.
Μόλις στερεώσαμε στα μέτωπά μας τα μαραμένα στεφάνια των Εκπροσώπων της Γήινης Σφαίρας, ασυγκράτητοι μέσα στην ένθερμη τόλμη μας, εμείς – οι εμπρηστές των ξεραμένων λασπών της ανθρωπότητας στις στάμνες και τα κιούπια του χρόνου, εμείς οι πρωτεργάτες του κυνηγιού των ανθρώπινων ψυχών…
«Τι αναιδείς!» – θα πουν ορισμένοι. «Όχι, είναι άγιοι!» – θα πουν άλλοι. Εμείς όμως θα χαμογελάσουμε και θα δείξουμε με το χέρι μας τον ήλιο: «Δέστε τον με ένα λουρί από εκείνα που έχουμε για τα σκυλιά, δικάστε τον στο δικό σας δικαστήριο των λαντζιέρισσων – αν θέλετε – γιατί αυτός είπε τα λόγια αυτά και προκάλεσε οργισμένα βλέμματα. Είναι ένοχος».
Η κυβέρνηση της Γήινης Σφαίρας – τάδε».
Με το κάλεσμα αυτό άρχισε η ποιητική χρονιά, και με αυτό ανά χείρας δύο αυτόκλητοι Εκπρόσωποι της γήινης σφαίρας πήραν ένα βράδυ το τραίνο Χάρκοβ – Μόσχα, γεμάτοι με τις καλύτερες των ελπίδων.
Στόχος μας στο Πέτρογκραντ ήταν να εμπλουτίσουμε τον κατάλογο των Εκπροσώπων, ξεκινώντας ένα είδος κυνηγιού για υπογραφές, και σύντομα στον κατάλογο συμπεριλήφθηκαν τα ευμενώς διακείμενα μέλη της κινεζικής πρεσβείας Τιν Ε Λιν Γιαν Γιου Κάι, ο νεαρός αβυσσύνιος Αλ Σεράρ, οι συγγραφείς Γιεβρέινοφ, Ζενκέβιτς, Μαγιακόφσκι, Μπουρλιούκ, Κουζμίν, Κάμενσκι, Ασέγιε, οι ζωγράφοι Μαλέβιτς, Κουφτίν. Μπρικ, Πάστερνακ. Σπάσκι, οι πιλότοι Μπογκορίντσκι, Γ. Κουζμίν, Μιχαήλοφ, Μουρόμτσεφ, Ζίγκμουντ, Προκόφιεβ, οι αμερικανοί – Κράουφορνετ, Βίλλερ και Ντέβις, η Σινιάκοβα και πολλοί άλλοι.
Την Ημέρα των Τεχνών στις 25 Μαΐου οι Εκπρόσωποι της Γήινης Σφαίρας, το χέρι του ανθρώπου που σηκώθηκε για πρώτη φορά, ανέβηκαν στο φορτηγό της πρωτοπορίας.
Απομακρυνθήκαμε πολύ από την πορεία. Έτσι στους βάλτους του Νέβα για πρώτη φορά υψώθηκε το λάβαρο των Εκπροσώπων της γήινης σφαίρας.
Στην ημερήσια εφημερίδα «Δάνειο Ελευθερίας» η Κυβέρνηση της γήινης σφαίρας δημοσίευσε τους στίχους: «Χθες διέσπειρα την φήμη: βροντές, βροντές! Και οι πόλεμοι πέταξαν και τσιμπούσαν από τα χέρια μου τους σπόρους».
