του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Το μοιραίο για την ιστορία της Ρωσίας, αλλά και ολάκερης της ανθρωπότητας 1917, καθόρισε, σφράγισε θα λέγαμε ανεξίτηλα τη ζωή και το πεπρωμένο εκατομμυρίων ανθρώπων. Γενιές ολόκληρες εξαφανίστηκαν από προσώπου γης, ενώ άλλες διέσχισαν το δρόμο της ζωής μέσα από φωτιά και τσεκούρι, αφήνοντας πίσω τους ματωμένα ίχνη, σαν λαμπάδες μπροστά στο εικόνισμα της μοίρας.
Ένας από αυτούς ήταν και ο γιος της Μαρίνας Τσβετάγιεβα, ο Γκεόργκι Εφρόν. Θα ήταν άδικο να μείνει στην ιστορία απλά ως «ο γιος της ποιήτριας Μαρίνας Τσβετάγιεβα», αφού ο ίδιος είναι ένα αυτόφωτο φαινόμενο στην ιστορία του ρωσικού πολιτισμού του 20ού αιώνα. Έζησε λίγα χρόνια, μα πρόλαβε να μας κληροδοτήσει τα σχέδια των έργων το, δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερους άθλους, μα παρόλα αυτά, ακόμη και σήμερα προσελκύει την προσοχή των ιστορικών και των κριτικών της λογοτεχνίας, αλλά και των απλών εραστών των βιβλίων, όλων εκείνων που λατρεύουν την καλλιέπεια και τις ασυνήθιστες κρίσεις για τη ζωή.
Γεννήθηκε ο Γκεόργκι το μεσημέρι μίας Κυριακής και το ημερολόγιο έδειχνε 1η Φεβρουαρίου 1925. Για τους γονείς του, την Μαρίνα Τσβετάγιεβα και τον Σεργκέι Εφρόν, ήταν ο γιος που περίμεναν και ονειρεύονταν με λαχτάρα, το τρίτο παιδί της οικογένειάς της. Η μικρότερη κόρη της Μαρίνας Τσβετάγιεβα, Ιρίνα, είχε πεθάνει το 1920 στην Μόσχα.
Στο ημερολόγιο του ο Σεργκέι Εφρόν σημείωσε: «Φτυστός η Μαρίνα, είναι ένας Μαρίνος Τσβετάγιεφ». Από τις πρώτες ημέρες της ζωής του, η μητέρα του άρχισε να τον αποκαλεί Μουρ, προσωνύμιο που τελικά καθιερώθηκε. Μουρ – μία λέξη τόσο οικεία για την μητέρα του, η οποία παρέπεμπε στον αγαπημένο της συγγραφέα Ε. Τ. Χόφμαν και το ημιτελές μυθιστόρημά του Kater Murr.
Ο ερχομός του όμως στη ζωή, προκάλεσε ένα μικρό σκάνδαλο εξαιτίας της φήμης πως πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίν Ροντζέβιτς, με τον οποίο είχε σχέσεις εκείνη την περίοδο η Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Παρόλα αυτά ο Ροντζέβιτς δεν αναγνώρισε ποτέ τον Μουρ, ενώ η Τσβετέγιεβα δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία πως ο μικρός της γιος είχε πατέρα τον Σεργκέι Εφρόν.
Την εποχή εκείνη η οικογένεια ζούσε αυτοεξόριστη στην Τσεχία, όπου είχε μετακομίσει μετά το ξέσπασμα του Εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία. Ωστόσο, το φθινόπωρο του 1925 η Μαρίνα με την κόρη της Αριάδνη και τον μικρό Μουρ, μετακόμισε από την Πράγα στο Παρίσι, όπου το μικρό αγόρι πέρασε τα παιδικά του χρόνια και διαμορφώθηκε ως προσωπικότητα. Ο πατέρας τους, Σεργκέι Εφρόν, είχε μείνει για ένα διάστημα στην Τσεχία, όπου εργαζόταν στο τοπικό πανεπιστήμιο.
