Τώρα θα κλείσω το κούμπωμα της τσάντας και θα γίνει η έκρηξη.
Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι στο εσωτερικό της μεταλλικής γλωσσίτσας ενός εκλεπτυσμένου γυναικείου αξεσούαρ από δέρμα κροκόδειλου υπάρχει ένας σβώλος ισχύος, ικανής να διαμελίσει τα ανθρώπινα κορμιά.
Οι άντρες της ιδιωτικής ασφάλειας μου έκαναν σωματική έρευνα στην είσοδο και με άφησαν να περάσω. Δεν βρήκαν τίποτα. Είμαι απλά μία δημοσιογράφος που παίρνει συνεντεύξεις.
Η ασφάλεια του προέδρου περικύκλωσε το αεροδρόμιο με ένα πυκνό δίχτυ ασφαλείας, εγώ όμως χαμογελούσα ήρεμα στον ήλιο, γιατί πίστευα πως τα αδέλφια μου περιμένουν το σύνθημα, ξαπλωμένοι στο παχή χορτάρι: θα επιτεθούν, μόλις ανατιναχθεί η βόμβα.
Η δική μου αποστολή ήταν να πλησιάσω όσο γίνεται πιο πολύ τον εχθρό.
Φορώντας ένα ανάλαφρο λευκό φόρεμα και ένα πανέμορφο μαύρο σακάκι, έμοιαζα σαν να είχα μόλις κατέβει από την εξέδρα επίδειξης μόδας στο Μιλάνο. Πριν κλείσω το κούμπωμα, πήρα μία βαθιά ανάσα ζεστού αέρα και κοίταξα στο γαλάζια βουνά. Έχετε γεια!
Στα στρατόπεδα βασάνιζαν τους φίλους μου. Έπρεπε να εκδικηθούμε: οφθαλμό αντί οφθαλμού, αίμα για αίμα· αυτό μας δίδαξε ο Μωυσής. Έτσι εκδικήθηκαν τους δώδεκα Τσετσένους ήρωες τον χειμώνα του 1995, όταν έπεφταν κάτω από τα ρωσικά τεθωρακισμένα για να τα ανατινάξουν.
Έτσι θα εκδικηθώ κι εγώ.
– Θυμάστε τους κανόνες του πρωτοκόλλου; – με ρώτησε κάποιος που φορούσε γκρίζα καμπαρντίνα. – Μέχρι να σας που να καθίσετε, θα παραμένετε όρθια. Τώρα θα έρθει.
– Καλώς. Ευχαριστώ.- απάντησα, με ένα αίσθημα σιχασιάς για τον ίδιο μου τον εαυτό.
Η αληθινή μας γλώσσα είναι διαφορετική, είναι βραχνή, άγρια, ψάχνει στηρίγματα στην ηχώ της, σαν τον κάλεσμα των πουλιών τα βουνά, αυτά όμως ήταν ξένα, νεκρά λόγια. Οι εχθροί είναι στη γη μας. Πρέπει να πολεμήσουμε και να πεθάνουμε. Ο Ντουντάγιεφ είχε πει: «Ο σκλάβος που δεν θέλει να ελευθερωθεί, είναι άξιος για διπλή σκλαβιά».
Έπρεπε να προλάβω να φωνάξω ακόμη «Δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από τον Αλλάχ», μα δεν πρόλαβα. Ένιωσα το κάψιμο της σφαίρας στο στήθος. Χάνοντας τις αισθήσεις μου, ενεργοποίησα τα εκρηκτικά. Αυτό ήταν όλο.
– Έγινα σαχίντ!
Ψέματα λες!- το αντιπαθητικό αγοράκι που το έλεγαν Ισλαμ, βγήκε κάτω από τον σκουπιδοτενεκέ, κρατώντας ένα αυτόματο παιχνίδι. Ήταν ο αρχηγός της ασφάλειας του Ρώσου προέδρου και κατά την διάρκεια του παιχνιδιού τον φωνάζαμε Βάσια.