Ήταν ένα τρελαμένο καλοκαίρι, όταν μετά από μακρά ανελευθερία στο εφεδρικό σύνταγμα του πεζικού, το οποίο στρατοπέδευε πίσω από ένα ακανθώδες συρματόπλεγμα που το κρατούσε μακριά από τους υπόλοιπους ανθρώπους, τις νύχτες εμείς μαζευόμασταν στην περίφραξη και μέσω του νεκροταφείου – μέσα από τα φώτα της πόλης των νεκρών – αγναντεύαμε τα μακρινά φώτα της πόλης των ζωντανών, το μακρινό Σαράτοφ. Είχα μια πραγματική πείνα για να δω νέες περιοχές και (για) τα τραίνα, τα οποία μετέφεραν ανθρώπους, οι οποίοι πρόδωσαν τον Πόλεμο, δόξαζαν την Ειρήνη, την Άνοιξη και τα δώρα της, πήγα κι ήρθα δυο φορές την διαδρομή Χάρκοβ – Κίεβο – Πέτρογκραντ. Γιατί; Ούτε κι ο ίδιος το ξέρω.
Η άνοιξη με βρήκε στην κορυφή μιας ανθισμένης αγριοκερασιάς, στην τελευταία κορφή του δέντρου, κοντά στο Χάρκοβ. Ανάμεσα σε δύο ζευγάρια μάτια ήταν τεντωμένη η κουρτίνα των λουλουδιών. Κάθε κίνηση των κλαδιών με έλουζε με άνθη. Αργότερα , τον έναστρο ουρανό μιας νύχτας τον παρατηρούσα από το ύψος της σκεπής ενός τραίνου που έτρεχε · αφού σκέφτηκα για λίγο, αποκοιμήθηκα ήρεμα, τυλιγμένος στο γκρίζο αδιάβροχο ενός πεζικάριου από το Σαράτοφ. Εκείνη την φορά εμείς, οι κάτοικοι της πάνω κουκέτας, σκεπαστήκαμε με την μαύρη αγριοκερασιά του καπνού της υψικαμίνου του τραίνου, και όταν το τραίνο σταμάτησε για κάποιον λόγο στην ερημιά, όλοι ριχτήκαμε στο ποτάμι να πλυθούμε, όπου αντί για πετσέτα χρησιμοποιήσαμε τα φύλλα των δέντρων της Ουκρανίας.
– Τι να το κάνουμε τώρα το Πέτρογκραντ! Τώρα έχουμε το Αγέρογκραντ! – αστειεύονταν στο τραίνο, όταν την άνοιξη επιστρέψαμε στο Νέβα.
Εγκαταστάθηκα στο χωριό Σμολένσκι, όπου τις νύχτες στα μυστηριώδη τραίνα με τα σβησμένα φώτα, ταξίδευαν κιτρινιάρηδες, τα καραβάνια ένοπλων τσιγγάνων ήταν απλωμένα στους βάλτους, και αιώνια έλαμπαν τα φώτα στο τρελοκομείο. Ο συνοδοιπόρος μου Πετρόβσκι, μέγας γνώστης των φαντασμάτων, μου είπε να προσέξω ένα δεντράκι – μια μαυριδερή, επιφυλακτική σημύδα, η οποία βρισκόταν πίσω από τον φράχτη.
Κουνούσε τα φυλλώματά της με το παραμικρό αεράκι. Στο χρυσαφένιο δειλινό κάθε μαύρο φυλλαράκι του δέντρου έδειχνε ιδιαίτερα απειλητικό. Αυτό, έτσι όπως ήταν, επίμονα ερχόταν κάθε βράδυ στον ύπνο του. Ο Πετρόφσκι άρχισε να το αντιμετωπίζει με δεισιδαίμονα διάθεση. Αργότερα ανακάλυψε ότι η σημύδα φυτρώνει σε χώματα που λιπαίνονται από νεκρούς, εκεί όπου θάβονται μέχρι να ανακαλυφθούν τα κορμιά των δολοφονημένων. Αυτό συνέβαινε πλέον στο κέντρο των εξελίξεων. Ζούσαμε στο σπίτι του εργάτη Μορέβ, και σ’ αυτόν, όπως και σε πολλούς άλλους κατοίκους της εσχατιάς, εκείνη την εποχή υπήρχαν κομμάτια χοιρινού για το καλούπωμα των σφαιρών. «Έτσι, για παν ενδεχόμενο». . .
