Προσωπικότητα έντονη, ζωή πολυκύμαντη, δραστηριότητες πολυσχιδείς. Με τις λίγες αυτές λέξεις, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη ζωή και το έργο του Γιούρι Πέτροβιτς Λιουμπίμοφ, μία από τις πιο ταλαντούχες, φωτεινές και δημιουργικές μορφές του ρωσικού θεάτρου του 20ου αιώνα.
Εγκαταλείποντας στις 4 Οκτωβρίου 2014 τον κόσμο τούτο, ο Γιούρι Λιουμπίμοφ άφησε πίσω του ένα μεγάλο έργο, μια τεράστια παρακαταθήκη στους συγκαιρινούς και στους επιγόνους, έναν πλούτο ιδεών, προτάσεων, μεθόδων και προσεγγίσεων που άλλαξαν εν πολλοίς όχι μόνο το ρωσικό μα και το παγκόσμιο θέατρο.
Στην πόλη του Γιαροσλάβλ, στις 30 Σεπτεμβρίου 1917, γεννήθηκε ο Γιούρι Λιουμπίμοφ, ένας από τους πρωτεργάτες της θεατρικής τέχνης στη σοβιετική Ρωσία.
Ο πατέρας του ήταν έμπορος, του οποίου το μαγαζί δημεύτηκε από τη νέα εξουσία και η μητέρα του δασκάλα. Το 1922 η οικογένεια μετακόμισε στη Μόσχα, όπου οι γονείς του συλλαμβάνονται και ο Γιούρι με τον αδελφό του (ς) πήγαιναν δέματα στον τόπο κράτησής τους.
Οι γονείς του του ενέπνευσαν την αγάπη για το διάβασμα, την αγάπη για τις τέχνες και ιδίως για το θέατρο. Σε μικρή ηλικία ο Γιούρι Λιουμπίμοφ είδε τον Στανισλάφσκι να παίζει το ρόλο του Φαούστοφ στην παράσταση «Συμφορά από το πολύ μυαλό» στο Ακαδημαϊκό Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.
Το 1936 έγινε δεκτός στη θεατρική σχολή του Θεάτρου Βαχτάνγκοφ, όπου ως φοιτητής έπαιξε σε διάφορες παραστάσεις του. Το 1940 ολοκλήρωσε τις σπουδές του και κλήθηκε στο στρατό να υπηρετήσει τη θητεία του. Από το 1941 μέχρι το 1946 υπηρέτησε στο στρατό, στη Χορωδία του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων.
Από το 1946 μέχρι και το 1964 ήταν ο πρωταγωνιστής του θεάτρου «Βαχτάνγκοφ». Κατά τη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής του έπαιξε σε περισσότερες από είκοσι κινηματογραφικές ταινίες. Μεταξύ των σκηνοθετών που συνεργάστηκε ως ηθοποιός του κινηματογράφου, ήταν οι Γκριγκόρι Αλεξάντροφ, Γκριγκόρι Κόζνιτσεφ, Αλεξάντρ Ντοβζένκο, Ιβάν Πίριεφ, Νικολάι Κοσεβέροφ, Μιχαήλ Ζαρόφ, Αλεξάντρ Πτουσκό, Βσέβολοντ Πουντόβσκι και Σεργκέι Γιουτκέβιτς.
Η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα έγινε το 1959 με το έργο «Τι χρειάζεται ο άνθρωπος» του Α. Γκάλιτς. Το 1963, όντας τριτοετής φοιτητής, σκηνοθέτησε τους σπουδαστές της σχολής Σούκιν στην παράσταση «Ο καλός άνθρωπος από το Σετσουάν» του Μπ. Μπρέχτ, ημερομηνία που θεωρείται ως η απαρχή του θεάτρου στη Ταγκάνκα, του θεάτρου του Γιούρι Λιουμπίμοφ. Συνολικά, μέχρι το τέλος της ζωής του σκηνοθέτησε σε αυτό το θέατρο, τριάντα οκτώ διαφορετικές παραστάσεις.
Η ζωή και το δημιουργικό του έργο, συνδέονται άρρηκτα με το Θέατρο Κωμωδίας και Δράματος στην περιοχή Ταγκάνκα της Μόσχας. Εκεί σκηνοθέτησε μεγάλους ηθοποιούς σε ιστορικές παραστάσεις. Εκεί μεγαλούργησε ως σκηνοθέτης, ο οποίος κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, συνήθιζε να κάθεται ανάμεσα στο κοινό και να παρακολουθεί, διορθώνοντας τους ηθοποιούς με ένα τρίχρωμο φακό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μετά το θάνατο του ηθοποιού και τροβαδούρου, βασικού στελέχους του θεάτρου, οι αρχές άρχισαν να πιέζουν τον Λιουμπίμοφ με διάφορους τρόπους. Αρχικά, απαγόρευσαν την παράσταση που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Βισότσκι. Στη συνέχεια απαγόρευσαν την παράσταση «Μπορίς Γκουντουνόφ» του Α. Σ. Πούσκιν και αμέσως μετά, την παράσταση «Θεατρικό μυθιστόρημα» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Η σύγκρουση δεν άργησε να ξεσπάσει και το 1984 η σοβιετική εξουσία αφαιρεί την υπηκοότητα από τον Λιουμπίμοφ και τον απελαύνει από τη χώρα.
Λίγα χρόνια αργότερα η σοβιετική εξουσία καταρρέει μέσα σε μία νύχτα χωρίς να βρεθεί ούτε ένας άνθρωπος να την υπερασπιστεί. Λίγο πριν και συγκεκριμένα τον Μάιο του 1988 όταν γενικός γραμματέας του ΚΚΣΕ ήταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο Γιούρι Λιουμπίμοφ επιστρέφει στην πατρίδα του, μετά την ακύρωση της απόφασης στέρησης της υπηκοότητάς του και αναλαμβάνει και πάλι την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου του. Παρά τις διαφωνίες, τα σχίσματα και τις αποχωρήσεις, ο Λιουμπίμοφ παρέμεινε όσο τον κρατούσαν οι δυνάμεις του στο τιμόνι του θεάτρου μέχρι τα εννενήντα τέσσερά του χρόνια όπου και σκηνοθέτησε την τετράωρη παράσταση «Δαιμονισμένοι» βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι.
Ο Γιούρι Λιουμπίμοφ είχε τιμηθεί με πολλά βραβεία τόσο στην πατρίδα του όσο και στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων, το βραβείο Στάλιν δευτέρου βαθμού το 1952, τον τίτλο «Λαϊκός καλλιτέχνης της Ρωσίας» το 1992 και το κρατικό βραβείο της Ρωσικής Ομοσπονδίας το 1997.
Από το #1 του περιοδικού Στέπα