Το τραμ της Κολιμά, είναι ένα τραμ
που μπορεί να σε πατήσει και να μείνεις ζωντανός
Παροιμία των κρατούμενων στην Κολιμά
Στο ψαροχώρι Μπουγκουρτσάν, το οποίο απολάμβανε την άγνωστη σε όλους ύπαρξή του στις όχθες μιας κυνηγετικής περιοχής, υπήρχαν πέντε έξι μοναχικές, διασκορπισμένες στην ταϊγκά ίζμπες και μία άθλια ξύλινη λέσχη με τρία στενά παράθυρα, πάνω από τα οποία ανέμιζε μία παλιά σημαία. Ίσως επειδή ο πρόεδρος δεν είχε κανένα περισσευούμενο κομμάτι ύφασμα, δεν άλλαζαν τη σημαία, η οποία βρισκόταν στο Μπουγκουρτσάν από την προπολεμική εποχή και είχε ξεθωριάσει εντελώς, μα το σφυρί και το δρεπάνι στην άκρη του υφάσματος συνέχιζαν να ξεχωρίζουν, όπως τα νούμερα που ήταν ραμμένα στους επενδύτες των κρατουμένων.
Στο αμπάρι του σκάφους, το οποίο μετέφερε κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου ναυσιπλοΐας φορτία για τους συνοικισμούς και εργατική δύναμη για τα στρατόπεδα, βρισκόταν μία μπριγάδα τιμωρημένων γυναικών. Με φωνές και βρισιές, υπό τα αλυχτίσματα των υπηρεσιακών σκυλιών, οι φρουροί οδήγησαν τις κρατούμενες στην λέσχη, τις καταμέτρησαν προσεκτικά και στη συνέχεια ο επικεφαλής της φρουράς, αφού τους διέταξε να μείνουν όλοι στις θέσεις τους, έφυγε για να αναζητήσει τον μοναδικό εκπρόσωπο της τοπικής εξουσίας, το πρόεδρο του συνοικισμού, στον οποίο έπρεπε να παραδώσει τις κρατούμενες.
Η ομάδα των υπό μεταγωγή γυναικών αποτελούνταν βασικά από μικροεγκληματίες και μικροπαραβάτες, αλλά υπήρχαν και ορισμένες ξεσκολισμένες στο έγκλημα, δηλαδή θλιβερά πλάσματα με μία μοναχική, άπαξ δια παντός σακατεμένη ζωή: στην αρχή εκτελέστηκαν ή σκοτώθηκαν στον πόλεμο οι γονείς, ύστερα από κανά δυο χρόνια απέδρασαν από τα ορφανοτροφεία της N.K.V.D, ακολουθούσε ο δρόμος, η φτώχεια, η πείνα κι φυσικά η σύλληψη για την κλοπή λίγων πατατών ή καρότων από κάποιον πάγκο. Σημαδεμένες, αποσυνάγωγες της κοινωνίας και μοχθηρές γιατί τόσο γρήγορα έγιναν αληθινοί εγκληματίες, ενώ ορισμένες ήταν πια υπότροπες ή, όπως τις αποκαλούσαν στα στρατόπεδα, «έντομα». Όλες αυτές κάθονταν στη λέσχη, έβριζαν η μία την άλλη, ψαχούλευαν τα μπογαλάκια τους και ζητούσαν από τους φρουρούς τα αποτσίγαρά τους.
Σ’ αυτό τον πολτό κατεστραμμένων ζωών, η διοίκηση του στρατοπέδου έριξε τρεις πολιτικές κρατούμενες, καταδικασμένες με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα. Ήταν μία ηλικιωμένη κυρία, σύζυγος εκτελεσθέντος διπλωμάτη, μία μεσήλικας μοδίστρα και μία φοιτήτρια από το Λένινγκραντ. Δεν είχαν παραβιάσει κανένα κανονισμό του στρατοπέδου, απλά η ομάδα τιμωρημένων συγκροτήθηκε βιαστικά, δεν έφταναν οι τιμωρημένες, η διαταγή όριζε άμεσα να μεταταγεί συγκεκριμένος αριθμός κεφαλών και έτσι για να συμπληρωθεί η κατάσταση πήραν μερικά κεφάλια από τα «βαρέα βάρη», δηλαδή από τις καταδικασμένες σε 25 χρόνια καταναγκαστικών-σωφρονιστικών έργων.