Στο φως απειλητικών δειλινών στο Τσάρσκογιε Σελό γιόρτασα τα γενέθλιά μου. Όταν τις νύχτες, επιστρέφοντας στο σπίτι, περνούσα δίπλα από την πόλη των τρελών, πάντα θυμόμουν τον παράφρονα στρατιώτη Λισάκ που γνώρισα κατά την διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας και το γρήγορο ψιθύρισμά του: «Είναι αλήθεια, δεν είναι αλήθεια, η αλήθεια υπάρχει, η αλήθεια δεν υπάρχει». Ο ψίθυρός του γίνονταν ολοένα και πιο γρήγορος, ολοένα και πιο σιγανός, ο τρελός κρυβόταν κάτω από την κουβέρτα, έσκυβε το πηγούνι του, θέλοντας να κρυφτεί από κάποιον, έλαμπαν μόνο τα μάτια του, ενώ συνέχιζε να ψιθυρίζει ολοένα και πιο γρήγορα με ένα ρυθμό που δεν θύμιζε άνθρωπο. Στη συνέχεια σηκωνόταν αργά και καθόταν στο κρεβάτι · ανάλογα με την ταχύτητα που σηκωνόταν, ο ψίθυρός του γινόταν ολοένα και πιο δυνατός · καθόταν ανακούρκουδα με τα στρογγυλά γερακίσια μάτια του, κιτρίνιζε, και ξαφνικά στεκόταν ολόρθος και, τραντάζοντας το κρεβάτι του, καλούσε στ’ αλήθεια τους τρελούς, με φωνή που ηχούσε σε όλο το κτίριο, εξαιτίας της οποίας έτρεμαν όλα τα παράθυρα:
– Πού είναι η αλήθεια; Φέρτε εδώ την αλήθεια! Δώστε μου την αλήθεια!
Στη συνέχεια καθόταν και, με το μεγάλο σκληρό μουστάκι και τα στρογγυλά μάτια κίτρινου χρώματος, έσβηνε τις σπίθες της πυρκαγιάς, η οποία δεν υπήρχε και τις έπιανε με τα χέρια. Τότε έρχονταν τρέχοντας οι υπάλληλοι. Ήταν σημειώσεις από το νεκρό χωράφι, μακρινές αστραπές του απομακρυσμένου χωραφιού του θανάτου – στο μεταίχμιο των αιώνων. Ένας γίγαντας που έμοιαζε με προφήτη στο κρεβάτι του νοσοκομείου.
Στο Πέτρογκραντ συναντιόμασταν όλοι μαζί – εγώ, ο Πέτνικοφ, ο Πετρόφσκι, ο Λουριέ, μερικές φορές έρχονταν ο Ιβνιέφ και άλλοι Εκπρόσωποι.
– Ακούστε φίλοι μου. Τα πράγματα έχουν ως εξής: δεν κάναμε λάθος όταν νομίζαμε ότι στο τέρας του πολέμου απέμεινε μόνο ένα μάτι και ότι θα πρέπει να καρβουνιάσουμε το δέντρο, να το ξεφλουδίσουμε και με κοινές δυνάμεις να τυφλώσουμε τον πόλεμο, όσο ακόμη κρύβεται στο δέρας το πρόβατο. Δεν έχω δίκιο; Δεν λέω την αλήθεια;
– Σωστά, – ήταν η απάντηση. Αποφασίσαμε να τυφλώσουμε τον πόλεμο. Η κυβέρνηση της γήινης σφαίρας έφτιαξε μια μικρή λίστα: «Υπογραφές των Εκπροσώπων της γήινης σφαίρας», σε λευκό χαρτί, τίποτα άλλο. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα.
