Written by 10:50 am Αργυρός αιώνας, Δοκίμιο, Ιστορία

Ισάϊα Μπερλίν Συναντήσεις με Ρώσους συγγραφείς το 1945 και 1956

Το καλοκαίρι του 1945 – όταν εργαζόμουν ως γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον – μου ανακοίνωσαν πως για μερικούς μήνες θα με αποσπάσουν στη Μόσχα: στην αντιπροσωπεία μας στη Μόσχα υπήρχε έλλειψη προσωπικού. Προφανώς ο κλήρος έπεσε σ’ εμένα λόγω των γνώσεων που είχα στην ρωσική γλώσσα, καθώς επίσης και λόγω της συμμετοχής μου πριν από μερικά χρόνια στη συνδιάσκεψη του Σαν Φραντσίσκο, όπου έμαθα τις ιδιαιτερότητες της επίσημης και ανεπίσημης σχέσης της Αμερικής με την Σοβιετική Ένωση. Θα έπρεπε να παραμείνω στη Μόσχα περίπου μέχρι την έλευση του νέου χρόνου, μέχρι να βρεθεί ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε καλύτερες επαγγελματικές δεξιότητες για την προσωρινά ανατεθείσα σ’ εμένα εργασία.

Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Και παρόλο που η συνδιάσκεψη στο Πότσδαμ δεν κατόρθωσε να διευθετήσει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα κράτη που κέρδισαν τον πόλεμο, η κοινή διάθεση στους επίσημους κύκλους της Ουάσινγκτον και του Λονδίνου ήταν αισιόδοξη, ενώ ο Τύπος και ο πληθυσμός κάθε άλλο παρά ενθουσιώδεις ήταν. Η εξαιρετική ανδρεία και αυτοθυσία των σοβιετικών ανθρώπων στον πόλεμο κατά του Χίτλερ ξεσήκωσαν κατά το δεύτερο μισό του 1945 ένα κύμα συμπάθειας προς τη Σοβιετική Ένωση, το οποίο σκέπασε εν πολλοίς την κριτική κατά του σοβιετικού συστήματος και των μεθόδων του. Παντού, στον κόσμο, οι άνθρωποι επιδίωκαν την αλληλοκατανόηση και τη συνεργασία. Και να, εγώ, συμμεριζόμενος απολύτως αυτές τις διαθέσεις, έφτασα στη Μόσχα.

(…)

Aς επιστρέψουμε όμως στην πρώτη μου συνάντηση με τον ποιητή (εκείνη μισούσε την λέξη «ποιήτρια»), το 1945 στο Λένινγκραντ. Έγινε κατά τον εξής τρόπο. Είχα ακούσει ότι τα επονομαζόμενα σπάνια βιβλία στο Λένινγκραντ ήταν πολύ πιο φτηνά απ’ ό,τι στην Μόσχα. Ο τρομερός λιμός κατά τη διάρκεια της πολιορκίας υποχρέωσε τους ανθρώπους, πρώτα απ’ όλα τους γέρους διανοούμενους, να ανταλλάσσουν τις λογοτεχνικές τους συλλογές με ψωμί. Συχνά, οι πολιορκούμενοι, εξαντλημένοι και αδύναμοι, δεν ήταν σε θέση να κουβαλήσουν τους βαρείς τόμους, γι’ αυτό και τους έσκιζαν σε μεμονωμένες σελίδες ή κεφάλαια. Τα αποσπάσματα αυτά, καθώς επίσης και τα βιβλία που σώθηκαν, τώρα πια ήταν προς πώληση στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Σε κάθε περίπτωση, ετοιμαζόμουν να πάω στο Λένινγκραντ, για να δω την πόλη, στην οποία είχα περάσει τέσσερα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας. Η δυνατότητα να βρω και να αγοράσω βιβλία έκανε το ταξίδι αυτό ακόμη πιο γοητευτικό. Ύστερα από τις αναγκαστικές τυπικές διαδικασίες έλαβα την άδεια να διαμείνω δύο ημέρες στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Στο ταξίδι με συνόδευε η εκπρόσωπος του Βρετανικού Συμβουλίου στη Σοβιετική Ένωση δεσποινίς Μπρέντα Τρίππ, μια γοητευτική και καλλιεργημένη γυναίκα, χημικός στο επάγγελμα. Μια γκρίζα μέρα του Νοεμβρίου έφτασα στην πόλη του Νέβα.

Είχα να επισκεφτώ το Λένινγκραντ από το 1919, όταν η οικογένειά μου έλαβε την άδεια να επιστρέψει στη γενέθλια πόλη μας, τη Ρίγα, την πρωτεύουσα τότε της ανεξάρτητης Δημοκρατίας. Αμέσως κατά τρόπο αναπάντεχο ξύπνησαν μέσα μου ένα σωρό ζωηρές αναμνήσεις: εντελώς ξαφνικά για μένα συγκινήθηκα βλέποντας τους δρόμους, τα κτίρια, τα μνημεία, τις πλατείες κοντά στο ποτάμι και την αγορά. Αλησμόνητη παρέμεινε η αίσθηση που είχα όταν επισκέφτηκα το σπίτι, όπου έζησα κάποτε με την οικογένειά μου. Είδα ξανά τον μισογκρεμισμένο φράχτη, το μικρό μαγαζάκι, όπου κάποτε καθάριζαν τα σαμοβάρια, και την εσωτερική αυλίτσα, το ίδιο βρώμικη και παρατημένη, όπως τότε, τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια.  Μεμονωμένα επεισόδια και περιστατικά της παιδικής μου ηλικίας ανασύρθηκαν στη μνήμη μου τόσο καθαρά, θαρρείς και επρόκειτο για τη σημερινή μου πραγματικότητα. Περιδιάβαινα τη θρυλική πόλη και ένιωσα μέρος του θρύλου που ζωντάνεψε και την ίδια στιγμή ήμουν ένας απλός παρατηρητής.

Ανεξάρτητα από τις μεγάλες καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια του πολέμου, η πόλη προκαλούσε εκπληκτική εντύπωση (επισκεπτόμενος το Λένινγκραντ ύστερα από έντεκα χρόνια, το  βρήκα σχεδόν ανοικοδομημένο πλήρως). Κατευθύνθηκα προς τον βασικό σκοπό του ταξιδιού μου – «Το στέκι των συγγραφέων» στην λεωφόρο Νιέφσκι. Το βιβλιοπωλείο αυτό ήταν τότε (νομίζω ότι εξακολουθεί και σήμερα να είναι) χωρισμένο σε δύο τμήματα. Στο πρώτο τα βιβλία βρίσκονταν πίσω από τον πάγκο, ενώ στο δεύτερο, σε βιβλιοθήκες. Στο δεύτερο τμήμα είχαν πρόσβαση μόνο γνωστοί συγγραφείς, δημοσιογράφοι και άλλα προνομιούχα πρόσωπα. Εγώ και η δεσποινίς Τρίππ, όντας αλλοδαποί, είχαμε το δικαίωμα να επισκεφτούμε τα άγια των αγίων. Κοιτώντας βιβλία, άρχισα να συνομιλώ με έναν από τους πελάτες, ο οποίος ξεφύλλιζε ποιητικές συλλογές. Αποδείχτηκε πως ήταν ένας αρκετά γνωστός κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας. Συζητήσαμε για τα τελευταία γεγονότα. Ο συνομιλητής μου, μου περιέγραψε τα τρομερά χρόνια της πολιορκίας, τα οποία τόσα πολλά δεινά επέφεραν τους κατοίκους του Λένινγκραντ. Μου είπε ότι πολλοί πέθαναν από την πείνα και το κρύο, εκείνοι όμως που ήταν νεότεροι και πιο δυνατοί επέζησαν, ενώ μέρος του πληθυσμού εκκενώθηκε.  Τον ρώτησα για την τύχη των συγγραφέων του Λένινγκραντ. Μου απάντησε με ερώτηση: «Έχετε υπόψη σας τον Ζόσενκο και την Αχμάτοβα;». Η φράση αυτή με εξέπληξε: η Αχμάτοβα μου φαινόταν μια φιγούρα από το μακρινό παρελθόν. Ο Μορίς Μπάουρα[3], ο οποίος είχε μεταφράσει ποιήματά της, είχε να μάθει νέα της από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. «Μην μου πείτε πως η Αχμάτοβα ζει;». «Η Αχμάτοβα Άννα Αντρέγιεβνα; Μα, φυσικά! Ζει εδώ κοντά, στο σπίτι στην Φοντάνα. Θέλετε να σας γνωρίσω μ’ αυτήν;». Για μένα ήταν το ίδιο με το να δω την Χριστίνα Ροσσέτι, και από την ταραχή μου δεν μπορούσα να μιλήσω. «Μα, φυσικά, – ψέλλισα, – το θέλω πολύ!». Ο νέος μου γνωστός αμέσως ανταποκρίθηκε λέγοντας: «Τώρα θα της τηλεφωνήσω». Επέστρεψε και συμφωνήσαμε στις τρεις η ώρα το μεσημέρι να συναντηθούμε στο βιβλιοπωλείο ώστε να επισκεφτούμε μαζί την Αχμάτοβα. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, ρώτησα την δεσποινίδα Τρίππ αν θέλει να έρθει μαζί μας, αλλά εκείνη είχε ήδη κανονίσει να πάει σε μια άλλη συνάντηση.

Την προκαθορισμένη ώρα ήμουν ξανά στο βιβλιοπωλείο, και ξεκινάμε μαζί με τον κριτικό να περπατάμε πάνω στη γέφυρα Ανίτσκοβα, να στρίβουμε αριστερά και να ακολουθούμε την παρόχθια Φοντάνκα. Το σπίτι στην Φοντάνα, το πρώην παλάτι Σερεμέτιεφ, ένα εκπληκτικό κτίριο σε στυλ μπαρόκ  με ορειχάλκινες πόρτες που είχαν εξαιρετικά εκλεπτυσμένα χαρακτικά, και για τις οποίες φημίζεται το Λένινγκραντ, βρισκόταν στο κέντρο μιας ευρύχωρης αυλής, η οποία θύμιζε λίγο την τετράγωνη αυλή του πανεπιστημίου στην Οξφόρδη ή στο Κέμπριτζ. Ανεβήκαμε τη σκοτεινή σκάλα στον τελευταίο όροφο και βρεθήκαμε στο δωμάτιο της Αχμάτοβα. Το δωμάτιο ήταν επιπλωμένο πολύ φτωχικά, προφανώς, πολλά πράγματα θα υποχρεώθηκε να τα πουλήσει κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Από έπιπλα υπήρχε μόνο ένα μικρό τραπέζι, τρεις ή τέσσερις πολυθρόνες, ένα ξύλινο σεντούκι και ένα ντιβάνι. Πάνω από το τζάκι υπήρχε ένα σκίτσο του Μοντιλιάνι. Η μεγαλοπρεπής γκριζομάλλα κυρία με ένα λευκό σάλι ριγμένο στους ώμους της σηκώθηκε αργά για να μας χαιρετήσει.

Αυτή η μεγαλοπρέπεια της Άννας Αντρέγιεβνα Αχμάτοβα εκδηλωνόταν στις αργές κινήσεις της, στην ευγενική στάση της κεφαλής της, στα όμορφα και ελαφρώς αυστηρά χαρακτηριστικά της, καθώς επίσης και στην έκφραση του προσώπου της που φανέρωνε μια βαθιά θλίψη. Υποκλίθηκα, όπως άρμοζε στην περίσταση. Νόμιζα πως ευχαριστούσα τη βασίλισσα για την τιμή να με δεχτεί. «Οι δυτικοί αναγνώστες», είπα, «θα χαρούν, αναμφίβολα, όταν μάθουν ότι η Αχμάτοβα είναι καλά στην υγεία της, στον βαθμό που εδώ και πολλά χρόνια δεν έχουν νέα της». «Μα πώς», απάντησε η Άννα Αντρέγιεβνα, προσφάτως δημοσιεύτηκε ένα άρθρο για μένα στο ‘‘Dublin Review’’, νομίζω δε πως για την ποίησή μου κάποιος γράφει διατριβή στην Μπολόνια».

