Φιλώντας τα χέρια,
ή μήπως τα χείλη,
στο τρέμουλο του κορμιού
εκείνων που κοντά μου είναι
το κόκκινο
χρώμα
των δημοκρατιών μου
πρέπει
επίσης
να πυρπολήσω.
Δεν αγαπώ
του Παρισιού τον έρωτα:
το κάθε θηλυκό
με μεταξωτά στολίστε,
θα τεντωθώ, θα λαγοκοιμηθώ,
λέγοντας –
στάσου –
στα σκυλιά
του εξαγριωμένου πόθου.
Μόνο εσύ
έχεις το ίδιο μ’ εμένα
ύψος
στάσου δίπλα μου,
σαν δύο φρύδια ταιριαστά,
κι άσε με
τούτη τη σημαντική βραδιά
να σου μιλήσω
ανθρώπινα.
Πέντε η ώρα
κι από τότε
κόπασε
των ανθρώπων
ο αδιαπέραστος θόρυβος,
νέκρωσε
η πυκνοκατοικημένη πόλη
ακούω μόνο
τον καυγά με τα σφυρίγματα
από τα τραίνα της Βαρκελώνης.
Στον μαύρο ουρανό
ξεσπούν αστραπές,
της βροντής
οι βρισιές
στον ουράνιο δράμα,-
δεν είναι η θύελλα
μα απλά
η ζήλια κινεί τα βουνά.
Τα λόγια τα κενά
μην τα πιστεύεις,
μην τρομάζεις
από τούτο το τράνταγμα,
θα χαλιναγωγήσω,
θα δαμάσω,
τα αισθήματα
των απογόνων των αριστοκρατών.
Του πάθους η ιλαρά,
με ψώρα θα περάσει,
μα με χαρά
ανήκουστη,
για πολύ
απλά για πολύ
με στίχους θα μιλάω.
Η ζήλια,
οι γυναίκες,
τα δάκρυα..
ας πάνε στα κομμάτια! –
φουσκώνουν οι αιώνες,
την εποχή του ξωτικού.
Δεν είμαι μόνος μου,
μα εγώ
ζηλεύω
τη Σοβιετική Ρωσία.
Είδα
μπαλώματα στους ώμους,
το φθισικό τους
γλείφει αναστενάζοντας.
Και λοιπόν,
δεν φταίμε εμείς –
που εκατό εκατομμύρια
ζούσαν άσχημα.
Εμείς
τώρα
είμαστε τρυφεροί μ’ αυτούς-
με τον αθλητισμό
πολλούς δεν σώζεις,
εσείς μας
χρειάζεστε στην Μόσχα,
δεν έχει πολλές μακροπόδαρες.
Δεν ήσουν εσύ αυτή,
στα χιόνια
και στον τύφο
που ‘ρθες
με τούτα τα πόδια,
εδώ
στα χάδια
να τα δείχνεις
στα δείπνα
με τους πετρελαιάδες.
Μην νομίσεις
πως μισοκλείνοντας τα μάτια απλά
κάτω από τα ευθυγραμμισμένα τόξα.
Έλα εδώ,
τράβα στο σταυροδρόμι
των μεγάλων αδέξιων χεριών μου.
Δεν θέλεις;
Μείνει και ξεχειμώνιασε
κι αυτή
την προσβολή
θα την προσθέσουμε
στον γενικό λογαριασμό.
Έτσι κι αλλιώς
κάποτε
θα σε πάρω
να φύγουμε
είτε μόνη
είτε μαζί
με το Παρίσι.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©