Το νέο: «Γυναίκες στο Μπουγκουρτσάν!» αστραπιαία διαδόθηκε στην ταϊγκά και άρχισαν να έρχονται οι μυρμηγκοστρατιές. Μία ώρα αργότερα, αφήνοντας τις δουλειές τους, άρχισαν να μαζεύονται στη λέσχη άντρες, αρχικά ντόπιοι, μα σύντομα από όλη την περιοχή, άλλοι με τα πόδια και άλλοι με βάρκες, ψαράδες, γεωλόγοι, εκδοροσφαγείς, μία ομάδα μεταλλωρύχων με τον επικεφαλής του κομματικού τους πυρήνα, ακόμη και κατάδικοι, οι οποίοι έφυγαν μετά φόβου από το γειτονικό στρατόπεδο υλοτομίας, ποινικοί και κλέφτες. Όσο μαζεύονταν οι άντρες, τα «έντομα» ζωντάνεψαν, άρχισαν να παρατηρούν, φώναζαν κάτι λέξεις στη δική τους αργκό ανακατεμένες με βρισιές. Οι φρουροί φώναζαν για να επιβάλουν την τάξη: σε ορισμένες για να καθίσουν στη θέση τους, σε άλλες για να μην πλησιάζουν κοντά· ακούστηκε μάλιστα και η απειλή ότι θα αμολήσουν τα σκυλιά ή ότι θα πυροβολήσουν· μα στον βαθμό που όλοι οι άντρες ήξεραν από στρατόπεδα και δεν τους περνούσε καν από το μυαλό να ριψοκινδυνεύσουν (κάποιος στο μεταξύ κέρασε ποτά στους φρουρούς), οι φρουροί δεν θέλησαν να τους διαλύσουν, απλά τους έβαλαν τις φωνές κι έτσι κάθισαν λίγο πιο πέρα.
Τα «έντομα» παρακαλούσαν δυνατά να τους δώσουν λίγο καπνό, πρότειναν ανταλλαγή με αυτοσχέδια πουγκιά. Η πλειοψηφία των αντρών είχε εκ των προτέρων κάνει τις προμήθειές της σε τρόφιμα, άλλος στο σπίτι του, άλλος στο τοπικό μαγαζί· στην ομάδα των τιμωρημένων πετούσαν πάνω από τα κεφάλι τους πακέτα με τσάι και τσιγάρα, κομμάτια ψωμί, κονσέρβες… Το να πετάξεις στον πεινασμένο κρατούμενο ένα ξεροκόμματο ήταν μία πράξη που μπορούσε να προκαλέσει αμφιβολίες για την αναξιοπιστία του και η οποία τιμωρούνταν – μη δώσει ο Θεός να δείξεις συμπόνια στη μητερούλα Ρους, όπου έπρεπε υπάκουα να κατεβάζεις το βλέμμα, να περνάς από μπροστά και να ξεχνάς για πάντα. Γιατί όμως τότε φέρονταν έτσι; Μήπως γιατί όλοι οι άντρες είχαν περάσει από στρατόπεδα; Τώρα πια ίσχυε ένας άλλος νόμος… Η ομάδα εκείνων που πάστωναν ψάρια και ο μοναδικός στον συνοικισμό μεθυσμένος για τα καλά βαρελάς, είχαν φέρει ένα πακέτο με καπνιστά ψάρια, τα έκοψαν σε κομμάτια και τα πετούσαν στις κρατούμενες.
Ταλαιπωρημένες από τη ναυτία, έχοντας να φάνε δύο ημέρες κλεισμένες στο αμπάρι, οι γυναίκες άρπαζαν άπληστα στον αέρα τα κομμάτια, τα έχωναν βιαστικά στο στόμα τους και τα κατάπιναν, χωρίς να τα μασούνε· οι ποινικές, για ώρα πολλή, βήχοντας, κάπνιζαν τα τσιγάρα «Μπελαμόρ» που τους χάριζαν. Για λίγη ώρα επικράτησε ησυχία. Στη συνέχεια ακούστηκε το κουδούνισμα των μπουκαλιών· κάποιοι άντρες, λες και κάποιος έδωσε το σύνθημα, πήγαν σε μία άκρη και κάθισαν να πιουν με τους φρουρούς.
Χορτασμένα τα «έντομα» άρχισαν όλες μαζί να τραγουδούν, πρώτα το «Βγήκα σε δρόμο μακρινό», ύστερα την «Αδελφή»· οι άντρες τους αποκρίθηκαν με το διάσημο τραγούδι των στρατοπέδων «Στην κεντρική» και, ύστερα από αυτό, σκόρπισαν και άρχισαν με θόρυβο να γνωρίζονται μεταξύ τους, χωρίς να δίνουν την παραμικρή σημασία στους φρουρούς, οι οποίοι άφησαν στην άκρη τα αυτόματα και αφού έδεσαν στα δέντρα τα σκυλιά, έπιναν μαζί με τον διοικητή και τον πρόεδρο που στο μεταξύ είχαν επιστρέψει.
