Written by 12:37 pm Βιβλιοστάσιο

Δημήτρης Μπαλτάς Μιχαήλ Μπαχτιν, Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του

Η μνημειώδης διατριβή του Ρώσου φιλοσόφου Μ. Μπαχτίν (1895-1975) παρουσιάστηκε προσφάτως στην ελληνική, ύστερα από αρκετές δεκαετίες, χάρη στον μεταφραστικό άθλο του Γ. Πινακούλα και την εκδοτική πρωτοβουλία των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.

Αν και ἡ πρώτη μορφή του βιβλίου του Μπαχτίν για τον Φρ. Ραμπελαί (1494-1553) γράφηκε περί το 1940 και ο τίτλος του διδάκτορα απονεμήθηκε στον Ρώσο συγγραφέα το 1952, το βιβλίο του εκδόθηκε τελικά ολοκληρωμένο το 1965. Προσδιορίζοντας δε τον χαρακτήρα της εργασίας του ὁ Μπαχτίν τονίζει ότι αυτή «έχει βασικά ιστορικό-λογοτεχνικό χαρακτήρα, αλλά δεν θέτουμε σα αυτή ευρύτερα αισθητικά ζητήματα, και ειδικά ζητήματα αισθητικής του γέλιου» (σ. 140).

Να σημειώσω εξ αρχής ο,τι, αν και ὁ Μπαχτίν λαμβάνει υπ’ όψιν και ασκεί κριτική στην ραμπελαισιανή βιβλιογραφία μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, στην διατριβή του δεν ασχολείται με στοιχεία του βίου του Ραμπελαί (εκτός της αναφοράς του στην ιατρική παιδεία του Γάλλου συγγραφέα). Ορισμένη έκταση στο βιβλίο του Μπαχτίν καταλαμβάνει η αναφορά στις επιδράσεις πού δέχθηκε ὁ Ραμπελαί (ενδεικτικά βλ. σ. 115, σημ. 63, σ. 411).

Στην εκτενῆ «Εισαγωγή» (σσ. 1-70) τοῦ συγγραφέα τίθενται τα ζητήματα τα οποία θα πραγματευθεί στην συνέχεια. Ας κρατήσουμε εδώ την επισήμανση του Μπαχτιν ότι «ὁ Ραμπελαί είναι αναντικατάστατος για τα τη διείσδυση στην ίδια την βαθιά ουσία της λαϊκής γελαστικής κουλτούρας … Το έργο του είναι πραγματικά μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια της λαϊκής κουλτούρας» (σ. 69. Βλ. και σσ. 527-528), όπως αυτή απεικονίζεται μέσα από τις περιπέτειες των κεντρικών ηρώων του, του Πανταγκρυέλ και του Γαργαντούα.

Το γεγονός ότι «οι ραμπελαισιανές εικόνες είναι εχθρικές προς κάθε σταθερότητα και σοβαρότητα» (σ. 2, σ. 509) συνδέεται αναμφίβολα με την «γελαστική αρχή πού οργανώνει τις καρναβαλικές τελετές» (σ. 8, σσ. 98-100). Τονίζεται εδώ ἡ διαφοροποίηση της «επίσημης γιορτής πού εδραίωνε την σταθερότητα … και παραμόρφωνε την αληθινή φύση της ανθρώπινης εορταστικότητας» από το καρναβάλι «πού γιόρταζε την προσωρινή απελευθέρωση από την κυρίαρχη αλήθεια» (σ. 12. Βλ. ομοίως σ. 113, σ. 247, σ. 254, σ. 318, σ. 468, σ. 547). Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι του Μεσαίωνα, μάλιστα ακόμα και ὁ κατώτερος κλήρος και οι φοιτητές του πανεπιστημίου, μετείχαν και στις δύο αυτές ζωές, την επίσημη και την καρναβαλική. Κυριότερο γνώρισμα της γελαστικής αρχής στον Ραμπελαί είναι, κατά τον Μπαχτίν, ἡ «υλικοσωματική αρχή της ζωής: των εικόνων του ίδιου του σώματος, του φαγητού, του ποτού, των κοπράνων, της σεξουαλικής ζωής» (σ. 23).

