Δεν ήμασταν κοντά, μέχρι που το θανατικό
Κλείδωσε με βέργες τα σπίτια,
δεν έβγαλε την ψυχή από τα πράγματα,
δεν κρύφτηκε στο Μπορντό ή στο μπορς.
Μαζέψαμε μικροπράγματα, ημερολόγια,
Γράψαμε ποιήματα για περιοδικά,
Κεράσαμε στάρι τα Χριστούγεννα
Και δεν υποπτευόμασταν κανένα.
Άξιζε τον κόπο.
Έφτανε όμως να αντέχεις,
Να τρέμεις/να συγκρατείς, μέχρι που έφαγε η σκουριά
Όχι τα άδεια καράβια των κορμιών μας,
Ούτε της στάχτη της νανουρισμένης γης.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©
Мы не были близки, пока чума
не заперла на прутики дома,
не выловила душу из вещей,
не спряталась в Бордо или в борще.
Мы собирали мелочь, дневники,
плели для периодики стихи,
пшеницей угощали в Рождество
и не подозревали никого.
А стоило.
А стоило держать,
дрожать/удерживать, пока не съела ржа
ни наших тел пустые корабли,
ни пепел убаюканной земли.