Κατά τη συνάντησή μας ήταν παρούσα και μια φίλη της Αχμάτοβα, μια κομψή κυρία, αριστοκρατικής εμφάνισης. Για μερικά λεπτά είχαμε οι τρεις μας μια σοβιετικού τύπου συζήτηση. Η Άννα Αντρέγιεβνα με ρώτησε ποια ήταν η εντύπωση που προκάλεσαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί στο Λονδίνο. Της απάντησα, προσπαθώντας να μιλάω καθαρά και λεπτομερώς, θέλοντας να ξεπεράσω την αμηχανία που μου προκαλούσαν οι βασιλικοί της τρόποι. Ξαφνικά άκουσα κάποια φωνή από τον δρόμο να φωνάζει το όνομα μου. Δεν απάντησα, πεπεισμένος ότι αυτό μου φάνηκε, αλλά οι φωνές συνεχίστηκαν και η λέξη «Ισάια» ακουγόταν πια ολοένα και πιο καθαρά.

Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα έναν άνθρωπο, κι αμέσως αναγνώρισα τον Ραντόλφ Τσόρτσιλ, γιο του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Έμοιαζε με γερά μεθυσμένο φοιτητή, στεκόταν στη μέση της μεγάλης αυλής και φώναζε δυνατά το όνομά μου. Πάγωσα, κυριολεκτικά ένιωσα τα πόδια μου καρφωμένα στο πάτωμα, μουρμούρισα συγγνώμη και άρχισα να κατεβαίνω γρήγορα τη σκάλα, με μοναδική σκέψη να εμποδίσω τον νέο επισκέπτη να ανέβει στο δωμάτιο της Αχμάτοβα. Ο συνοδός μου ο κριτικός, ανήσυχος, με ακολούθησε. Όταν φτάσαμε στην αυλή, ο Τσόρτσιλ, άρχισε να μας χαιρετάει χαρούμενος και με γοργά βήματα κατευθύνθηκε προς το μέρος μας. «Υποθέτω πως δεν έχετε ακόμη γνωριστεί με τον κύριο Ράντολφ Τσόρτσιλ;», είπα μηχανικά, απευθυνόμενος στον κριτικό. Εκείνος πάγωσε, η έκφραση ταραχής στο πρόσωπό του έδωσε τη θέση της στη φρίκη, θαρρείς κι άξαφνα δέχτηκε μια ριπή παγωμένου αγέρα. Δεν τον ξαναείδα ποτέ, αλλά άκουσα ότι τα έργα του εξακολουθούν κι εκδίδονται στην Σοβιετική Ένωση, πράγμα από το οποίο συμπέρανα ότι εκείνη η συνάντηση δεν του προκάλεσε κανένα κακό. Ποτέ δεν είχα προσέξει να με παρακολουθούν, αλλά δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι παρακολουθούσαν τον Ράντολφ Τσόρτσιλ. Αμέσως ύστερα από αυτό το περιστατικό άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι μια ξένη αντιπροσωπεία έφτασε στο Λένινγκραντ με σκοπό να πείσει την Άννα Αχμάτοβα να εγκαταλείψει τη Ρωσία και ότι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, θαυμαστής από χρόνια της Αχμάτοβα, έστειλε ειδικό αεροπλάνο για να τη φέρει στην Αγγλία και άλλες φαιδρότητες.

Είχα να δω τον Ράντολφ από τα φοιτητικά μας χρόνια στην Οξφόρδη. Βιαστικά τον απομάκρυνα από το σπίτι στη Φοντάνα και τον ρώτησα τι σημαίνουν όλα αυτά. Εκείνος μου διηγήθηκε ότι το τελευταίο διάστημα εργάζεται στη Μόσχα ως συνεργάτης μιας αμερικανικής εφημερίδας. Είχε έρθει για δουλειά στο Λένινγκραντ και η πρώτη του φροντίδα ήταν να βάλει στο ψυγείο μια κονσέρβα χαβιάρι που μόλις είχε αγοράσει. Ο Ράντολφ δεν μιλούσε καθόλου Ρωσικά, ενώ ο μεταφραστής του είχε εξαφανιστεί. Αναζητώντας ανεπιτυχώς βοήθεια, συνάντησε τυχαία τη Μπρέντα Τριππ. Όταν εκείνη τον ενημέρωσε ότι βρίσκομαι στο Λένινγκραντ, ο Τσόρτσιλ χάρηκε ιδιαίτερα, στον βαθμό που αποφάσισε ότι εγώ μπορώ θαυμάσια να αντικαταστήσω τον μεταφραστή του. Δυστυχώς, η Μπρέντα από απροσεξία τον ενημέρωσε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή βρίσκομαι στο παλάτι του Σερεμέτιεφ. Ο Τσόρτσιλ κατευθύνθηκε προς τα εκεί και, χωρίς να γνωρίζει ακριβώς, σε ποιο διαμέρισμα βρίσκομαι, εφάρμοσε την ιδιαίτερα δημοφιλή μέθοδο στην Οξφόρδη, αρχίζοντας να φωνάζει το όνομά μου. «Και δούλεψε», συμπέρανε, χαμογελώντας νικηφόρα. Εγώ, απαλλάχτηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα από αυτόν, και έχοντας μάθει στο βιβλιοπωλείο, το νούμερο τηλεφώνου της Αχμάτοβα έσπευσα να της τηλεφωνήσω. Της εξήγησα τις αιτίες της ξαφνικής μου αναχώρησης, ζήτησα συγγνώμη και τη ρώτησα αν μπορώ να την επισκεφτώ ξανά. Εκείνη μου απήντησε: «Σήμερα το βράδυ, στις εννέα».

Όταν την προκαθορισμένη ώρα διάβηκα και πάλι το κατώφλι του δωματίου της Άχμάτοβα, βρήκα εκεί μία από τις μαθήτριες του δεύτερου συζύγου της, του Σιλέικο, ο οποίος ήταν ειδικός στις ανατολικές σπουδές – μια καλλιεργημένη κυρία, η οποία με βομβάρδισε με ερωτήσεις για τα αγγλικά πανεπιστήμια και το δυτικό εκπαιδευτικό σύστημα. Όλα αυτά προφανώς δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για την Αχμάτοβα, και εκείνη παρέμενε σιωπηλή. Στο τέλος, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα η επισκέπτρια έφυγε και η Αχμάτοβα άρχισε να με ρωτάει για τους διάφορους φίλους της, οι οποίοι είχαν διαφύγει στη Δύση, ελπίζοντας ότι τους γνωρίζω προσωπικά. (Αργότερα μου αφηγήθηκε ότι διαισθητικά ένιωθε ότι όντως τους γνώριζα και ότι η διαίσθησή της δεν την πρόδωσε ποτέ). Και δεν είχε κάνει λάθος. Συζητήσαμε για τον συνθέτη Αρτούρ Λουριέ, με τον οποίο είχα συναντηθεί στην Αμερική κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήταν καλός φίλος της Αχμάτοβα και είχε γράψει μουσική για ορισμένα ποιήματα, δικά της και του Μαντελστάμ, για τον ποιητή Γκεόργκι Ανταμόβιτς,  για τον Μπορίς Ανρέπ που ασχολείτο με ψηφιδωτά, τον οποίο δεν γνώριζα, παρά μόνο είχα ακούσει γι’ αυτόν ότι στο πάτωμα της Εθνικής Πινακοθήκης είχε φτιάξει τα πορτρέτα διασήμων όπως του Μπέρτραντ Ράσσελ, της Βιρτζίνια Γούλφ, της Γκρέτα Γκάρμπο, του Κλάιβ Μπελ, της Λυδίας Λοπουχόβα και άλλων. (Είκοσι χρόνια αργότερα μπόρεσα να πω στην Αχμάτοβα ότι ο Ανρέπ πρόσθεσε σε αυτά τα ψηφιδωτά και το δικό της πορτρέτο με τίτλο «Συμπόνια».) Η Άννα Αχμάτοβα με άκουγε με πολλή προσοχή: οι τύχες των πρώην φίλων και γνωστών της την συγκινούσαν προφανώς και την ενδιέφεραν πολύ. Μου έδειξε ένα δαχτυλίδι με μια μαύρη πέτρα, το οποίο ο Ανρέπ της είχε χαρίσει το 1917. Με ρώτησε για τη Σαλομέ Γκαλπέρν, το γένος Αντρόνικοβα, την οποία γνώριζε ακόμη από την Αγία Πετρούπολη πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η διάσημη καλλονή, η οποία διέπρεψε στους κοσμικούς κύκλους για την ευφυΐα και την γοητεία της, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με πολλούς ζωγράφους και ποιητές εκείνης της εποχής. Άκουσα από την Αχμάτοβα (αυτό ειδικά το γνώριζα) ότι ο Μαντελστάμ ήταν ερωτευμένος με τη Σαλομέ, της είχε αφιερώσει ένα από τα καλύτερά του ποιήματα. Ήξερα πολύ καλά την Σαλομέ Νικολάγιεβνα και τον σύζυγό της Αλεξάντρ Γιάκοβλεβιτς Γκαλπέρν και της αφηγήθηκα ορισμένα περιστατικά της ζωής τους, του κύκλου τους και των απόψεών τους. Η Αχμάτοβα ενδιαφέρθηκε επίσης για τη Βέρα Στραβίνσκαγια, σύζυγό του συνθέτη, την οποία εγώ ακόμη τότε δεν γνώριζα προσωπικά, και έτσι μόνο στην επόμενη συνάντησή μας το 1965 στην Οξφόρδη, μπόρεσα να μεταφέρω κάποια πληροφορίες γι’ αυτήν. Η Αχμάτοβα μου μίλησε για τα ταξίδια της στο Παρίσι πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, για τη φιλία της με τον Αμαντέο Μοντιλιάνι, το σκίτσο του οποίου ήταν μπροστά μου πάνω από το τζάκι (τα υπόλοιπα σκίτσα του χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας), για την παιδική της ηλικία στην όχθη της θάλασσας,  λέγοντας γι’ αυτή πως ήταν μια ειδωλολατρική γη  βαπτισμένη με μια παντελώς ξένη προς τη Ρωσία κουλτούρα, όπου ένιωσε πολύ κοντά σε κάτι το αρχαίο, μισοελληνικό, μισοβάρβαρο. Η Αχμάτοβα μου διηγήθηκε για τον πρώτο της σύζυγο, τον ποιητή Γκουμιλιόφ, ο οποίος διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη του ποιητικού της ταλέντου. Ο Γκουμιλιόφ θεωρούσε τον γάμο δύο ποιητών ανοησία και δεν άφηνε ανεκμετάλλευτη ευκαιρία να μιλάει επικριτικά για τα ποιήματα της συζύγου του· η αλήθεια όμως είναι ότι αυτό δεν το έκανε ποτέ δημόσια. Μια φορά, όταν επέστρεψε για άλλη μια φορά από την Αβησσυνία (η οποία ήταν το κεντρικό θέμα πολλών εκπληκτικών εξωτικών του ποιημάτων), στον σιδηροδρομικό σταθμό αμέσως μετά την αποβίβασή του από το τραίνο με πολλή σκυθρωπή έκφραση ρώτησε την Αχμάτοβα: «Έγραψες;» – «Ναι». – «Απάγγειλε». Εκείνη του απήγγειλε και τότε η έκφραση του προσώπου του συζύγου της μαλάκωσε. (Ύστερα από πολλά χρόνια την ίδια ακριβώς ιστορία, με τα ίδια ακριβώς λόγια, την αφηγήθηκε στην Οξφόρδη σ’ εμένα και στον Ντμίτρι Ομπολένσκι[4]. Η Αχμάτοβα ήταν πεπεισμένη ότι ο Γκουμιλιόφ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε για συμμετοχή σε συνωμοσία μοναρχικών, πέθανε άδικα. Μου διηγήθηκε ότι πολλοί συγγραφείς την εποχή εκείνη απευθύνθηκαν στον Γκόρκι με την παράκληση να μεσολαβήσει υπέρ του Γκουμιλιόφ και ότι εκείνος αρνήθηκε. Η ίδια η Αχμάτοβα, αρκετά χρόνια πριν από την εκτέλεσή του, είχε χωρίσει από τον Γκουμιλιόφ και μέχρι τον θάνατο του δεν τον είχε ξαναδεί. Από τα μάτια της κυλούσαν δάκρυα, όταν μου αφηγείτο τις βασανιστικές συνθήκες του θανάτου του ποιητή.