Ο μικρός Μουρ ήταν ένας κατάξανθος χερουβείμ, ένα εύσαρκο μωρό με φαρδύ μέτωπο και μεγάλα εκφραστικά, γαλάζια μάτια. Η Τσβετάγιεβα του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, πράγμα που σχολιαζόταν διαρκώς από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Αφιέρωσε άπειρες σελίδες στα ημερολόγιά της περιγράφοντας τον γιο της, τα παιχνίδια και τις ασχολίες τους, τις τάσεις και τις εμμονές του. Ο Μουρ άρχισε να γράφει και να μιλάει πολύ νωρίς και στις δύο γλώσσες, την μητρική ρωσική και τη γαλλική. Η αδελφή του Αριάδνη στα Απομνημονεύματά της αναφέρεται στον πολυτάλαντο χαρακτήρα του, στην κριτική και αναλυτική του σκέψη. Σύμφωνα με την ίδια ο Γκεόργκι ήταν απλός και ειλικρινής σαν τη μητέρα τους.
Δεν είναι καθόλου απίθανο, το γεγονός αυτής της ομοιότητας μεταξύ μητέρας και γιου, να εξηγεί την μεγάλη αδυναμία της πρώτης, αδυναμίας η οποία έφτανε στα όρια της λατρείας. Το μικρό αγόρι όμως, αντιμετώπιζε επιφυλακτικά την μητέρα του, ορισμένοι δε φίλοι της οικογένειάς αναφέρουν πως ο Μουρ φερόταν ψυχρά και απότομα στην Μαρίνα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι την αποκαλούσε «Μαρίνα Ιβάνοβνα», πράγμα που έδειχνε αφύσικο, ενώ σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες η λέξη «μαμά» του προκαλούσε μεγάλη αποστροφή.
Τόσο ο Μουρ όσο και η Αριάδνη τηρούσαν ημερολόγιο, μα η μοίρα έφερε έτσι τα πράγματα που τα περισσότερα τετράδια χάθηκαν κατά τις διαρκείς μετακινήσεις της οικογένειας. Έχουν σωθεί μόνο οι καταγραφές, στις οποίες ο δεκαεξάχρονος πλέον Μουρ ομολογεί πως αποφεύγει τις συναναστροφές γιατί διακαής του πόθος είναι να γίνει αποδεκτός όχι ως «γιος της Μαρίνας Ιβάνοβνα», αλλά ως Γκεόργκι Σερκέγιεβιτς.
Ο Σεργκέι Εφρόν ήταν απών από τη ζωή και την καθημερινότητα του Γκεόρκι. Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στην κρίση που ξέσπασε στη σχέση του Εφρόν με την Τσβετάγιεβα, με αποτέλεσμα ο πατέρας του να λείπει για πολλούς μήνης. Την ίδια στιγμή, η αδελφή του Αριάδνη είχε πλέον τη δική της ζωή. Έτσι, δεν θα ήταν παράλογο να πούμε πως η οικογένεια αποτελείτο από δύο μέλη, την Μαρίνα και τον Μουρ.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ακολούθησε τους γονείς του στο μοιραίο ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα, η οποία τώρα πια είχε άλλο όνομα: Ε.Σ.Σ.Δ. Η Τσβετάγιεβα δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα επιστρέψει ή όχι, μα τελικά ακολούθησε τον Εφρόν, ο οποίος είχε πλέον επλακεί με τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες, είχε δε λάβει μέρος, τουλάχιστον περιφερειακό, στη δολοφονία του γιου του Λέοντα Τρότσκι στο Παρίσι, πράγμα που τον έφερε σε ευθεία αντιπαράθεση με τους κύκλους των Ρώσων εμιγκρέδων. Προφανώς ο έφηβος Μουρ, αντιλαμβανόταν την βαριά περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Στα ημερολόγιά του αναφέρει την αδυναμία του να συνάψει φιλικές σχέσεις, την τάση του να παραμένει απόμακρός, χωρίς να μοιράζεται τις μύχιες σκέψεις και συναισθήματά του με κανέναν, συμπεριλαμβανομένων των οικείων και των φίλων της οικογένειας. Σταδιακά, ο νεαρός κυριεύτηκε από αισθήματα απελπισίας και απόγνωσης, τα οποία προκαλούσαν οι διαρκείς μετακινήσεις αλλά και τα ενδοοικογενειακά προβλήματα, κυρίως οι σχέσεις της Τσβετάγιεβα με τον Εφρόν. Αναμφίβολα ο νεαρός Μουρ είχε μία δύσκολη παιδική και εφηβική ηλικία.