– Σε σκότωσα νωρίτερα, όταν υποπτεύτηκα ότι κάτι τρέχει. Είμαι της παλιάς σχολής της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. Δεν πρόλαβες να ενεργοποιήσεις τον πυροκροτητή!
– Τα εκρηκτικά ανατινάχτηκαν όμως και όλοι γύρω σκοτώθηκαν. Δεν μπορείς να μιλάς, είσαι μακαρίτης!
– Εσύ είσαι μακαρίτισσα!-απάντησε η Κάτια, ο ελεύθερος σκοπευτής.
Η Κάτια καθόταν στην σκεπή του κοτετσιού, η οποία προστατευόταν από ένα γερό σιδερένιο πλέγμα: τα παλιά τα χρόνια, πριν τον πόλεμο, εκεί αποθήκευαν τις πατάτες και τα καρπούζια. Στο πρόσωπο του κοριτσιού έπεφτε το δυνατό φως του ήλιου κι εκείνο αναγκάστηκε να μισοκλείσει τα μάτια του, γιατί δεν άντεχε.
– Όχι, η Πωλίνα έχει δίκιο. Νικήσαμε…- είπε σηκώνοντας τα δεμένα με τριχιά χέρια της σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αδικία, η φίλη μου η Χαβά.
Έτρεξα να την λύσω, γιατί έπρεπε να βρίσκεται στους ουρανούς και να συναντάει τους αγγέλους.
– Δεν έχεις δικαίωμα!- ούρλιαζε ο Ισλάμ – Βάσια, πυροβολώντας εναντίον μας με τον αυτόματο: – Μπαμ-μπαμ -μπα! Ο Μαγκομέντ από την Ιτσκερία ξεπρόβαλε από το χορτάρι και του έριξε μία σφαλιάρα.
Θα μαλώναμε, μάλλον, μέχρι το απόγευμα για το ποιος φταίει και ποιος έχει δίκιο, κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο του 1996, αν δεν ερχόταν μάνα του Ανίν, η θεία Ζένια. Η δωδεκάχρονη Άνια έκανε το εξωγήινο σκάφος, το οποίο παρακολουθούσε τις κινήσεις των «φτωχών αλόγων» από τον ουρανό. Δεν είχε πάρει το μέρος κανενός. Η θεία Ζένια βγήκε στο μπαλκόνι και βλέποντας ότι έχουμε μαζευτεί στο γκαράζ και μαλώνουμε, ποιος είναι «μαχητής» και ποιος «Ρώσος στρατιώτης» αλλά και πως να γίνουμε σαχίντ, φώναξε:
– Κερνάω σαντουϊτσάκια με μαρμελάδα!
Αμέσως, ξεχάσαμε το παιχνίδι και τρέξαμε στον δεύτερο όροφο. Η καλή θεία Ζένια είχε αποθέματα στο υπόγειο. Άνοιξε δύο δοχεία του ενός λίτρου με μαρμελάδα από βατόμουρα και βερίκοκο! Μπορούσαμε να αλείψουμε με το κουτάλι όσο ήθελε η ψυχή μας, πάω στο φρεσκοψημένο ψωμί. Δεν ξέραμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον και αθώα πιστεύαμε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει, έγινε απλά ένα ανόητο παιχνίδι, παρόλο που ακόμη στους δρόμους της πόλης μας, ακούγονταν πυροβολισμοί.
– Εμένα μου έτυχε σαντουϊτσάκι με συμπυκνωμένο γάλα!
Έσυρα το κουτάλι μου στον πάτο της κονσέρβας και το έδειξα περήφανη στην Χάβα, η οποία είχε πασαλειφτεί με μαρμελάδα βερίκοκο και στα δύο της μάγουλα.
– Δεν περίσσεψε για σας συμπυκνωμένο γάλα!
– Είσαι τυχερή, γιατί είσαι στον παράδεισο,- είπε χολερικά ο Ισλάμ – Αφού έγινες σαχίντ!
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©
Δημοσιεύτηκε στο τεύχος # 11 της Στέπας