Στη συνέχεια με ρώτησε αν θέλω να ακούσω τα νέα της ποιήματα. Πριν όμως αρχίσει να τα απαγγέλλει, θέλησε να μου δείξει αποσπάσματα από τον «Δον Ζουάν» του Μπάιρον, τα οποία είχαν, όπως θεωρούσε, άμεση σχέση με τα τελευταία της έργα. Αν και γνώριζα πολύ καλά αυτό το ποίημα, δεν μπορούσα να καταλάβω ποιους ειδικά στίχους απαγγέλλει η Αχμάτοβα: εκείνη απήγγειλε στα αγγλικά, εξαιτίας όμως της προφοράς της μπόρεσα να ξεχωρίσω μόνο μερικές λέξεις. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και απήγγειλε από μνήμης, με πάθος. Εγώ σηκώθηκα και ήθελα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο, ώστε να κρύψω την αμηχανία μου. Αργότερα, σκέφτηκα ότι με παρόμοιο τρόπο εμείς, προφανώς, απαγγέλλουμε τα κλασικά ελληνικά και λατινικά ποιήματα, προφέροντας τις λέξεις έτσι που οι συγγραφείς τους ή άλλοι εκπρόσωποι εκείνης της εποχής να μην καταλαβαίνουν τίποτα. Η Αχμάτοβα μου μίλησε για τις συλλογές της «Anno Domini» και «Λευκό σμάρι», «Από έξι βιβλία». «Απ’ ότι φαίνεται, ποιήματα, αλλά πολύ πιο δυνατά από τα δικά μου έγραφε ο καλύτερος ποιητής της εποχής μας, και έγιναν η αιτία του θανάτου του. Τον αγαπούσα και μ’ αγαπούσε», είπε εκείνη και εγώ δεν ήξερα ποιον είχε υπ’ όψιν της – τον Γκουμιλιόφ ή τον Μαντελστάμ. Δεν μπορούσε όμως να συνεχίσει γιατί άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Στη συνέχεια η Αχμάτοβα μου απήγγειλε το ημιτελές ακόμη την εποχή εκείνη «Ποίημα δίχως ήρωα». Δεν πρόκειται να περιγράψω τη φωνή της, τις αποχρώσεις της, αφού υπάρχουν μαγνητοφωνημένες απαγγελίες της. Κατάλαβα ότι είναι μεγαλοφυείς στίχοι, και ακόμη τότε, στην πρώτη τους ακρόαση σαγηνεύτηκα από τη μαγεία και το βάθος τους. Η Αχμάτοβα δεν έκρυβε ότι είχε σκεφτεί το ποίημα αυτό ως μνημείο της δημιουργίας της, ως μνημείο της παλιάς πόλης, της Πετρούπολης, η οποία ήταν μέρος της ζωής της· με τη μορφή της ιερής καρναβαλικής πομπής της, των μεταμφιεσμένων φιγούρων με τις μάσκες, εκείνη αποτύπωνε τους φίλους της, τις διαδρομές τους στη ζωή και τη δική της προσωπική μοίρα. Το ποίημα ήταν η καλλιτεχνική αποτύπωση του «νυν απολύεις», έτσι όπως εκφέρεται πριν από το μοιραίο και ήδη εγγύς τέλος. Οι στίχοι από το «Ο επισκέπτης από το μέλλον», δεν είχαν ακόμη γραφτεί, όπως και δεν είχε γραφτεί ακόμη και η τρίτη αφιέρωση.

«Το ποίημα δίχως ήρωα» είναι ένα έργο μυστηριακό και φλεγόμενο. Η θύελλα των επιστημονικών σχολίων επί του ποιήματος συνεχίζει να μεγαλώνει μέχρι τις μέρες μας και νομίζω πως σύντομα θα θαφτεί κάτω από αυτά.

Στη συνέχεια η Αχμάτοβα άρχισε να μου διαβάζει το χειρόγραφο του «Ρέκβιεμ». Διακόπτοντας, άρχισε να μου λέει για το 1937-1938[5], όταν ο σύζυγός της και ο γιος της συνελήφθηκαν και εξορίστηκαν σε στρατόπεδο (αργότερα αυτό επαναλήφθηκε), για τις μακρές σειρές, στις οποίες μέρα με την ημέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με τον μήνα οι γυναίκες περίμεναν νέα για τους συζύγους, τους αδελφούς, τους πατεράδες, τους γιους, περίμεναν την άδεια να τους στείλουν ένα δέμα ή ένα γράμμα. Δεν ερχόταν όμως κανένα νέο, το πυκνό παραπέτασμα της σιωπής έκρυβε τα βάσανα και τον θάνατο των ανθρώπων. Η Αχμάτοβα μού τα αφηγείτο όλα αυτά με φωνή ήρεμη και απαθή, διακόπτοντας κατά διαστήματα: «Όχι, δεν μπορώ, δεν έχει νόημα. Ήρθατε για έναν φυσιολογικό ανθρώπινο κόσμο, την ίδια στιγμή όμως ο κόσμος μας είναι χωρισμένος σε ανθρώπους και σε …». Σωπάσαμε επί μακρόν. «Κι ακόμη και τώρα …».

Τη ρώτησα για τον Μαντελστάμ, αλλά απάντηση δεν πήρα. Είδα ότι τα μάτια της Αχμάτοβα ήταν γεμάτα δάκρυα, και εκείνη με παρακάλεσε να μην θίξω αυτό το ζήτημα. «Ύστερα από το χαστούκι που έδωσε στον Αλεξέι Τολστόι, όλα είχαν προαποφασιστεί». Πέρασε λίγη ώρα, μέχρι να συνέλθει και με φωνή εντελώς διαφορετική είπε: «Ο Αλεξέι Τολστόι μ’ αγαπούσε. Όταν ζούσαμε στην Τασκένδη, φορούσε τεφροκυανείς ρωσικές πουκαμίσες και συνεχώς μιλούσε για το πώς θα ζούμε καλά όταν θα επιστρέψουμε πίσω. Πέθανε πρόσφατα. Ήταν πολύ γόνιμος και ενδιαφέρων συγγραφέας, αλλά μεγάλο κάθαρμα, πολύ γοητευτικός, άνθρωπος απερίγραπτου ταμπεραμέντου. Ήταν στ’ αλήθεια ικανός για όλα, ήταν φανατικός αντισημίτης, άγριος τυχοδιώκτης και κακός φίλος. Αγαπούσε μόνο τη νεότητα, τη δύναμη και τη δροσιά γι’ αυτό και δεν ολοκλήρωσε το βιβλίο του «Πέτρος ο Πρώτος». Τον ενδιέφερε μόνο η νεότητα του Πέτρου, δεν ήθελε να μπλέξει με όλα εκείνα τα γερασμένα ανθρωπάκια. Ήταν ένας ιδιόμορφος Ντόλοχοφ[6], με αποκαλούσε Αννιούσκα, πράγμα που πάντα με σόκαρε. Και όμως, παρόλα αυτά είχε κάτι που με γοήτευε, αν και ήταν η αιτία θανάτου του καλύτερου ποιητή της εποχής μας, τον οποίο αγαπούσα και μ’ αγαπούσε».

 Η ώρα ήδη ήταν σχεδόν τρεις μετά τα μεσάνυχτα, δεν είχα όμως αντιληφθεί ότι η Αχμάτοβα είχε κουραστεί και περίμενε πότε θα φύγω, εγώ όμως, γεμάτος εντυπώσεις, φυσικά, δεν βιαζόμουν να το κάνω. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο γιος της Άννας Αντρέγιεβνα, Λεβ Γκουμιλιόφ (καθηγητής ιστορίας σήμερα στο Λένινγκραντ). Ήταν προφανές ότι μητέρα και γιος ήταν πολύ δεμένοι. Ο Γκουμιλιόφ μου αφηγήθηκε ότι είναι μαθητής του γνωστού ιστορικού του Λένινγκραντ Γιεβγκένι Ταρλέ. Ως πεδίο των ερευνητικών του δραστηριοτήτων επέλεξε την Μέση Ασία (δεν ανέφερε το παραμικρό για το γεγονός ότι εξέτισε την ποινή του σε εκείνες τις περιοχές), και ότι τον ενδιέφερε πρωταρχικά η πρώιμη ιστορία των Χαζάρων, των Καζάκων και των πιο αρχαίων φυλών. Ο ίδιος ζήτησε να πάει εθελοντής στο μέτωπο, όπου υπηρέτησε σε μονάδα αντιαεροπορικού πυροβολικού, αποτελούμενη από πρώην κατάδικους. Μόλις είχε επιστρέψει από τη Γερμανία. Ήταν πεπεισμένος ότι θα μπορέσει και πάλι να ζήσει και να εργαστεί στο Λένινγκραντ, και μου φάνηκε αγαθός και γεμάτος σχέδια. Ο Γκουμιλιόφ μου πρόσφερε βρασμένες πατάτες: προφανώς αυτές ήταν όλα όσα μπορούσε να προσφέρει. Η Αχμάτοβα ζήτησε συγγνώμη για τη φτώχεια της. Την παρακάλεσα να με αφήσει να αντιγράψω «Το ποίημα δίχως ήρωα» και το «Ρέκβιεμ». «Δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο», είπε, «τον Φεβρουάριο θα κυκλοφορήσει μια συλλογή με επιλεγμένα ποιήματά μου· όλα αυτά βρίσκονται στο στάδιο της διόρθωσης. Θα σας στείλω το αντίτυπό σας στην Οξφόρφη». Στη συνέχεια όμως τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν διαφορετικά εξαιτίας της κομματικής απόφασης, η οποία στρεφόταν κατά της Αχμάτοβα και του Ζόσενκο και που έγινε μέρος της εκστρατείας στον αγώνα κατά των «φορμαλιστών» και των «εκπροσώπων της παρηκμασμένης τέχνης». Ήταν τότε που ο Ζντάνοφ μίλησε δημοσίως κατηγορώντας την Αχμάτοβα, αποκαλώντας την «μισομοναχή και μισοπόρνη»[1] (έκφραση που δεν σκέφτηκε μόνος του).

Μετά την αναχώρηση του Λεβ Γκουμιλιόφ η Άννα Αντρέγιεβνα με ρώτησε τι διαβάζω και πριν προλάβω να απαντήσω, άρχισε να κατηγορεί τον Τσέχοφ για τα άχρωμα διηγήματά του, τα θλιβερά μελαγχολικά θεατρικά του έργα, την απουσία ηρωισμού, πραγματικών βασάνων, την έλλειψη βάθους και υψηλών ιδανικών, για έναν «κόσμο όπου δεν λάμπουν τα ξίφη». Αντέτεινα ότι ο Τσέχοφ αγαπούσε τον Τολστόι. «Γιατί όμως καταδίκασε σε θάνατο την Άννα Καρένινα;», με ρώτησε η Αχμάτοβα. «Μόλις εκείνη εγκατέλειψε τον σύζυγό της, όλα γύρω της άλλαξαν, μεταμορφώθηκε στα μάτια του Τολστόι σε μια αμαρτωλή, μια πόρνη, μια «τραβιάτα». Φυσικά, στο μυθιστόρημα γίνεται αισθητό το χέρι της μεγαλοφυΐας, αλλά η γενική του ηθική είναι ανήθικη. Ποιος καταδίκασε την Άννα; Ο Θεός; Όχι, η κοινωνία, την υποκρισία της οποίας ο Τολστόι ανυποχώρητα καταδικάζει. Στο τέλος γράφει ότι εκείνη απέρριψε ακόμη και τον Βρόνσκι. Ο Τολστόι σου βγάζει την ψυχή. Ο ίδιος γνωρίζει την αλήθεια και, παρόλα αυτά, δεν ντρέπεται να υιοθετήσει την άποψη του μέσου ανθρώπου. Η ηθική του Τολστόι είναι ευθεία αντανάκλαση των προσωπικών του βιωμάτων. Όντας ευτυχισμένος στον γάμο του, έγραψε την εποποιία «Πόλεμος και ειρήνη», η οποία υμνεί την οικογενειακή ζωή. Στη συνέχεια μίσησε την Άννα Αντρέγιεβνα, αλλά δεν μπορούσε να τη χωρίσει, γιατί η κοινή γνώμη απέρριπτε το διαζύγιο. Και όταν έγραψε την «Άννα Καρένινα», καταδίκασε την Άννα γιατί εγκατέλειψε τον σύζυγό της. Κι όταν ο Τολστόι γέρασε και οι χωριατοπούλες δεν τον ερέθιζαν πια, έγραψε τη «Σονάτα του Κρόιτσερ» και γενικά απαγόρευσε κάθε σαρκική επαφή στη ζωή».