Αν και ἡ ιστορία του γέλιου ανάγεται σε εποχή πριν από τον Μεσαίωνα (λ.χ. στό αρχαίο σατυρικό δράμα), ὁ Μπαχτίν τονίζει ότι κυρίως το μεσαιωνικό γέλιο «φώτιζε την συνείδηση του ανθρώπου», διά της νίκης «επί του φόβου ενώπιον του επέκεινα, του ιερού, του θανάτου, κάθε εξουσίας» (σ. 109). Να σημειωθεί πάντως ότι αυτή ἡ υπερνίκηση του φόβου αφορά κατ’ εξοχήν στην λαϊκή κουλτούρα, διότι, εξ αντιθέτου, ἡ «επίσημη κουλτούρα χρησιμοποίησε συχνά, ακόμη και καλλιέργησε, τον φόβο, με στόχο την ταπείνωση και την καταπίεση του ανθρώπου» (σ. 389, σημ. 10). Έτσι η απελευθέρωση από τον φόβο ο οποίος χαρακτηρίζει τούς αγέλαστους και σοβαρούς ανθρώπους αποτελεί ένα βασικό στόχο των επιθέσεων του Ραμπελαί.

Με αφετηρία τις παραπάνω ερμηνευτικές αρχές ὁ Μπαχτίν θα προσεγγίσει στο έργο του Ραμπελαί συγκεκριμένα ζητήματα, τα σημαντικότερα των οποίων είναι, κατά την γνώμη μου, η εκθρόνιση – ενθρόνιση των βασιλέων (σ. 191, σ. 230, σ. 232, σ. 279, σ. 444), οι βρισιές (σ. 191, σ. 218, σ. 408), ἡ διακωμώδηση εκκλησιαστικών αρχών και κειμένων (σ. 193, σ. 212, σ. 264, σ. 383, σ. 406), ἡ γυναίκα (σ. 278) και ὁ θάνατος (σ. 379, σ. 387, σ. 430, σ. 470, σ. 472, σ. 4760). Για την κατανόηση αυτών των ζητημάτων είναι αναγκαίο να προσθέσω ότι εκείνοι πού γελοιοποιεί ὁ Ραμπελαί είναι «οι εκπρόσωποι του παλαιού κόσμου πού πεθαίνοντας γεννά» (σ. 239).
Το 5ο κεφάλαιο του βιβλίου τοy Μπαχτίν ἀναφέρεται στo γκροτέσκο ὕφος γνωρίσματα του οποίου είναι «ἡ μεγαλοποίηση, ο υπερβολισμός, το υπέρμετρο» (σ. 353). Παρενθετικά θα σημειώσω εδώ την διατύπωση του σπουδαίου Ρώσου σκηνοθέτη Βσέβολοντ Μέγιερχολντ (1874-1940) ότι «το γκροτέσκο περιφρονώντας χωρίς συμβιβασμούς τις κάθε ε;iδους μικρολεπτομέρειες δημιουργεί όλη την πληρότητα της ζωής … Το γκροτέσκο ανακατεύει τα αντίθετα, δημιουργώντας ενσυνείδητα την οξύτητα των αντιθέσεων και παίζοντας μόνο με την δική του ιδιορρυθμία (Κείμενα για το θέατρο, τ. Α΄, μετ. Ἀ. Βογιάζος, Ιθάκη, Αθήνα 1982, σ. 144). Αναφερόμενος λοιπόν ὁ Μπαχτίν στον Ραμπελαί, δείχνει ότι το πρόσωπο, το στόμα, η κοιλιά και ο φαλλός, το φαγητό και το πιοτό παίζουν τον σημαντικότερο ρόλο στο γκροτέσκο σώμα (σσ. 366-368). Συμπεραίνει δε ὁ Μπαχτίν ότι «το γκροτέσκο σώμα συνυφαίνεται όχι μόνο με τα κοσμικά αλλά και με τα κοινωνικο-ουτοπικά μοτίβα, πάνω από όλα, με το μοτίβο της αλλαγής των εποχών και της ιστορικής ανανέωσης της κουλτούρας» (σ. 376).

