Δύο είμαστε στο δωμάτιο: ο σκύλος μου κι εγώ. Στην αυλή λυσσομανάει μια τρομερή, ασταμάτητη θύελλα.
Ο σκύλος κάθεται μπροστά μου και με κοιτάζει κατάματα.
Κι εγώ τον κοιτάζω στα μάτια.
Σα να θέλει κάτι να μου πει. Είναι μουγκός, δεν έχει λόγια, δεν μπορεί τον εαυτό του να καταλάβει, μα μπορώ εγώ.
Καταλαβαίνω πως ετούτη τη στιγμή εκείνος κι εγώ το ίδιο αίσθημα έχουμε, πως δεν έχουμε, ανάμεσα μας, την παραμικρή διαφορά. Είμαστε γιορτινοί: σε καθένα από μας, μέσα του φέγγει η ίδια τρεμάμενη φλόγα.
Θα έρθει ο θάνατος, θα κουνήσει τη μεγάλη παγωμένη του φτερούγα… και τέλος!
Ποιος μετά θα ψάξει να δει ποια φλόγα έκαιγε στον καθένα από εμάς;
Όχι! Δεν είναι το ζώο και δεν είναι ο άνθρωπος που βλέμματα ανταλλάσουν…
Είναι δυο ζευγάρια ομοιόμορφων ματιών που είναι στραμμένα το ένα στο άλλο.
Και σε καθένα από τούτα τα ζευγάρια, στου ζώου και στου ανθρώπου, η ίδια ζωή προσκολλάται φοβισμένα στην άλλη.
Φεβρουάριος 1878
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©