Πιθανόν, αυτά τα γεμάτα κατηγόριες λόγια να ειπώθηκαν στ’ αστεία. Η Αχμάτοβα όμως ειλικρινώς δεν κατανοούσε τις διδασκαλίες και τις απόψεις του Τολστόι: στα μάτια ήταν ένας εγωκεντρικός με χάος στην ψυχή του, εχθρός της αρμονίας και της αγάπης. Η Αχμάτοβα γονάτιζε μπροστά στον Ντοστογιέφσκι (περιφρονώντας, όπως κι εκείνος, τον Τουργκένιεφ), όπως υποκλινόταν μπροστά στον Κάφκα: «Έγραψε σχετικά μ’ εμένα και για μένα». Κατά τη διάρκεια της επόμενης συνάντησής μας – το 1965 στην Οξφόρδη – μιλήσαμε για τον Τζόις και τον Έλιοτ, εξαιρετικούς, κατά τα λεγόμενά της, συγγραφείς, πολύ πιο αληθινούς απ’ όλους τους σύγχρονους συγγραφείς, αλλά, αναμφίβολα, πολύ κατώτερους του Ντοστογιέφσκι και του Κάφκα. Η Αχμάτοβα θεωρούσε τον Πούσκιν μεγαλοφυή και αξεπέραστο, εκείνος, κατά τη γνώμη της, ήξερε τα πάντα: «Μα πώς τα κατάφερε αυτός ο σγουρομάλλης νεαρός από το Τσάρσκογιε Σελό με ένα τόμο του Παρνί[2] στο χέρι;». Μετά μου διάβασε τις σημειώσεις της για τις «Αιγυπτιακές νύχτες» του Πούσκιν και μου μίλησε για τον ήρωα αυτού του ποιήματος – έναν μυστηριώδη ξένο, ο οποίος εύκολα αυτοσχεδίαζε πάνω σε οποιοδήποτε θέμα. Η Αχμάτοβα δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι το πρότυπο αυτού του μεγαλοφυούς βιρτουόζου ήταν ο Πολωνός ποιητής Άνταμ Μιτσκέβιτς. Η σχέση του Πούσκιν με τον τελευταίο δεν ήταν μονοσήμαντη: το πολωνικό ζήτημα τους χώριζε, αλλά ο Πούσκιν, αναμφίβολα, θεωρούσε τον Μιτσκέβιτς ως την μεγαλοφυΐα της εποχής του. Ο Μπλοκ με το βλέμμα του παράφρονα και το μοναδικό ταλέντο είχε, επίσης, το χάρισμα του αυτοσχεδιαστή. Η Αχμάτοβα μου είπε ότι ο Μπλοκ πολλές φορές εγκωμιαστικά αναφέρθηκε στα ποιήματά της, στην πραγματικότητα όμως δεν την αγαπούσε. Ωστόσο κάθε δασκάλα στη Ρωσία ήταν πεπεισμένη  – και αυτή η πεποίθηση υπάρχει μέχρι σήμερα – ότι μεταξύ της Αχμάτοβα και του Μπλοκ υπήρξε ειδύλλιο. Ακόμη και οι ιστορικοί και οι κριτικοί της λογοτεχνίας το πιστεύουν αυτό. Αφορμή για τις φήμες αυτές, προφανώς, στάθηκε το ποίημα της Αχμάτοβα του 1914 «Επισκέφτηκα τον ποιητή», το οποίο είναι αφιερωμένο στον Μπλοκ και το ποίημα «Ο γκριζομάτης βασιλιάς», το οποίο γράφτηκε ουσιαστικά είκοσι χρόνια πριν από τον θάνατο του ποιητή, καθώς επίσης και άλλα ποιήματα. Κατά τη γνώμη της Άννας Αντρέγιεβνα, ο Μπλοκ δεν αναγνώριζε τους ποιητές-ακμεϊστές, και πριν απ’ όλους τον Μαντελστάμ και τον Γκουμιλιόφ, δεν του άρεσε ο Παστερνάκ, και ούτε και η ίδια η Αχμάτοβα.

Μιλήσαμε για τον Παστερνάκ, με τον οποίο η Αχμάτοβα είχε πολλά κοινά. Μου είπε ότι ο ποιητής την επισκεπτόταν συχνά, συνήθως, κατά τη διάρκεια των ψυχικών του κρίσεων, αδύναμος και έρημος, αλλά η γυναίκα του έκανε την εμφάνισή της αμέσως ύστερα απ’ αυτόν και τον έπαιρνε στο σπίτι. Και οι δύο, ο Παστερνάκ και η Αχμάτοβα, είχαν ερωτευθεί ο ένας τον άλλον. Ο Παστερνάκ πολλές φορές της έκανε πρόταση, αλλά εκείνη δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά. Δεν ήταν, κατά τα λεγόμενά της, αληθινή αγάπη, και γενικά δεν ήταν αγάπη. Σήμαιναν όμως πολλά ο ένας για τον άλλον, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Μαντελστάμ και της Τσβετάγιεβα. Και μόνο η αντίληψη ότι ο συνάδελφος και φίλος σου ζει και γράφει, ήταν μια μεγάλη ανακούφιση και για τους δύο. Μπορεί κατά διαστήματα να ασκούσαν κριτική ο ένας στον άλλον, ποτέ όμως δεν επέτρεπαν σε κανέναν άλλον να κάνει το ίδιο. Η Αχμάτοβα λάτρευε την Τσβετάγιεβα: «Η Μαρίνα είναι πολύ καλύτερη ποιήτρια από μένα». Μετά τον θάνατο του Μαντελστάμ και της Τσβετάγιεβα ο Παστερνάκ και η Αχμάτοβα ένιωθαν μοναξιά, ήταν σαν να ζούσαν στην έρημο, παρά τον απεριόριστο θαυμασμό των συμπατριωτών τους, οι οποίοι αντέγραφαν, διέδιδαν και μάθαιναν απ’ έξω τα ποιήματά τους, πράγμα που τους έκανε ιδιαίτερα υπερήφανους αλλά και τους στήριζε πολύ. Ο βαθύς πατριωτισμός των δύο αυτών ποιητών στερείτο ουσιαστικά εθνικιστικών διαθέσεων, οι σκέψεις να εκπατριστούν τούς ήταν ξένες. Ο Παστερνάκ ονειρευόταν να δει τη Δύση, αλλά δεν ήθελε να διακινδυνεύσει ότι θα του κλείσουν τον δρόμο της επιστροφής. Η Αχμάτοβα μου είπε ότι ποτέ δεν θα φύγει, ήθελε να μείνει στην πατρίδα της μέχρι να πεθάνει, ανεξάρτητα από τις απίστευτες δυσκολίες και διώξεις. Και οι δύο, ο Παστερνάκ και η Αχμάτοβα, βαυκαλίζονταν με παράξενες ψευδαισθήσεις για τον καλλιτεχνικά πλούσιο δυτικό πολιτισμό, για τον ιδανικό κόσμο δημιουργίας και επιζητούσαν τις επαφές μαζί του.

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ήταν ήδη προχωρημένη η ώρα, η Αχμάτοβα ζωήρευε διαρκώς. Άρχισε να με ρωτάει για την προσωπική μου ζωή, κι εγώ απαντούσα ελεύθερα για τα πάντα, θαρρείς κι είχε κάθε δικαίωμα να μάθει τα πάντα για μένα. Με επιβράβευσε με μια εκπληκτική αφήγηση για τα παιδικά της χρόνια στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας, για τους γάμους της με τον Γκουμιλιόφ, τον Σιλέικο και τον Πούνιν, για τους φίλους της νιότης της, για την Πετρούπολη πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μόνο αν κάποιος έχει αντίληψη για όλα αυτά, μπορεί να καταλάβει «Το ποίημα δίχως ήρωα»: η διαδοχή των εικόνων και των συμβόλων, το παιχνίδι με τις μάσκες, ο χορός των μεταμφιεσμένων στο τέλος, τα μοτίβα από τον «Δον Ζουάν» και την Κομέντια ντελ Άρτε. Η Αχμάτοβα για άλλη μια φορά αναφέρθηκε στη Σαλομέ Αντρόνικοβα (Γκαλπέρ), στην ομορφιά της, στην γοητεία της, στο ταλαντούχο πνεύμα της, για τα βράδια στο καμπαρέ «Αδέσποτος σκύλος», για τις παραστάσεις στο θέατρο «Κοίλος καθρέφτης», για την απόρριψη εκ μέρους της του ψευτομυστικισμού του συμβολισμού, με εξαίρεση των έργων του Μποντλέρ, του Βερλέν, του Ρεμπώ και του Βεράρεν, πολλά ποιήματα των οποίων γνώριζε από μνήμης.

Τον Βιατσεσλάβ Ιβανόβ η Αχμάτοβα τον θεωρούσε άνθρωπο ιδιαίτερα ταλαντούχο, με αψεγάδιαστο γούστο, εκλεπτυσμένες κρίσεις και θαυμάσια δύναμη φαντασίας, αλλά η ποίησή του της φαινόταν πολύ ψυχρή και άψυχη. Την ίδια περίπου γνώμη είχε και για τον Αντρέι Μπέλι. Κατά τη γνώμη της, άδικα περιφρονούσαν τον Μπαλμόντ: παρόλο που ήταν πολύ πομπώδης και αυτάρεσκος, το ταλέντο του δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Τον Σολογκούμπ τον θεωρούσε ποιητή άνισο, αλλά συχνά πολύ ενδιαφέροντα και αυθεντικό. Πάνω απ’ όλους όμως έθετε τον αυστηρό και απαιτητικό διευθυντή του Λυκείου του Τσάρσκογιε Σελό, Ιννοκέντι Άννενσκι, στο οποίο μαθήτευσαν τόσο η ίδια, όσο και ο Νικολάι Γκουμιλιόφ, από τον οποίο τόσο η ίδια, όσο και ο Γκουμιλιόφ έμαθαν πολλά. Ο θάνατος του Άννενσκι πέρασε σχεδόν απαρατήρητος από τους εκδότες και τους κριτικούς. Ο μεγάλος τεχνίτης του λόγου παραδόθηκε στη λήθη. Αν όμως δεν υπήρχε αυτός, δεν θα υπήρχαν ούτε ο Γκουμιλιόφ, ούτε ο Μαντελστάμ, ούτε ο Λοζίνσκι, ούτε ο Παστερνάκ, ούτε και η ίδια η Αχμάτοβα.

Μιλήσαμε για την μουσική. Η Αχμάτοβα ενθουσιαζόταν από το υψιπετές ύφος και την ομορφιά που είχαν οι τρεις τελευταίες σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν. Ο Παστερνάκ τις θεωρούσε πιο δυνατές από τα προθανάτια κουαρτέτα του συνθέτη και εκείνη συμμεριζόταν την άποψή του: η ψυχή της γαλήνευε με την μουσική αυτή. Η παράλληλος, που ο Παστερνάκ έθετε ανάμεσα στον Μπαχ και τον Σοπέν, της φαινόταν παράξενη και διασκεδαστική. Μου είπε ότι με τον Παστερνάκ είναι πιο εύκολο να μιλάς για μουσική παρά για ποίηση.