Εάν το έργο του Ραμπελαί απεικονίζει την λαϊκή γελαστική κουλτούρα της εποχής του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, έχει επίσης ενδιαφέρον να δούμε την εορταστικότητα και το γέλιο στις συνθήκες του συγχρόνου αστικού πολιτισμού μας. Ο ίδιος ο Μπαχτίν υποστηρίζει σχετικά ότι «ἡ εορταστικότητα στις συνθήκες της αστικής κουλτούρας απλώς στένεψε και διαστρεβλώθηκε, αλλά δεν πέθανε» (σ. 320). Για παράδειγμα, ἡ σύγχρονη ἑορταστικότητα δεν στηρίζεται στην «ελευθερία από τις λεκτικές νόρμες, από τις καθιερωμένες γλωσσικές ιεραρχίες» (σ. 547), όπως βεβαίως συμβαίνει στο έργο του Ραμπελαί. Διότι, για τον Μπαχτίν, ὁ Ραμπελαί «δεν μιλούσε στην γλώσσα των εννοιών, αλλά στην γλώσσα των λαϊκών-γελαστικών εἰκόνων» (σ. 509). Πάντως, νομίζω ότι σήμερα, στις συνθήκες τόσο του ιδιωτικού όσο και του συλλογικού βίου, απουσιάζουν οι ευωχικές-γελαστικές εικόνες, όπως τις παρουσιάζει ὁ Ραμπελαί και τις ερμηνεύει ὁ Μπαχτίν. Γίνονται βεβαίως ακόμη, ανά τον κόσμο, γιορτές καρναβαλιού, αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την καρναβαλοποίηση του λόγου και εν γένει της ζωής, όπως την επεδίωξε ο Ραμπελαί και την ανέδειξε ὁ Μπαχτίν.

Το βιβλίο του Μπαχτίν παραμένει μία ενδιαφέρουσα και με συναρπαστικό τρόπο γραμμένη ερμηνευτική του ραμπελαισιανοῦ έργου, με πρωτοτυπία αξεπέραστη.

Μιχαήλ Μπαχτίν, Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του. Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης

Mτφ. Γ. Πινακούλας

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Ηράκλειο 2017

σελ. 575

Ο Δημήτριος Μπαλτάς γεννήθηκε στον Βόλο το 1970. Το διάστημα 1987-1991 σπούδασε κλασσική φιλολογία στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2002 ανεκηρύχθη διδάκτωρ της φιλοσοφίας με θέμα «Οντολογικά ζητήματα στο έργο του Γεωργίου Παχυμέρη». Ασχολείται με ζητήματα βυζαντινής και ρωσικής φιλοσοφίας. Βιβλία: Ρώσοι φιλόσοφοι (2002), Sergius Boulgakoff (2005), Σταθμοί της ρωσικής φιλοσοφίας (2007), Τομές στην ρωσική σκέψη (2008), Ντοστογιέφσκι. Ζητήματα φιλοσοφικής ανθρωπολογίας (2010), Η Ρωσία του Νικολάϊ Γκόγκολ (2011), Μαρτυρολόγιο. Συγγραφείς και καλλιτέχνες στο στόχαστρο της σοβιετικής εξουσίας (2014). Ασχολείται, επίσης, και με τη μετάφραση. Πρόσφατο μεταφραστικό του πόνημα (2015) «Η αρίστη αυτοκρατορία» του Γιαροσλάβ Πελικάν. Είναι τακτικός συνεργάτης και πολύτιμος σύμβουλος της διεύθυνσης της «Στέπας».

(Visited 1 times, 1 visits today)
Close