– Νεκροί! Ελάτε μαζί μας και πάρτε μέρος στην μάχη. Οι ζωντανοί κουράστηκαν, – φώναζε μια φωνή δυνατά. – Ας γίνουν ένα οι ζωντανοί και οι νεκροί! Νεκροί, σηκωθείτε από τους τάφους.
Εκείνες τις ημέρες της τρομερής υπερηφάνειας ηχούσε η λέξη «Μπολσεβίκα», και σύντομα αποσαφηνίστηκε ότι το λυκόφως του «σήμερα» γρήγορα θα διαλυθεί από πυροβολισμούς. Ο Πετρόφσκι φορώντας έναν τεράστιο μαύρο γούνινο σκούφο, με αδυνατισμένο διάφανο πρόσωπο, χαμογελούσε μυστηριωδώς.
– Το νιώθεις; – ρωτούσε κοφτά, όταν ξαφνικά ηχούσε κατά την έλευσή μας η σωλήνα της αποχέτευσης.
– Τι στο καλό συνέβη, δεν μπορώ να καταλάβω, – μουρμούρισε και άρχισε μυστηριωδώς να γεμίζει την πίπα του με μια έκφραση, η οποία προφανώς δήλωνε πως στη συνέχεια κάτι θα συμβεί.
Ήταν κακοδιάθετος.
Αργότερα, τις παραμονές της πτώσης του Κερένσκι, άκουσε ένα εκπληκτικό συμπέρασμα:
– Δέκα μήνες έμεινε όλο κι όλο, αλλά ρίζωσε τόσο πολύ που έπρεπε να τον ξεπατώσουμε με κουβάδες.
– Και λοιπόν; Υπάρχει άραγε άνθρωπος που δεν τον αντιμετώπισε σαν αστείο και θλιβερό;
Στο παλάτι Μαρίνσκι στο μεταξύ συνεδρίασε η Προσωρινή κυβέρνηση, και εμείς μια φορά στείλαμε επιστολή:
«Ενταύθα. Παλάτι Μαρίνσκι. Προς την Προσωρινή κυβέρνηση.
Προς όλους! Προς όλους! Προς όλους!
Η κυβέρνηση της γήινης σφαίρας κατά την συνεδρίασή της στις 22 Οκτωβρίου αποφάσισε:
1) Να θεωρήσει την Προσωρινή κυβέρνηση προσωρινώς ανύπαρκτη, ενώ θέτει τον Ανώτατο Διοικητή Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς Κερένσκι υπό αυστηρά φυλάκιση.
«Πόσο δύσκολη είναι η χειραψία με το πέτρινο δεξί χέρι».
Οι πρόεδροι της γήινης σφαίρας Πέτνικοφ. Ιβνιέφ, Λουριέ, Πετρόφσκι, Εγώ – «Το άγαλμα του Κομάντορ».
Μια άλλη φορά στείλαμε την παρακάτω επιστολή:
«Ενταύθα. Χειμερινά Ανάκτορα. Προς τον Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα Κερένσκαγια.
Προς όλους! Προς όλους! Προς όλους!
Λοιπόν: Δεν γνωρίζετε ότι η Κυβέρνηση της γήινης σφαίρας υπάρχει;
Όχι, δεν το γνωρίζετε ότι υπάρχει ήδη.
Η κυβέρνηση της γήινης σφαίρας (υπογραφές)».
Μια φορά συγκεντρωθήκαμε όλοι μαζί και, φλεγόμενοι από ανυπομονησία, αποφασίσαμε να τηλεφωνήσουμε στα Χειμερινά ανάκτορα.
– Χειμερινά ανάκτορα; Έχετε την καλοσύνη να μας συνδέσετε με τα Χειμερινά ανάκτορα;
– Χειμερινά ανάκτορα; Εδώ συνεταιρισμός των καραγωγέων.
– Τι θα θέλατε; – απάντησε μια ψυχρή, ευγενική, αλλά καθόλου χαρούμενη φωνή.