Η Αχμάτοβα αναφέρθηκε στη μοναξιά και την απομόνωσή της – τόσο σε πολιτιστικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Το Λένινγκραντ μετά τον πόλεμο τής φαινόταν σαν ένα απέραντο νεκροταφείο: έμοιαζε με δάσος μετά τη φωτιά, όπου τα λίγα δέντρα που διασώθηκαν απλά μεγάλωναν τον πόνο της απώλειας. Η Αχμάτοβα είχε ακόμη πιστούς φίλους – τον Λοζίνσκι, τον Ζιρμούνσκι, τον Χαρντζίγιεφ,  τους Αρντόφ, την Όλγκα Μπέργκολτς, τη Λυδία Τσουκόφσκαγια, την Έννα Γιερστέιν (δεν ανέφερε τον Γκάρσιν και τη Ναντιέζντα Μαντελστάμ, για τους οποίους τότε δε γνώριζα απολύτως τίποτα). Δεν ήθελε όμως τη συμπαράστασή τους. Για να επιβιώσει ηθικά είχε την στήριξη της τέχνης, τις μορφές του παρελθόντος: την Πετρούπολη του Πούσκιν, τον Δον Ζουάν, τον Μπάιρον, τον Μότσαρτ, τον Μολιέρο, το μεγάλο πανόραμα της ιταλικής Αναγέννησης. Έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας μεταφράσεις. Με πολύ κόπο κατόρθωσε να πάρει άδεια να μεταφράσει τις επιστολές του Ρούμπενς[3] όχι όμως και του Ρομέν Ρολάν. Με ρώτησε αν γνωρίζω κάτι για τις επιστολές αυτές. Μιλήσαμε για την Αναγέννηση. Είχα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να μάθω αν γι’ αυτήν η περίοδος αυτή ήταν ένα υπαρκτό ιστορικό παρελθόν, κατοικημένο από ζωντανούς, ατελείς ανθρώπους ή μια εξιδανικευμένη μορφή κάποιου φανταστικού κόσμου. Η Αχμάτοβα απάντησε πως, φυσικά, ισχύει το τελευταίο. Όλη η ποίηση και η τέχνη ήταν γι’ αυτήν – εδώ δανείστηκε την έκφραση του Μαντελστάμ – κάτι σαν νοσταλγία για τον παγκόσμιο, καθολικό πολιτισμό, όπως τον εκπροσώπησαν ο Γκαίτε και ο Σλέγκελ: είναι ο πολιτισμός, που μετατρέπει σε τέχνη τη φύση, τον έρωτα, τον θάνατο, την απογοήτευση και τα δεινά, μια ιδιόμορφη εξωϊστορική πραγματικότητα, πέρα από την οποία δεν υπάρχει τίποτα.  Ξανά και ξανά αναφέρθηκε στην προεπαναστατική Πετρούπολη – την πόλη όπου διαμορφώθηκε ως άνθρωπος – και την ατελείωτη σκοτεινή νύχτα, κάτω από την σκέπη της οποίας, μέχρι σήμερα κύλησε η ζωή της. Η Αχμάτοβα σε καμία περίπτωση δεν προσπαθούσε να εκμαιεύσει τον οίκτο, έμοιαζε με βασίλισσα στην εξορία, υπερήφανη, δυστυχής, απρόσιτη και λαμπερή μέσα στην καλλιέπεια των λόγων της.

Η διήγηση για την τραγωδία της ζωής της δεν συγκρίνεται με τίποτα απ’ όσα έχω ακούσει μέχρι σήμερα, και η ανάμνησή της μέχρι σήμερα είναι ζωντανή και οδυνηρή. Ρώτησα την Αχμάτοβα αν ετοιμάζεται να γράφει ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα και εκείνη απάντησε πως η ίδια της η ποίηση, και συγκεκριμένα «Το ποίημα δίχως ήρωα» είναι ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Μου ξαναδιάβασε αυτό το ποίημα, και εγώ την ικέτευσα να μου δώσει να το αντιγράψω, αλλά για άλλη μια φορά μου αρνήθηκε. Η συζήτησή μας, η οποία περνούσε από τα ζητήματα της λογοτεχνίας και της τέχνης  σε πιο προσωπικά, ολοκληρώθηκε αργά το επόμενο πρωί.

Πριν από την αναχώρησή μου από τη Σοβιετική Ένωση – έφυγα μέσω Λένινγκραντ στο Ελσίνκι – είδα για άλλη μια φορά την Αχμάτοβα. Την επισκέφτηκα για να την αποχαιρετήσω στις 5 Ιανουαρίου 1946, και εκείνη μου χάρισε μια ποιητική της συλλογή. Στην σελίδα ταυτότητας του βιβλίου ήταν γραμμένο ένα νέο ποίημα, το οποίο στη συνέχεια ήταν το δεύτερο κατά σειρά στον κύκλο με τον τίτλο «Сinque». Πηγή έμπνευσης αυτού του ποιήματος στην πρώτη του εκδοχή ήταν η συνάντησή μου με την Αχμάτοβα. Στον κύκλο «Сinque» υπάρχουν και άλλες παραπομπές και υπαινιγμοί στη γνωριμία μας.

Τους υπαινιγμούς αυτούς τους κατανόησα πλήρως κατά την πρώτη κιόλας ανάγνωση. Αργότερα τις εικασίες μου επιβεβαίωσε ο ακαδημαϊκός Βίκτωρ Ζιρμούνσκι, καλός φίλος της Αχμάτοβα, επιφανής επιστήμονας – κριτικός της λογοτεχνίας και ένας από τους επιμελητές της μεταθανάτιας συλλογής των έργων της. Ο Ζιρμούνσκι επισκέφτηκε την Οξφόρδη δύο φορές μετά τον θάνατο της Αχμάτοβα, και μαζί κοιτάξαμε τα ποιήματα του «Сinque». Είχε διαβάσει πριν από καιρό μαζί με την Άννα Αντρέγιεβνα, κι εκείνη του είχε μιλήσει για τις τρεις αφιερώσεις, τις ημερομηνίες και την σημασία τους, καθώς επίσης και για τον «Επισκέπτη από το μέλλον». Με φανερή αμηχανία ο Ζιρμούνσκι μου εξήγησε γιατί η τελευταία αφιέρωση στο ποίημα – η αφιέρωση σ’ εμένα – δεν μπήκε στην επίσημη έκδοση. Το γεγονός ότι η αφιέρωση υπήρχε, ήταν ευρέως γνωστό στους εραστές της ποίησης στην Ρωσία, με διαβεβαίωσε. Εγώ, εννοείται, εξέφρασα την πλήρη κατανόησή μου. Για τον Ζιρμούνσκι, έναν ευσυνείδητο επιστήμονα και γενναίο άντρα ήταν πολύ δύσκολο να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι η πολιτική συγκυρία τον εμπόδισε να εκπληρώσει τις μεταθανάτιες επιθυμίες της Αχμάτοβα.

Προσπάθησα να τον πείσω ότι όλα αυτά δεν έχουν την παραμικρή σημασία για μένα και ότι το σημαντικό είναι άλλο. Η ποίηση της Αχμάτοβα είναι σε σημαντικό βαθμό αυτοβιογραφική, γιατί οι συνθήκες της ζωής της μπορούν να εξηγήσουν τη σημασία των ποιημάτων της σε μεγαλύτερο βαθμό, απ’ ό,τι σε άλλους ποιητές. Όπως και σε άλλες χώρες, όπου υπάρχει αυστηρή λογοκρισία, είναι πολύ πιθανόν, τα γεγονότα να τα διασώσει η προφορική παράδοση, χάρη στην οποία δεν θα λησμονηθούν, αν και θα δημιουργηθούν θρύλοι και παραδόσεις. Αν όμως ο Ζιρμούνσκι ήθελε να παραδώσει την αλήθεια στην ακριβή της μορφή έστω και σ’ ένα στενό κύκλο ανθρώπων, τότε θα έπρεπε να γράψει τα απομνημονεύματά του, να τα στείλει με εμένα ή με κάποιον άλλον στο εξωτερικό για να εκδοθούν εκεί. Αμφιβάλλω αν υιοθέτησε τη συμβουλή μου. Θυμάμαι πως τον βασάνιζε ο ζυγός της λογοκρισίας και πως μου ζητούσε συγγνώμη κατά τη διάρκεια των επόμενων ταξιδιών του στην Αγγλία.

Ήμουν ο δεύτερος ξένος, με τον οποίο συναντήθηκε η Αχμάτοβα μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επιπτώσεις αυτής της συνάντησης ήταν πολύ πιο σοβαρές από ό ,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Νομίζω πως ήμουν ο πρώτος επισκέπτης από την άλλη πλευρά του Σιδηρούν Παραπετάσματος, ο οποίος μιλούσε στη γλώσσα της και της έφερε ειδήσεις, από τις οποίες είχε αποκοπεί εδώ και πολλά χρόνια. Το μυαλό της, το κριτικό της βλέμμα, το ειρωνικό της χιούμορ υπήρχαν εκ παραλλήλου με τη δραματική, με έντονη ροπή προς τις φαντασιώσεις και τα προφητικά οράματα, αντίληψη της πραγματικότητας. Είναι πιθανόν να είδε σ’ εμένα τον μοιραίο αγγελιαφόρο του τέλους του κόσμου, και αυτό το τραγικό νέο για το μέλλον να την συγκλόνισε βαθιά και να προκάλεσε μια νέα έκρηξη της δημιουργικής της ενέργειας.

Δεν κατόρθωσα να συναντηθώ μαζί της κατά τη διάρκεια της επόμενης επίσκεψής μου στη Σοβιετική Ένωση το 1956. Ο Παστερνάκ μου είπε ότι η Άννα Αντρέγιεβνα ήθελε πάρα πολύ να με δει, αλλά οι συνθήκες της το απαγορεύουν. Ο γιος της, ο οποίος είχε συλληφθεί για δεύτερη φορά μετά την γνωριμία μου μαζί του, είχε προσφάτως αποφυλακιστεί από το στρατόπεδο. Γι’ αυτό και η Αχμάτοβα φοβόταν να συναντηθεί με αλλοδαπούς, πολύ δε περισσότερο διότι απέδιδε την κακεντρεχή εκστρατεία του κόμματος εναντίον της στη συνάντησή μας το 1945. Ο ίδιος ο Παστερνάκ δεν θεωρούσε ότι η συνάντηση αυτή προκάλεσε στην Άννα Αντρέγιεβνα κάποιο κακό, αλλά αναγκαστικά συμφωνούσε με την άποψή της. Η Αχμάτοβα, ωστόσο, ήθελε να μιλήσει μαζί μου τηλεφωνικώς. Η ίδια δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει, αφού υπέκλεπταν όλα τα τηλεφωνήματά της. Ο Παστερνάκ την ενημέρωσε ότι βρίσκομαι στη Μόσχα, ότι η σύζυγός μου είναι γοητευτική και ότι είναι κρίμα που η Αχμάτοβα δεν μπορεί να την δει. Η ίδια η Άννα Αντρέγιεβνα θα είναι στη Μόσχα για λίγο, και καλό θα ήταν να της τηλεφωνήσω το συντομότερο δυνατόν. «Πού μένετε;», με ρώτησε ο Πάστερνακ. «Στη βρετανική πρεσβεία». – «Μην της τηλεφωνήσετε από εκεί, ούτε από το δικό μου τηλέφωνο. Καλύτερα από έναν τηλεφωνικό θάλαμο!»

Αργότερα την ίδια ημέρα έγινε η τηλεφωνική μου συνομιλία με την Αχμάτοβα. «Ναι. Ο Παστερνάκ μου μίλησε για σας και τη σύζυγό σας. Δεν μπορώ να συναντηθώ μαζί σας για λόγους, τους οποίους εσείς, ελπίζω, πως καταλαβαίνετε. Πόσο καιρό έχει που παντρευτήκατε;» –  «Πολύ πρόσφατα». – «Πείτε όμως, πότε παντρευτήκατε;» – «Φέτος τον Φεβρουάριο». – «Είναι Αγγλίδα ή Αμερικανίδα;» «Μισή Γαλλίδα, μισή Ρωσίδα». – «Αχ, μάλιστα». Ακολούθησε μακρά σιωπή. «Τι κρίμα που δεν μπορώ να σας δω! Ο Παστερνάκ μου είπε ότι η σύζυγός σας είναι πανέμορφη». Ξανά σιωπή. «Θέλετε να διαβάσετε τις μεταφράσεις κορεάτικων ποιημάτων που έκανα με πρόλογο του Σούρκοφ; Εσείς, προφανώς, καταλαβαίνετε, με τις γνώσεις που έχω στην κορεάτικη γλώσσα … Επιπλέον, δεν ήμουν εγώ εκείνη που επέλεξα τα ποιήματα που θα μεταφραστούν. Θα σας στείλω το βιβλιαράκι». Ξανά σιωπή.

Στη συνέχεια μου αφηγήθηκε το πώς αυτή – η εξαθλιωμένη ποιήτρια – κατόρθωσε να επιβιώσει. Ορισμένοι, μέχρι τότε πιστοί και αφοσιωμένοι φίλοι, την απαρνήθηκαν. Άλλοι, απεναντίας, εκδήλωσαν την ευγένεια και την ανδρεία τους. Μου διηγήθηκε πως ξαναδιάβασε τον Τσέχοφ, τον οποίο πριν απέρριπτε ολοκληρωτικά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το «Θάλαμος Νο 6» περιγράφει με ακρίβεια τη δική της κατάσταση και την κατάσταση πολλών φίλων της. «Ο Παστερνάκ (πάντα τον ανέφερε στις συζητήσεις μας με το επίθετό του και ποτέ – Μπορίς Νικολάγιεβιτς: κατά τη ρωσική συνήθεια), προφανώς, προσπάθησε να σας εξηγήσει γιατί δεν μπορούμε να συναντηθούμε. Ο ίδιος πέρασε δύσκολες εποχές, αλλά όχι τόσο τρομερές σαν τις δικές μου. Ποιος ξέρει, ίσως ξανασυναντηθούμε». Με ρώτησε αν θα της ξανατηλεφωνήσω. Της υποσχέθηκα, όταν όμως προσπάθησα, αποδείχτηκε πως η Αχμάτοβα είχε φύγει από τη Μόσχα και ο Παστερνάκ μου απαγόρευσε ρητά να της τηλεφωνήσω στο Λένινγκραντ.