Ιδιαίτερη, όμως, δραστηριότητα επεδείκνυαν μόνο τα «έντομα». Οι μικροκλέφτρες και οι απατεώνισσες που ήταν πλειοψηφία στην μπριγάδα, φέρονταν πιο ήρεμα και έμεναν στην άκρη χωριστά από τις υπόλοιπες. Και αυτές, βέβαια, άρπαζαν με λαχτάρα όσα τους έδιναν και άρχισαν τις συζητήσεις, αλλά το έκαναν λες και δεν ήταν εκεί· το μυαλό τους ήταν αλλού: για πολλές από αυτές πλησίαζε ο καιρός της αποφυλάκισης και σε αντίθεση με τις πολιτικές, δεν προβλεπόταν εξορία ύστερα από το στρατόπεδο. Εκείνες που είχαν μικρές ποινές, περίμεναν να έρθει η ώρα, παρόλο που πολλές από αυτές δεν είχαν πού να πάνε και σε ποιον να επιστρέψουν. Η ελευθερία τρόμαζε πολλές από αυτές, καταδικάζοντάς τες στην αδυναμία και στην αδιαφορία για την τύχη τους, μα όλες οι πίκρες του μέλλοντος προς το παρόν δεν τις απασχολούσαν: η ελευθερία είναι ελευθερία, αυτό είναι το σημαντικό, αυτό τους έδινε ελπίδα για τη ζωή στο μέλλον. Για τις πολιτικές κρατούμενες των «βαρέων βαρών» δεν υπήρχαν ελπίδες, το Γκουλάγκ τις καταβρόχθιζε για πάντα.
Οι τρεις μαζί κάθονταν χωριστά από τις υπόλοιπες, η φοιτήτρια, η μοδίστρα και η σύζυγος του ‘‘εχθρού του λαού’’. Είχαν ήδη καταλάβει για ποιο λόγο είχε οργανωθεί αυτό το γλέντι και το μεθύσι με τους φρουρούς· το είχαν καταλάβει πριν καν οι στρατιώτες ο ένας ύστερα από τον άλλο σωριάζονταν αναίσθητοι στο χώμα και οι άντρες γρυλίζοντας όρμησαν στις γυναίκες κι άρχισαν να τις σέρνουν στη λέσχη, στρίβοντας τα χέρια τους, τραβώντας τες από τα μαλλιά, χτυπώντας εκείνες που αντιστέκονταν. Τα δεμένα σκυλιά αλυχτούσαν και προσπαθούσαν να κόψουν τα σχοινιά που ήταν δεμένα.
Οι άντρες λειτουργούσαν πειθαρχημένα και με αυτοπεποίθηση, ήξεραν πολύ καλά τι να κάνουν: ορισμένοι έσπαζαν τους βιδωμένους στο πάτωμα πάγκους και τους πετούσαν στη σκηνή, άλλοι κάρφωναν ήρεμα σανίδες στα παράθυρα, κάποιοι τρίτοι κυλούσαν βαρελάκια, τα έβαζαν κατά μήκος του τοίχου και με κουβάδες έφερναν νερό, άλλοι έφερναν αλκοόλ και ψάρια. Όταν τελείωσαν οι ετοιμασίες, κάρφωσαν σταυρωτά σανίδες στην πόρτα της λέσχης, πέταξαν στο πάτωμα ό,τι κουρέλι είχαν πρόχειρο – επενδύτες, κουρελούδες, χράμια· έριξαν τις φυλακισμένες στο πάτωμα, μπροστά από κάθε μία δημιουργήθηκε αμέσως μία ουρά δώδεκα ανθρώπων και άρχισε ο μαζικός βιασμός των γυναικών – το τραμ της Κολιμά – ένα φαινόμενο, το οποίο ήταν συχνό τη σταλινική εποχή και το οποίο συνέβαινε, όπως στο Μπουγκουρτσάν, κάτω από την κρατική σημαία, με την ανοχή της φρουράς και των Αρχών.