– Ο συνεταιρισμός καραγωγέων θα ήθελε να πληροφορηθεί πότε θα εγκαταλείψουν οι ένοικοι τα Χειμερινά ανάκτορα;
– Τι; Τι;
– Θα μεταφερθούν οι ένοικοι των Χειμερινών ανακτόρων;
– Α μάλιστα! Άλλο τίποτα; – ακούγεται ένα ξινό χαμόγελο.
– Τίποτα!
Ένα χαχανητό ακούγεται από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.
Εγώ και ο Πέτνικοφ γελάμε επίσης από αυτή την άκρη.
Από το γειτονικό δωμάτιο μας κοιτάζει ένα αμήχανο πρόσωπο.
Δύο μέρες αργότερα άρχισαν να μιλούν τα κανόνια.
Στο μεταξύ στο θέατρο Μαρίνσκι ανέβαζαν τον «Δον Ζουάν», γιατί για κάποιο λόγο στον «Δον Ζουάν» έβλεπαν τον Κερένσκι · θυμάμαι πως στο απέναντι θεωρείο όλοι ταράχθηκαν κι έγιναν επιφυλακτικοί όταν κάποιος από εμάς έσκυψε το κεφάλι, γνέφοντας σε ένδειξη συμφωνίας με τον Δον Ζουάν, πολύ πριν προλάβει να το κάνει αυτό ο Κομάντορ.
Μετά από μερικές ημέρες το «Αβρόρα» στεκόταν σιωπηλό στο Νέβα απέναντι από το ανάκτορο, και το μεγάλο κανόνι, στραμμένο εναντίον του, έμοιαζε με ορειχάλκινο ακίνητο βλέμμα – το βλέμμα του θαλάσσιου τέρατος.
Έλεγαν για τον Κερένσκι ότι διέφυγε ντυμένος αδελφή του ελέους και ότι τον προστάτευσαν με ανδρεία οι παρθένες του Πέτρογκραντ – η τελευταία του σωματοφυλακή.
Η λεωφόρος Νιέφσκι ήταν πολύβουη, γεμάτη πλήθη, και δεν ακούστηκε ούτε ένας πυροβολισμός.
Στις ανοιχτές γέφυρες είχαν ανάψει φωτιές, τις οποίες φυλούσαν φρουροί με μεγάλες χλαίνες, τα όπλα σχημάτιζαν οπλοπυραμίδες, και αθόρυβα περνούσαν οι πυκνές γραμμές των ναυτών, οι οποίοι δεν ξεχώριζαν μέσα στη νύχτα. Το μόνο που φαινόταν ήταν πως κουνιόνταν οι κορδέλες τους. Το πρωί έμαθα πως κατελήφθησαν η μία μετά την άλλη ,οι στρατιωτικές σχολές. Ο πληθυσμός όμως της πρωτεύουσας δεν έλαβε μέρος σ’ αυτές τις μάχες.
Τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά στην Μόσχα · εκεί αντέξαμε την πολιορκία μιας εβδομάδας. Διανυκτερεύαμε καθισμένοι γύρω από το τραπέζι, ακουμπώντας το κεφάλι στα χέρια, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Καζάν, κατά την διάρκεια της ημέρας πέφταμε σε ανταλλαγές πυροβολισμών στην οδό Τρούμπναγια και στην οδό Μιασνίτσκαγια.
Άλλες περιοχές της πόλης ήταν εντελώς περικυκλωμένες. Παρόλα αυτά, αφού με σταμάτησαν μερικές φορές και μου έκαναν σωματικό έλεγχο, μια φορά διέσχισα όλη την Μόσχα , νύχτα, μέσω της λεωφόρου Σαντόβαγια.
Το βαθύ σκοτάδι έσπαζε ελάχιστα σε ορισμένα μέρη από τα διερχόμενα τεθωρακισμένα · κατά διαστήματα ακούγονταν πυροβολισμοί.
Επιτέλους υπογράφτηκε ανακωχή.