Κατά την επόμενη συνάντησή μας στην Οξφόρδη το 1965 η Αχμάτοβα με λεπτομέρειες μου περιέγραψε την εκστρατεία των Αρχών εναντίον της. Μου διηγήθηκε ότι ο Στάλιν οργίστηκε, όταν άκουσε ότι αυτή, μακριά από την πολιτική, τα έργα της οποίας δεν εκδίδονται σε μεγάλα τιράζ, η οποία ζει απαρατήρητη και γι’ αυτό μέχρι τώρα παράμεινε ουδέτερη στις πολιτικές θύελλες, ξαφνικά υπονόμευσε τον εαυτό της με μια άτυπη συνάντηση με κάποιον ξένο, και μάλιστα εκπρόσωπο μιας καπιταλιστικής χώρας. «Έτσι λοιπόν, η μοναχή μας δέχεται ξένους κατασκόπους», παρατήρησε (όπως ισχυρίζονται οι αυτόπτες μάρτυρες) και στη συνέχεια ξέσπασε ένα κύμα ύβρεων, το οποίο είναι αδύνατον να επαναληφθεί. Το γεγονός ότι εγώ ποτέ δεν εργάστηκα σε Μυστικές Υπηρεσίες, δεν έπαιζε για εκείνον κανένα ρόλο: όλοι οι εκπρόσωποι των ξένων πρεσβειών και αποστολών ήταν για τον Στάλιν κατάσκοποι. «Φυσικά», συνέχισε η Αχμάτοβα, «την εποχή εκείνη ο γέρος τα είχε χάσει εντελώς τα λογικά του. Όλοι οι παρόντες στο παραλήρημά του διαβεβαίωναν πως μπροστά τους βρισκόταν ένας άνθρωπος διακατεχόμενος από παθολογική μανία καταδιώξεως».

Την επόμενη ημέρα μετά την αναχώρησή μου από το Λένινγκραντ, στις 6 Ιανουαρίου 1946, στη σκάλα που οδηγούσε στο διαμέρισμα της Αχμάτοβα, εγκαταστάθηκε φρουρός, ενώ στο ταβάνι του δωματίου της τοποθέτησαν μικρόφωνο, προφανώς όχι για να ακούν τι λέει, αλλά για να την τρομοκρατήσουν. Η Αχμάτοβα τότε κατάλαβε ότι είναι καταδικασμένη, και παρόλο που το ανάθεμα από τα χείλη του Ζντάνοφ ακούστηκε ύστερα από μερικούς μήνες, εκείνη το απέδιδε σε αυτά τα γεγονότα. Πρόσθεσε μάλιστα ότι και οι δύο μας ασυνείδητα, με μόνο το γεγονός της συνάντησής μας, κηρύξαμε την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, επιδρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην ιστορία ολάκερης της ανθρωπότητας. Η Αχμάτοβα ήταν απόλυτα πεπεισμένη γι’ αυτό. Όπως συνηγορεί και η Αμάντα Χέιτ[4] στο βιβλίο της, είδε στον εαυτό της την ιστορική εκείνη φιγούρα, η οποία προοριζόταν να μετατραπεί σε ένοχο όλων των παγκόσμιων συγκρούσεων (άμεση αναφορά σε ένα ποίημά της). Δεν της έφερα αντιρρήσεις, αν και η Άννα Αντρέγιεβνα προφανώς υπερέβαλε ως προς τη σημασία της συνάντησής μας, πράγμα που μπορεί να εξηγηθεί από την ανελέητη επίθεση του Στάλιν και τα γεγονότα που την ακολούθησαν. Φοβήθηκα μήπως με τις αντιρρήσεις μου προσβάλλω την εντύπωση που είχε για τον εαυτό της, ως Κασσάνδρα, υπενδεδυμένη από ένα ιστορικό και μεταφυσικό όραμα. Γι’ αυτό και σώπασα.

Στη συνέχεια η Αχμάτοβα μου διηγήθηκε για το ταξίδι της στην Ιταλία, όπου της απένειμαν τον λογοτεχνικό βραβείο Ταορμίνα[5] Μετά την επιστροφή της την επισκέφτηκαν εκπρόσωποι της σοβιετικής Μυστικής Υπηρεσίας, οι οποίοι της έκαναν μια σειρά ερωτήσεων: ποιες ήταν οι εντυπώσεις της από την Ρώμη, αν πρόσεξε μήπως υπάρχουν αντισοβιετικές διαθέσεις στην αντιπροσωπεία των συγγραφέων, αν συναντήθηκε με Ρώσους εμιγκρέδες. Εκείνη απάντησε πως η Ρώμη της φάνηκε ειδωλολατρική πόλη, η οποία βρίσκεται ακόμη σε πόλεμο με τον χριστιανισμό. «Πόλεμο;» την ρώτησαν. – «Έχετε υπ’ όψιν σας την Αμερική;». Τι θα μπορούσε να απαντήσει σε κάτι τέτοιο, όταν παρόμοιες ερωτήσεις θα της κάνουν αναφορικά με την Αγγλία, το Λονδίνο και την Οξφόρδη; Ή αν την ρωτήσουν για πολιτικές πεποιθήσεις ενός άλλου ποιητή, του Ζίγκφριντ Σασσούν[6] τον οποίο τίμησαν μαζί μ’ εκείνη στο θέατρο Σελντόν;[7] Και για τους άλλους βραβευθέντες; Τι θα πει; Θα προσπαθήσει να περιοριστεί στην αφήγηση για την μεγάλη κολυμβήθρα που δώρισε στο Κολέγιο Μέρτον[8] ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος ο Α΄, τον οποίο επίσης είχε τιμήσει, την εποχή του, το πανεπιστήμιο μετά την λήξη των ναπολεόντειων πολέμων; Η Αχμάτοβα ένιωθε Ρωσίδα και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη Ρωσία ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο. Το σοβιετικό καθεστώς ήταν, φευ, μέρος της ιστορίας της πατρίδας της όπου ήθελε να ζήσει και να πεθάνει.

Περάσαμε στα ζητήματα της ρωσικής λογοτεχνίας. Η Αχμάτοβα εξέφρασε την άποψη ότι τα ατελείωτα βάσανα, που έτυχαν στη Ρωσία, γέννησαν αληθινά ποιητικά αριστουργήματα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων, αρχίζοντας από τη δεκαετία του 1930, δυστυχώς, δεν έχει εκδοθεί. Η Άννα Αντρέγιεβνα προτίμησε να μην αναφερθεί στους σύγχρονους Ρώσους ποιητές, τα έργα των οποίων τυπώνονται και πωλούνται. Ένας από αυτούς τους συγγραφείς, ο οποίος βρισκόταν την εποχή εκείνη στην Αγγλία, της έστειλε τηλεγράφημα με τα συγχαρητήρια , με αφορμή τη βράβευσή της με τον τιμητικό επιστημονικό τίτλο της Οξφόρδης. Εκείνη το παρέλαβε ενώπιόν μου, το διάβασε και αμέσως το έσκισε και το πέταξε: «Όλοι αυτοί είναι άθλιοι απατεώνες, που εκπορνεύουν το ταλέντο τους και που υποκύπτουν στα γούστα του κοινού. Η επιρροή του Μαγιακόφσκι ήταν ολέθρια γι’ αυτούς». Μιλήσαμε για τον Μαγιακόφσκι. Στα μάτια της Αχμάτοβα ήταν μια μεγαλοφυΐα, όχι όμως ως ποιητής, όσο ως καινοτόμος και τρομοκράτης, ο οποίος έβαζε βόμβες κάτω από τα παλιά οικοδομήματα, φιγούρα τεράστιας σημασίας, με ταμπεραμέντο που υπερίσχυε του ταλέντου του. Ήθελε να τα καταστρέψει όλα, όλα να τα ανατινάξει. Ο Μαγιακόφσκι ούρλιαζε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, γιατί αυτό ήταν κάτι το φυσικό γι’ αυτόν, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, οι επίγονοί του όμως – εδώ ανέφερε ορισμένα ονόματα ζώντων ποιητών – εξέλαβαν την προσωπική του μανιέρα ως λογοτεχνικό είδος και μετατράπηκαν σε χυδαίους διαφημιστές χωρίς τη σπίθα της αληθινής ποίησης στην ψυχή· το ταλέντο όλων αυτών των ρητόρων είναι υποκριτικό και το ρωσικό κοινό σταδιακά συνήθισε να του φωνάζουν κάθε είδους «τεχνίτες του καλλιτεχνικού λόγου», όπως τους αποκαλούν σήμερα.

Ο μοναδικός ποιητής της παλιάς γενιάς, για τον οποίο η Αχμάτοβα μίλησε επιδοκιμαστικά ήταν η Μαρία Πετρόβιχ. Με μεγαλύτερη όρεξη μίλησε για τους νεαρούς ποιητές της Ρωσίας. Ο καλύτερος εξ αυτών, κατά τη γνώμη της, ήταν ο μαθητής της (όπως τον αποκαλούσε), Ιωσήφ Μπρόντσκι, ο οποίος τη συγκεκριμένη περίοδο βρισκόταν στο έλεος των Αρχών. Υπήρχαν και άλλοι ταλαντούχοι δημιουργοί (τα ονόματά τους τότε δεν μου έλεγαν τίποτα), τα ποιήματα των οποίων δεν είχαν δημοσιευτεί ποτέ. Το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής τους μαρτυρούσε τη δύναμη και το ανεξάντλητο της ρωσικής πνευματικής ζωής.

«Θα μας ξεπεράσουν όλους μας», είπε η Αχμάτοβα, «πιστέψτε με. Ο Πάστερνακ κι εγώ, ο Μαντελστάμ και η Τσβετάγιεβα αρχίσαμε να διαμορφωνόμαστε ως ποιητές του δέκατου ένατου αιώνα, αν και ισχυριζόμαστε ότι μιλάμε τη γλώσσα του εικοστού. Τα νέα αυτά ταλέντα αποτελούν μια νέα αρχή, η οποία είναι ακόμη κρυμμένη, αλλά θα εκπλήξουν τον κόσμο». Μίλησε επί μακρόν σε αυτό το προφητικό ύφος. Στη συνέχεια για άλλη μια φορά επέστρεψε στον Μαγιακόφσκι: στην απελπιστική του κατάσταση, στην προδοσία των φίλων, στη τραγική του τύχη. Παρόλα αυτά ήταν, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, ένας ιδιόμορφος προφήτης, φώναζε στους ανθρώπους την αλήθεια, και η φωνή του ακούστηκε. Δεν ήταν όμως πολύ κοντά της όσον αφορά τις ψυχικές διαθέσεις. Αν κάποιος ήταν κοντά της, αυτός ήταν ο Άννενσκι, αγνός και όμορφος ποιητής, μακριά από τη ματαιοδοξία της ζωής και την πολιτική και αγνοημένος από τον αβαν-γκάρντ Τύπο. Δεν τον διάβαζαν πολύ όσο βρισκόταν στη ζωή, αλλά αυτή είναι η μοίρα πολλών μεγαλοφυϊών. Ωστόσο η σύγχρονη γενιά είναι πολύ πιο κοντά στην ποίηση, απ’ ό,τι οι προηγούμενες. Ποιος ενδιαφερόταν για τον Μπλοκ, τον Μπέλι και τον Βιατσεσλάβ Ιβανόφ, το 1910; Ή για την ίδια και τους ποιητές της ομάδας της; Τώρα όμως η νεολαία ξέρει τόσα πολλά ποιήματα από μνήμης· η ίδια και ο Παστερνάκ λαμβάνουν πλήθος επιστολών από αναγνώστες – πολλά, είναι αλήθεια, από ανόητες, ενθουσιασμένες κοπέλες. Το ίδιο όμως το πλήθος των επιστολών, αναμφίβολα, μαρτυρά την αναγνώριση.