Από τους ελάχιστους φίλους που είχε, διακρίθηκε μόνο ο Βαντίμ Σικόρσκι, ο «Βάλια», ο οποίος στο μέλλον θα γίνει γνωστός ως ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής. Αυτός και οικογένειά του προσέφεραν καταφύγιο και θαλπωρή στο νεαρό Γκεόργκι εκείνη την τρομακτική ημέρα στην Γιελάμπουγκα, όταν η Μαρίνα Τσβετάγιεβα πήγε το σχοινί με το οποίο ο Μπορίς Παστερνάκ έδεσε την βαλίτσα της για να μην διαλυθεί στο ταξίδι, έφτιαξε μία θηλιά και κρεμάστηκε. Ο Μουρ μόλις είχε γίνει δεκαέξι χρονών.
Αμέσως μετά την κηδεία της μητέρας του, τον έστειλαν στο ορφανοτροφείο της πόλης Τσιστοπόλσκ, ενώ στη συνέχεια έμεινε για ένα μικρό διάστημα στην Μόσχα, από όπου λόγω του πολέμου, τον έστειλαν στη Τασκένδη. Τα επόμενα χρόνια ήταν χρόνια στερήσεων, ανέχειας και, κυρίως, απροσδιοριστίας ως προς το μέλλον. Ο πατέρας του είχε εκτελεστεί, η αδελφή του ήταν φυλακισμένη, οι συγγενείς του μακριά. Μοναδική του παρηγοριά η συναναστροφή με ποιητές και λογοτέχνες, ανάμεσα στους οποίους η Αχμάτοβα με την οποία ανέπτυξε φιλικές σχέσεις και στην οποία αναφέρθηκε με μεγάλο θαυμασμό και σεβασμό στις ημερολογιακές του καταγραφές. Κατά διαστήματα ελάμβανε επιστολές και μικρά χρηματικά ποσά από τη θεία Λίλυ, την αδελφή του πατέρα του Ελιζαβέτα Γιάκοβλεβνα Εφρόν και τον σύζυγό της αδελφής του Μούλια, τον Σαμουήλ Νταβίντοβιτς Γκουρέβιτς.
Το 1943 ο Μουρ κατάφερε να μετακομίσει στη Μόσχα και να γίνει δεκτός στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο. Του άρεσε να γράφει από μικρή ηλικία. Είχε δοκιμάσει να γράψει μυθιστορήματα στη ρωσική και τη γαλλική γλώσσα. Δυστυχώς όμως, η ιδιότητα του φοιτητή του Λογοτεχνικού Ινστιτούτου δεν ήταν επαρκής δικαιολογία για να αποφύγει τη στράτευση. Με το πέρας του πρώτου έτους σπουδών, κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό ως γιος εχθρού του λαού. Αρχικά, τοποθετήθηκε σε τάγμα τιμωρημένων. Στις επιστολές του προς τους συγγενείς περιγράφει τις δύσκολες συνθήκες, τις ύβρεις και τις ταπεινώσεις αλλά και τις διαρκείς συζητήσεις για τη ζωή στη φυλακή. Τον Ιούνιο του 1944 συμμετέχοντας στις πολεμικές επιχειρήσεις του Πρώτου Συγκροτήματος στρατιών της Λευκορωσίας, τραυματίστηκε βαριά κοντά στην πόλη Όρσα. Στο σημείο αυτό χάνεται κάθε επαφή και στοιχείο σχετικά με την τύχη του. Πιθανόν, πέθανε από τα τραύματά του και θάφτηκε σε ομαδικά τάφο. Ένας τέτοιος ομαδικός τάφος βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Ντρούικα και Στρουνεβστσίνα, μα μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί ούτε ο τόπος θανάτου, ούτε η τοποθεσία ταφής του.
Στα λίγα, στα δεκαεννέα χρόνια ζωής που έμελλε να ζήσει ο Γκεόρκι Εφρόν, βίωσε πόνο, τραγωδίες και απώλειες, πολύ περισσότερες από όσες βιώνουν ή μπορούν να αντέξουν άλλοι άνθρωποι. Βίωσε πολύ περισσότερα δεινά και από εκείνα που βιώνουν ήρωες μεγάλων μυθιστορημάτων. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να γράψει τα δικά του, μα θα ήταν άδικο να τον θεωρήσουμε ως έναν αποτυχημένο λογοτέχνη