Το αφήγημα αυτό το αφιερώνω σε όλους τους οπαδούς του Στάλιν, οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν θέλουν να πιστέψουν ότι η ανομία και οι σαδιστικές εκκαθαρίσεις ήταν κάτι που απολάμβανε ιδιαίτερα το ίνδαλμά τους. Ας προσπαθήσουν, έστω για μία στιγμή, να φανταστούν τις συζύγους, τις θυγατέρες και τις αδελφές τους ανάμεσα στις γυναίκες αυτής της μπριγάδας τιμωρημένων, γιατί απλά για τυχαίους λόγους δεν βρέθηκαν αυτές εκεί, αλλά εμείς…
Βίαζαν υπό τις διαταγές του «οδηγού του τραμ», ο οποίος κατά διαστήματα κουνούσε τα χέρια και φώναζε: «Στ’ άλογα!…». Με τη διαταγή «Τέρμα το παζάρεμα», παρατούσαν τη γυναίκα, παραχωρώντας την απρόθυμα στον επόμενο που στεκόταν σε πλήρη γενετήσια ετοιμότητα.
Τις νεκρές γυναίκες τις έσερναν από τα πόδια στην πόρτα και τις στοίβαζαν στο κατώφλι· τις υπόλοιπες, αφού τις συνέφερναν από την λιποθυμία, ρίχνοντάς τους νερό, και ξαναστήνονταν στην ουρά.
Αυτό όμως δεν ήταν το μεγαλύτερο τραμ, παρά ένα μεσαίου μεγέθους, ένα «τραμ μεσαίων βαρών», θα λέγαμε.
Απ’ όσο ξέρω, κανείς ποτέ δεν τιμωρήθηκε για μαζικούς βιασμούς, ούτε οι βιαστές, ούτε εκείνοι που συνεργούσαν σε αυτή τη θηριωδία. Τον Μάιο του 1951 στο υπερπόντιο ατμόπλοιο «Μινσκ» (ήταν το διαβόητο, γνωστό σε όλη την Κολιμά, «Μεγάλο τραμ»), πετούσαν στη θάλασσα τα πτώματα των γυναικών. Η φρουρά δεν μπήκε καν στον κόπο να καταγράψει τις νεκρές με τα επίθετά τους, παρά μόνο όταν έφτασαν στον όρμο Ναγκάγιεβο, οι φρουροί επιμελώς και πολλές φορές καταμέτρησαν όσες είχαν απομείνει ζωντανές και το υπό μεταγωγή τμήμα κρατουμένων, σαν να μη συνέβη τίποτα, συνέχισε τον δρόμο του για το Μαγκαντάν, δηλώνοντας πως «σε κάθε απόπειρα απόδρασης η φρουρά θα πυροβολεί χωρίς προειδοποίηση». Η φρουρά ήταν αυστηρά υπεύθυνη για τους κρατούμενους και, φυσικά, αν γινόταν κάποια απόδραση, κινδύνευε το κεφάλι της. Δεν ξέρω αν υπ’ αυτές τις συνθήκες αυστηρότητας κατάφερναν να «διαγράψουν» τους νεκρούς, μα ήταν πεπεισμένοι για την απόλυτη ατιμωρησία τους. Όλοι ήξεραν πως πρόκειται να λογοδοτήσουν σε λίγο για τις απουσίες, αλλά παρόλα αυτά πουλούσαν τις γυναίκες για ένα ποτήρι αλκοόλ.
… Την νύχτα όλοι κείτονταν κατάχαμα κουρασμένοι, μερικές φορές περιφέρονταν στα σκοτεινά μέσα στη λέσχη, σκοντάφτοντας στους κοιμισμένους, έπιναν νερό από τα βαρέλια, ανακουφίζονταν ύστερα από το μεθύσι και ξανάπεφταν στο πάτωμα ή στο πρώτο τυχαίο θύμα.
Συνέβη, άραγε, κάτι ανάλογο σε εκείνες τις μακρινές εποχές, όταν μόλις είχαν σηκωθεί στα δύο τους πόδια εκείνα τα πρωτόγονα πλάσματα, τα οποία ζούσαν αποκλειστικά με βάση τα ζωώδη αγελέα ένστικτά τους; Νομίζω πως όχι.
… Βαρύ το χτύπημα της πρώτης σειράς του «τραμ» ήταν εκείνο που δέχτηκε η όμορφη, καλοσχηματισμένη μοδίστρα. Η ηλικία έσωσε την σύζυγο του ‘‘εχθρού του λαού’’: «σύντροφοί» της έγιναν μόνο κάτι αδύναμα γερόντια. Μόνο μία από τις τρεις πολιτικές κρατούμενες ήταν τυχερή: ο γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του ορυχείου διάλεξε τη φοιτήτρια και την πήρε μαζί του για δύο ολόκληρες ημέρες. Οι μεταλλωρύχοι τον σέβονταν, ήταν δίκαιος, φερόταν απλά στους εργάτες, τους αντιμετώπιζε ως ίσους, πολιτικά ήταν καταρτισμένος και ηθικά ακέραιος… Τον αναγνώριζαν ως καθοδηγητή και η συμμετοχή του στο «τραμ» σαν να τους δικαίωνε και τους ένωνε όλους μαζί: όπως κι εμείς, έτσι και ο πολιτικός μας καθοδηγητής, η εξουσία μας. Για λόγους σεβασμού κανείς δεν διεκδίκησε τη φοιτήτρια, ο δε γραμματέας του κόμματος τής έκανε κι ένα δώρο, της έδωσε μία νέα χτένα, ένα πράγμα που δεν υπήρχε στο στρατόπεδο.