Μιλήσαμε για τον Παστερνάκ. Με ρώτησε αν γνωρίζω την αγαπημένη του, Όλγκα Ιβίνσκαγια; Η Αχμάτοβα την θεωρούσε, όπως και τη σύζυγο του ποιητή Ζηναΐντα, ανυπόφορη. Αλλά θεωρούσε τον Μπορίς Λεονίντοβιτς μεγάλο συγγραφέα, έναν από τους μεγαλύτερους της Ρωσίας. Κάθε φράση από τα ποιήματα ή την πρόζα που έγραψε αυτός, είναι μοναδική και βγαίνει από τα βάθη της ψυχής του. Ο Μπλοκ και ο Παστερνάκ είναι ποιητές που τους έστειλε ο Θεός. Κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους. Μπορείς να τους βάλεις στην ίδια σειρά με τον Μπωντλαίρ, τον Σίλεϋ και τον Λεοπάρντι. Μαζί με άλλους μεγάλους ποιητές, ο Παστερνάκ συχνά άλλαζε απόψεις στις κρίσεις του για τους άλλους. Μπορούσε να εγκωμιάσει ανάξιους κριτικούς, αποδίδοντάς τους ανύπαρκτα ταλέντα, όπως επίσης μπορούσε να ενθαρρύνει αξιοπρεπείς αλλά ατάλαντους συγγραφείς. Είχε την δική του άποψη για την ιστορία: συχνά λαθεμένα απέδιδε ιστορικές αποστολές και ρόλους σε παντελώς ασήμαντες φιγούρες, και ως παράδειγμα έφερε τον Γιεβγκράφ στον «Δόκτορα Ζιβάγκο». (Η Αχμάτοβα με πάθος απέρριπτε τη θεωρία ότι πίσω από αυτή την μυστηριώδη φιγούρα κρύβεται ο Στάλιν, θεωρούσε πως αυτή η σκέψη είναι εντελώς παράλογη). Ο Παστερνάκ ποτέ δεν διάβαζε συγχρόνους συγγραφείς, τους οποίους, ωστόσο, συχνά εγκωμίαζε· δεν είχε διαβάζει Μπαγκρίτσκι, Ασέγιεφ, Μαρία Πετρόβιχ, καθώς επίσης και τον Μαντελστάμ. Τον τελευταίο δεν τον εκτιμούσε πολύ ως ποιητή και άνθρωπο, αν και έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει όταν τον βρήκε η συμφορά. Τα δικά της ποιήματα ελάχιστο ενδιαφέρον είχαν για τον Παστερνάκ, αν και της έστελνε ενθουσιώδεις επιστολές. Στις επιστολές αυτές γινόταν λόγος, ουσιαστικά, για τον ίδιο, και οι ενθουσιώδεις σκέψεις δεν είχαν καμιά σχέση με την ποίησή της. «Πιθανόν, οι περισσότεροι ποιητές να είναι έτσι», συμπέρανε η Αχμάτοβα. Φυσικά, εκείνοι που ο Παστερνάκ εγκωμίαζε, ήταν ευτυχείς, μέσα στην άγνοιά τους. Ήταν ένας γενναιόδωρος άνθρωπος, αλλά στην  ουσία δεν τον ενδιέφεραν τα έργα των άλλων. Αναμφίβολα, είχε διαβάσει Σαίξπηρ, Γκαίτε, τους γάλλους συμβολιστές, τον Ρίλκε, πιθανόν, τον Προύστ, αλλά «κανέναν από εμάς». Η Αχμάτοβα είπε ότι καθημερινά της λείπει ο Παστερνάκ· δεν είχαν ποτέ ερωτευθεί ο ένας τον άλλον, αλλά τους συνέδεε μια βαθιά αγάπη, και αυτό δεν το άντεχε η σύζυγος του ποιητή.

Στη συνέχεια η Αχμάτοβα μίλησε για τα «δύσκολα» χρόνια – από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930 – όταν πια δεν συμπεριλαμβανόταν επισήμως μεταξύ των σοβιετικών ποιητών και μάλιστα δεν ασχολιόταν με μεταφράσεις. Εκείνη την περίοδο πέρασε μεγάλα χρονικά διαστήματα διαβάζοντας Ρώσους κλασσικούς: πριν απ’ όλα τον Πούσκιν, αλλά και τον Οντογιέφσκι, τον Λέρμοντοφ, τον Μπαρατίνσκι. Θεωρούσε το «Φθινόπωρο» του Μπαρατίνσκι ως μεγαλοφυές έργο. Προσφάτως είχε ξαναδιαβάσει τον Βελιμίρ Χλέμπνικοφ – τρελό αλλά εκπληκτικό.

Τη ρώτησα αν ετοιμάζεται να γράψει τα σχόλια για «Το ποίημα δίχως ήρωα», αφού  οι αναγνώστες, που δεν γνωρίζουν πολλά για τη ζωή της, δεν θα μπορέσουν να κατανοήσουν όλους τους υπαινιγμούς και τις αλληγορίες – γιατί να τους υποχρεώσει να χαθούν στα σκοτάδια; Η Αχμάτοβα απάντησε πως ο κόσμος που περιέγραψε, έχει ήδη εξαφανιστεί και το ποίημα αυτό είναι καταδικασμένο να χαθεί – θα θαφτεί μαζί με την ίδια και τον αιώνα. Δεν είχε γραφτεί για την αιωνιότητα, ούτε καν για τους απογόνους. Το μοναδικό πράγμα που έχει σημασία για τους ποιητές είναι το παρελθόν, και περισσότερο απ’ όλα η παιδική ηλικία, την οποία θέλουν να αναπαραστήσουν και να τη ζήσουν ξανά. Οι προφητείες, οι προβλέψεις και γενικά η άποψη του ποιητή που είναι στραμμένη στο νεφελώδες μέλλον, όλα αυτά, συμπεριλαμβανομένης  και της εκπληκτικής επιστολής του Πούσκιν στον Τσααντάγιεφ, τα περιφρονούσε και τα θεωρούσε μια άχρηστη πόζα και κενά ρητορικά λόγια.

Ήξερε ότι δεν της απέμενε να ζήσει πολύ: οι γιατροί δεν της έκρυβαν ότι η καρδιά της δεν θα αντέξει για πολύ ακόμη, και ήρεμη περίμενε το τέλος της. Μισούσε βαθιά τη σκέψη ότι μπορεί να την λυπούνται. Αυτή που γνώρισε τόσο βαριά χτυπήματα της μοίρας και τόσο βαθιά θλίψη, απαιτούσε από τους φίλους της να της υποσχεθούν ότι δεν θα την λυπηθούν ποτέ, κι αν κάποια στιγμή νιώσουν άθελά τους αυτό το συναίσθημα, τότε θα πρέπει αμέσως να το καταπνίξουν. Με εκείνους που δεν το κατόρθωναν αυτό, ήταν υποχρεωμένη να διακόψει τις σχέσεις μαζί τους. Μπορούσε να αντέξει πολλά, το μίσος, τις προσβολές, την περιφρόνηση, την έλλειψη κατανόησης, τις διώξεις, μόνο όμως την συμπόνια δεν μπορούσε να ανεχτεί, ακόμη κι αν ήταν καλοπροαίρετη. Θα μπορούσα να της το υποσχεθώ; Της το υποσχέθηκα και κράτησα τον λόγο μου. Ήταν άνθρωπος εξαιρετικά υπερήφανος, με υψηλή αυτοεκτίμηση.

Στη συνέχεια η Αχμάτοβα μου μίλησε για τη συνάντησή της με τον Κορνέι Τσουκόφσκι κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν και οι δύο είχαν μεταφερθεί στο Ουζμπεκιστάν. Η σχέση της με τον Τσουκόφσκι ήταν πάντα διττή: από τη μια πλευρά, τον σεβόταν ως άνθρωπο ταλαντούχο και διανοούμενο, αληθινό τεχνίτη του λόγου· από την άλλη πλευρά, δεν της άρεσε η σκεπτικιστική, ψυχρή κοσμοθεωρία του. Δεν συμμεριζόταν την εμμονή του στην πολιτική λογοτεχνία του δέκατου ένατου αιώνα και δεν μπορούσε να του συγχωρήσει τις ειρωνικές και αγενείς επιθέσεις του εναντίον της κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Και οι δύο ήταν θύματα της σταλινικής τυραννίας. Επιπλέον όμως, καθ’ οδόν προς την Τασκένδη ο Τσουκόφσκι ήταν τόσο περιποιητικός και ευγενικός μαζί της, που η Αχμάτοβα ήταν έτοιμη να του συγχωρήσει όλες τις προσβολές που της είχε κάνει στο παρελθόν. Δεν μπόρεσε όμως. Ως αιτία θα πρέπει να θεωρήσουμε μια παρατήρηση του Τσουκόφσκι: «Αχ, Άννα Αντρέγιεβνα», είπε, «τι όμορφη εποχή ήταν η δεκαετία του 1920 που ζήσαμε! Ασυνήθιστη, εκπληκτική περίοδος για τον ρωσικό πολιτισμό – ο Γκόρκι, ο Μαγιακόφσκι, ο νεαρός Αλιόσα Τολστόι – χρυσή εποχή!». Η συγχώρεση δεν δόθηκε ποτέ.

Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, οι οποίοι επιβίωσαν από τα θυελλώδη χρόνια των μετεπαναστατικών πειραματισμών, η Αχμάτοβα θυμόταν την εποχή αυτή με αισθήματα βαθιάς αποστροφής. Γι’ αυτήν ήταν η περίοδος του ευτελούς μποέμ χάους, η αρχή του ευτελισμού της ρωσικής πολιτιστικής ζωής, όπου οι αληθινοί καλλιτέχνες ήταν υποχρεωμένοι να αναζητήσουν το σωτήριο καταφύγιο: εκείνον που θα τολμούσε να βγει από το καταφύγιο τον περίμενε η εξόντωση.

Η Άννα Αντρέγιεβνα πάντα αναφερόταν στη ζωή της συγκρατημένα, με κάποια, μάλιστα, αδιαφορία, σπάνια όμως με παθιασμένες εκρήξεις και θέσφατα, τα οποία δεν επιδέχονταν αντιρρήσεις. Οι κρίσεις της για γεγονότα, ανθρώπους και χαρακτήρες ξεχώρισαν, από τη μια πλευρά, για την αντικειμενικότητα και τη διορατικότητά τους (συχνά η ίδια δεν έδειχνε τον παραμικρό οίκτο ακόμη και για τους κοντινούς της φίλους), ενώ, από την άλλη πλευρά, όχι σπάνια, ιδιαίτερα αν η συγκυρία την άγγιζε προσωπικά, με δογματική εμμονή απέδιδε στους ανθρώπους κίνητρα και προθέσεις, οι οποίες σ’ εμένα, έναν άνθρωπο άσχετο, μου φαίνονταν απίστευτες και τρομακτικές. (Αν και ίσως, ειδικά το γεγονός ότι ήμουν άσχετος ως προς αυτά τα γεγονότα δεν μου επέτρεπε να κατανοήσω το πόσο απίστευτη ήταν η σταλινική δεσποτεία, η οποία δεν υπέκειτο σε κανένα κριτήριο και η οποία έκανε τόσα αδιανόητα πράγματα στην παράξενη πρόζα της ζωής). Σύμφωνα με όλα αυτά η Αχμάτοβα ανέπτυσσε τις θεωρίες και τις υποθέσεις της και τις τεκμηρίωνε με συνέπεια και σοβαρότητα.