Βγήκαμε έξω. Τα κανόνια σιωπούσαν. Ριχτήκαμε στην πείνα των δρόμων, μοιάζοντας με παιδιά που χαίρονται με το χιόνι, που κοιτάζουν τα παγωμένα αστέρια από τα πυροβολημένα τζάμια, τα χιονισμένα λουλούδια των μικρών χαραμάδων όπου άφησαν τα ίχνη τους οι σφαίρες, που περπατούν στα διάφανα, σαν πάγο, λιθόστρωτα, που σκέπαζαν την οδό Τβερσκάγια. Η ευχαρίστηση αυτών των πρώτων ωρών, ήταν να μαζεύουμε από τους τοίχους τις εξοστρακισμένες σφαίρες, παραμορφωμένες, σαν τα κορμιά των πυρπολημένων στην πυρκαγιά πεταλούδων.
Είδαμε τα μαύρα τραύματα που κάπνιζαν ακόμη στους τοίχους.
Σε ένα μαγαζάκι είδαμε μια πανέμορφη γκρίζα γάτα. Πίσω από το χοντρό τζάμι αυτή, νιαουρίζοντας, χαιρετούσε τους ανθρώπους, ικετεύοντάς τους να την απελευθερώσουν · έζησε για ένα μεγάλο διάστημα στην μοναχική φυλακή της.
Θέλαμε να ονοματίσουμε τα πάντα. Ανεξάρτητα από την ορειχάλκινη βρισιά, που είχε ρίξει στην πόλη βουνά από Σπουργίτια, η υπόλοιπη πόλη είχε μείνει ακέραιη.
Μου άρεσε ιδιαίτερα η παρόχθια περιοχή του ποταμού Μόσχονα και οι τρεις εργοστασιακοί υψικάμινοι, οι οποίες θαρρείς κι ήταν κεριά που χέρι σταθερό είχε ανάψει εδώ, η ορειχάλκινη γέφυρα και τα σμήνη των κουρούνων στον πάγο. Πάνω απ’ όλα – από τον χρυσό τρούλο – κυριαρχεί το κηροπήγιο που το κρατάει ένα τεράστιο χέρι των τριών εργοστασιακών υψικαμίνων, η σιδερένια σκάλα που οδηγεί στην κορυφή τους, από την οποία μερικές φορές ανεβαίνει κάποιος άνθρωπος, ο ιερέας των λαμπάδων μπροστά στο πρόσωπο της γκρίζας εργοστασιακής καπνιάς.
Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο; Μήπως είναι εχθρός; Το καπνισμένο μέτωπο που κρέμεται πάνω από την πόλη; Καλυμμένο με την γενειάδα των συννέφων ; Μήπως είναι η καινούρια μαυρομάτα Χουριέρ Ελ Αϊν που αφιερώνει τα μεταξένια πανέμορφα μαλλιά της σ’ εκείνη την φυλή, η οποία θα έρθει κηρύττοντας την ισότητα και την ισονομία; Αυτό δεν το ξέρουμε ακόμη, το μόνο που κάνουμε είναι να κοιτάζουμε.
Οι νέες όμως αυτές λαμπάδες στον άγνωστο δεσπότη κυριαρχούν πάνω από τον παλαιό ναό.
Εδώ κι εγώ για πρώτη φορά ξεφύλλισα τις σελίδες του βιβλίου των νεκρών, όταν είδα την γραμμή των γνωστών μου στον κήπο του Λομονόσοφ σε μια μακριά γραμμή που έπιανε όλο τον δρόμο, να συνωστίζονται στην είσοδο της αποθήκης των νεκρών.
Το πρώτο κεφαλαίο γράμμα των νέων ημερών της ελευθερίας πολύ συχνά γράφεται με τα μελάνια του θανάτου.
Οκτώβριος – Νοέμβριος 1918
Βελιμίρ Χλέμπνικοφ (1885 – 1922)