Η φοιτήτρια δεν χρειάστηκε να φωνάξει, να αντισταθεί, να παλέψει όπως οι άλλες, ευχαριστούσε τον Θεό που είχε μόνο έναν.
Το πρωί οι φρουροί ξύπνησαν με τρομερό πονοκέφαλο. Οι άντρες ήταν ήδη έτοιμοι: έβγαλαν τις σανίδες από την πόρτα, δύο χώθηκαν στο άνοιγμα, κουβάλησαν, κέρασαν και ύστερα από λίγο οι φρουροί σωριάστηκαν μεθυσμένοι κάτω από τα πεύκα. Τα αυτόματα ήταν δίπλα τους, τα σκυλιά ούρλιαζαν.
Μόνο την τρίτη ημέρα ο επικεφαλής της φρουράς τελικά συνήλθε κι πρόσταξε τους άντρες να ανοίξουν την πόρτα και να φύγουν όλοι από τη λέσχη.
Οι άντρες δεν υπάκουσαν. Ο διοικητής τους προειδοποίησε: «Θα πυροβολήσω!», αλλά ούτε αυτό τους εντυπωσίασε. Στην κλειδαμπαρωμένη λέσχη οι κρατούμενες ικέτευαν τους φρουρούς να τις βγάλουν έξω, ωστόσο οι απειλές της φρουράς και τα παρακάλια των γυναικών, εξαγρίωναν ακόμη περισσότερο τους βιαστές: δεν είχαν χορτάσει ακόμη τις «διαδρομές του τραμ», γιατί ένας Θεός ήξερε πότε θα ξανάφερναν στο Μπουγκουρτσάν γυναίκες! Έτσι, άρχισαν να βιάζουν με ακόμη μεγαλύτερη αγριότητα…
Οι φρουροί έσπασαν με τσεκούρια την πόρτα. Ο διοικητής επανέλαβε την προειδοποίησή του, αλλά ούτε και τότε οι άντρες αντέδρασαν. Τότε οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν, αρχικά στον αέρα και ύστερα στο κουβάρι των σωμάτων.
Υπήρξαν θύματα.
Οι αποβλακωμένες, τσαλαπατημένες, αδιάφορες για όλα τρεις γυναίκες, δεν ενδιαφέρθηκαν να δουν ποιος σκοτώθηκε και πόσα ήταν τα θύματα.
(περιοδικό «Νέβα», 1989, Νο 10)
Η Γιλένα Σιμεόνοβνα Γκλίνκα γεννήθηκε στο Νοβοροσίσκ το 1926. Ο πατέρας της ήταν ναυτικός, πλοίαρχος υπερπόντιου καραβιού και κατ’ επανάληψη συνελήφθη από τις σοβιετικές Αρχές. Το 1941-1943 ήταν στο κατεχόμενο από τους Γερμανούς Νοβοροσίσκ. Το 1949 τη βρίσκει φοιτήτρια στη Σχολή Ναυπηγών του Λένινγκραντ, χωρίς όμως να έχει δηλώσει στο σχετικό ερωτηματολόγιο πού βρισκόταν την περίοδο της κατοχής. Στις 17 Ιανουαρίου 1951 συνελήφθη από άντρες της N.K.V.D. με την κατηγορία της παραβίασης του άρθρου 58-1α «εσχάτη προδοσία», επειδή βρισκόταν στις κατεχόμενες περιοχές. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν 25 χρόνια σε στρατόπεδα καταναγκαστικών-σωφρονιστικών έργων, 5 χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και δήμευση της περιουσίας. Εξέτισε την ποινή της στην Κολιμά: στο Μαγκαντάν, στο Μπουγκουρτσάν, την Ολά, στον Μπαλαγκάνογιε, στο Ταλόν, στην Ντούτσκα, στο 23ο χιλιόμετρο, στο 56ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού της Κολιμά και σε άλλα μέρη. Στις 9 Μαΐου 1956 απελευθερώθηκε και αποκαταστάθηκε πλήρως.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος # 9 του περιοδικού “Στέπα”