Η αταλάντευτη πεποίθησή της στις ιστορικές συνέπειες της πρώτης μας συνάντησης ήταν το παράδειγμα μιας εξ αυτών των επίμονων ιδεών της. Ήταν πεπεισμένη ότι ο Στάλιν κάποτε έδωσε διαταγή να τη δηλητηριάσουν, αλλά μετά το μετάνιωσε. Είχε την ίδια άποψη με τον Μαντελστάμ ότι στο στρατόπεδο έβαζαν δηλητήριο στο φαγητό του, και ότι αυτό οδήγησε τον ποιητή στον θάνατο από πείνα. Κατά τη γνώμη της Αχμάτοβα, ο ποιητής Γκεόργκι Ιβανόφ (τον οποίο κατηγορούσε για τη συγγραφή ψευδών απομνημονευμάτων), ήταν σπιούνος της τσαρικής κυβέρνησης, όπως και ο Νεκράσοφ στην εποχή του. Δεν αμφέβαλλε καθόλου ότι οι εχθροί ήταν που οδήγησαν στον τάφο τον Ιννοκέντι Άννενσκι. Οι πεποιθήσεις αυτές, καθαρά διαισθητικές, δίχως να τεκμηριώνονται από γεγονότα, δεν ήταν, παρόλα αυτά, ανοησίες ή καθαρά αποκυήματα της φαντασίας της· ήταν στοιχεία μιας δεμένης και αυστηρής θεωρίας, στενά συνδεδεμένης με τη μοίρα ολόκληρης της χώρας αλλά και της ίδιας της Αχμάτοβα. Η πίστη σ’ αυτές τις θεωρίες τη στήριζε και τη βοήθησε να διαμορφωθεί ως καλλιτέχνης. Ωστόσο, δεν ήταν οραματίστρια και ρεαλιστικά εκτιμούσε την πραγματικότητα. Ως παράδειγμα θα μπορούσε να εκληφθεί η εικόνα με την οποία η ίδια περιέγραψε τη ζωή στην Πετρούπολη πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πόσο λυπάμαι που δεν κατέγραψα τις λεπτομέρειες των συζητήσεών μας – όλους τους χαρακτηρισμούς που έδωσε σε ανθρώπους και γεγονότα!

Η Αχμάτοβα έζησε σε μια παράξενη εποχή, και, σύμφωνα με τα λόγια της Ναντιέζντα Μαντελστάμ, παρά τις δοκιμασίες που της έτυχαν στη ζωή, επέδειξε αληθινό ηρωισμό. Ποτέ – ούτε δημόσια, ούτε ιδιωτικά (μπροστά μου, για παράδειγμα), – ανοιχτά δεν κατηγόρησε το σοβιετικό καθεστώς, ενώ όλη η ζωή της ήταν – αν την εξετάσουμε σύμφωνα με τα λόγια του Χέρτσεν για τη ρωσική λογοτεχνία – μια αδιάκοπη κατηγορία. Η αγάπη και ο θαυμασμός, με τον οποίο σήμερα περιβάλλεται το όνομά της στη Σοβιετική Ένωση ως καλλιτέχνη και ως ανδρείο και ανυπόταχτο άνθρωπο, δεν έχουν, κατά τη γνώμη μου, ανάλογο στην ιστορία. Η ζωή της έγινε θρύλος, σιωπηλή αντίσταση ενάντια σε κάθε τι ανάξιο στην ίδια και στη χώρα (όπως είπε ο Μπελίνσκι για τον Χέρτσεν), την κατέστησαν ένδοξη μεγαλοφυΐα όχι μόνο για τη ρωσική λογοτεχνία, αλλά και για την ιστορία της Ρωσίας τον εικοστό αιώνα.

Θα επιστρέψω στην αρχή της αφήγησής μου. Να το σύντομο περιεχόμενο της έκθεσής μου στο Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών το 1945. Έγραψα ότι, προφανώς δεν υπάρχει άλλη χώρα εκτός της Σοβιετικής Ένωσης, όπου η ποίηση διδάσκεται σε τέτοιο όγκο και όπου το ενδιαφέρον γι’ αυτήν είναι τόσο μεγάλο. Δεν ξέρω, πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό – από την εγγενή αγνότητα του γούστου ή την απουσία χαμηλού επιπέδου λογοτεχνίας. Αυτό το ενδιαφέρον των αναγνωστών, αναμφίβολα, είναι ένα τεράστιο κίνητρο για τους ποιητές και τους κριτικούς. Τέτοιο κοινό οι δυτικοί συγγραφείς και δραματουργοί μπορούν μόνο να το ζηλεύουν. Αν φανταστούμε ότι γίνεται ένα θαύμα: ο πολιτικός έλεγχος να χαλαρώσει και η τέχνη αποκτήσει ελευθερία, είμαι πεπεισμένος ότι τότε στην κοινωνία – τόσο διψασμένη για κάθε τι το καινούργιο, η οποία διατήρησε το πνεύμα και τη θέληση για ζωή σε συνθήκες καταστροφών και τραγωδιών, πιθανόν, θανάσιμες για άλλους πολιτισμούς, – σε αυτή την κοινωνία η τέχνη θα άνθιζε με νέα πρωτόγνωρη δύναμη. Και όμως η αντίθεση ανάμεσα στο πιο ένθερμο ενδιαφέρον για τη ζώσα και αληθινή λογοτεχνία και την ύπαρξη αναγνωρισμένων και τιμώμενων συγγραφέων, το έργο των οποίων είναι νεκρό και άψυχο, είναι για μένα το πιο εκπληκτικό φαινόμενο της σοβιετικής κουλτούρας εκείνων των ημερών.

Έγραψα τα λόγια αυτά το 1945, αλλά, κατά τη γνώμη μου, ισχύουν μέχρι σήμερα. Η Ρωσία έζησε κατά το διάστημα αυτό ορισμένες απατηλές ανθίσεις, αλλά ο ήλιος για τη ρωσική διανόηση δεν έχει ανατείλει μέχρι σήμερα. Και η τρομερή δεσποτεία, άθελά της, σε κάποιο βαθμό, προστάτευσε την τέχνη από το να ξεπουληθεί και συνέβαλε στην εμφάνιση της ανδρείας και του ηρωισμού.

Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι στη Ρωσία – υπό διαφορετικά καθεστώτα, με όλες τις αδιανόητες ακρότητες, – διατηρείτο πάντα η ιδιόμορφη αίσθηση του γελοίου. Επιβεβαίωση αυτού μπορούμε να βρούμε ακόμη και στις πιο πικρές σελίδες του Γκόγκολ και του Ντοστογιέφσκι. Πόσο πολύ διαφέρει αυτή η άμεση, ειλικρινής, ελεύθερη ευφυΐα από τα λεπτομερώς επεξεργασμένα διασκεδαστικά νούμερα στη Δύση! Σημείωνα παρακάτω ότι η ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ είναι χαρακτηριστική σχεδόν για όλους τους Ρώσους συγγραφείς και ότι ακόμη και οι πιο πιστοί υπηρέτες του καθεστώτος το εκδηλώνουν σε στιγμές όπου χάνουν την επαγρύπνηση και την προσοχή τους. Αυτή η μανιέρα του να είναι συγκρατημένοι και να συζητούν είναι ιδιαίτερα γοητευτική για έναν ξένο επισκέπτη. Νομίζω πως αυτό ισχύει και για τη σημερινή εποχή.

Οι συναντήσεις και οι συζητήσεις μου με τον Παστερνάκ και την Αχμάτοβα, η επαφή μου και οι – ελάχιστα επιδεχόμενες περιγραφή – συνθήκες της ζωής και του έργου τους, η περιορισμένη τους ελευθερία και η υποχρεωτική τους υποταγή στις αρχές, η εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό μου, η φιλία μου μαζί τους – όλα αυτά σε σημαντικό βαθμό επέδρασαν στη διαμόρφωση των προσωπικών μου πεποιθήσεων και στην κοσμοαντίληψή μου, τα άλλαξαν.  Τώρα πια βλέπω τα ονόματα των δύο αυτών ποιητών στον Τύπο ή ακούω αναφορές σε αυτά, κι αμέσως πολύ ζωντανά ανακαλώ στη μνήμη μου τα πρόσωπα, τις χειρονομίες και τα λόγια τους.

Και σήμερα, διαβάζοντας τα έργα τους, ακούω τις φωνές τους.

 

 

[3] Σερ Μορίς Μπόρουα  (Sir Cecil Maurice Borwa, 1898–1971) – άγγλος επιστήμων ειδικός στην αρχαία φιλολογία, μεταφραστής της ρωσικής ποίησης. Συγγραφέας του βιβλίου «The heritage of Symbolism» (1943), επιμελητής της ανθολογίας «A book of Russian Verse» (1943). Είναι γνωστή η άποψη του Μορίς (Μπόρουα) για τον Ισάια Μπερλίν: «Αν και, σαν τον Κύριο μας και τον Σωκράτη, ελάχιστα εξέδωσε, εν τούτοις με το πλήθος των συζητήσεων και των ιδεών του επέδρασε σημαντικά στη σύγχρονη του εποχή». (Σ.τ.Μ.)

[4] Πρίγκιπας Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς Ομπολένσκι (1918–2001), επιστήμων, σλαβολόγος, καθηγητής της ρωσικής και της βαλκανικής ιστορίας, δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κέμπριτζ και της Οξφόρδης. (Σ.τ.Μ)

[5] Πρόκειται για λάθος του συγγραφέα, ο Λ. Γκουμιλιόφ και το Ν. Ν. Πούνιν συνελήφθηκαν το 1935 (Σ.τ.Μ.)

[6] Ντόλοχοφ: ήρωας του μυθιστορήματος του Λ. Τολστόι «Πόλεμος και ειρήνη»: αξιωματικός του συντάγματος Σεμιόνοφσκι, άριστος χαρτοπαίκτης και θιασώτης των μονομαχιών, «διάσημος στους κοσμικούς κύκλους της Πετρούπολης». Ήταν γνωστός για τον θρασύ του χαρακτήρα. (Σ.τ.Μ.)

[1]  Πρόκειται για λέξεις που χρησιμοποίησε ο Α. Ζντάνοφ στη διαβόητη πλέον ομιλία του προς τη συγκέντρωση των κομματικών στελεχών του Λένινγκραντ. Στην ουσία τα δανείστηκε από την κριτική του Μπορίς Έιχενμπάουμ, ο οποίος τα χρησιμοποίησε το 1926 προκειμένου να περιγράψει τα θρησκευτικά και ερωτικά μοτίβα στην ποίηση της Α. Αχμάτοβα. (Σ.τ.Μ.)

[2]  Evariste Desire de Forges, vicomte de Rarny (1753-1814) γάλλος ποιητής, εκ των θεμελιωτών της επονομαζόμενης «ελαφράς ποίησης». Έργα: «Poesies erotiques» (1778), «Opuscules poetiques» (1779).

[3] Peter Paul Rubens (1577-1650) εκτός από ταλαντούχος ζωγράφος, επικεφαλής της φλαμανδικής σχολής ζωγραφικής μπαρόκ, ήταν και γνωστός φιλόσοφος, αρχαιολόγος, αρχιτέκτονας και διπλωμάτης. Οι επιστολές του Ρούμπενς σε μετάφραση της Α. Αχμάτοβα εκδόθηκαν το 1933. (Σ.τ.Μ.)

[4]  Amanda Haight, Anna Akhmatova. A roetic Pilgrimage, Oxford University Press, 1976 (Σ.τ.Μ)

[5] Στα μέσα του 20ού αιώνα, στη μικρή πόλη της Σικελίας Ταορμίνα απένειμαν το λογοτεχνικό βραβειο «Έτνα – Ταορμίνα» σε μια σειρά επιφανών λογοτεχνών. Ανάμεσά τους ήταν ποιητές όπως ο Ντύλαν Τόμας, ο Σαλβατόρε Κουασιμόδο κ.ά. Η Αχμάτοβα τιμήθηκε με το βραβείο αυτό τον Δεκέμβριο του 1964 (Σ.τ.Μ).

[6] Ζίγκφιντ Σασσούν (Siegfried Loraine Sassoon, 1886-1967) άγγλος ποιητής και συγγραφέας, γνωστός για τα αντιπολεμικά του ποιήματα που έγραψε στα μέτωπα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. (Σ.τ.Μ)

[7] Το θέατρο Σέλντον είναι το κτίριο όπου στεγάζεται η διοίκηση του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και εκεί πραγματοποιούνταν οι επίσημες τελετές. Το κτίριο είναι έργο του αρχιτέκτονα Κρίστοφερ Ρενό. Χτίστηκε το 1699 με χορηγία του αρχιεπίσκοπου του Κεντέμπορι Γκίλμπερτ Σέλντον. (Σ.τ.Μ).

[8] Κολέγιο Μέρτον – ένα από τα αρχαιότερα κολέγια του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Ιδρύθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα. Μόνο 50, περίπου, άνθρωποι από τη Ρωσία τιμήθηκαν με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα, μεταξύ αυτών ο τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄, η Αχμάτοβα, ο Ντμίτρι Μεντβέντιεφ ο Ρομάν Γιάκομπσον κ.ά. (Σ.τ.Μ.)

(Visited 10 times, 1 visits today)
Close