Ι
Πέθανε τον Γενάρη, στις αρχές του χρόνου.
Κάτω από την λάμπα της εισόδου έκανε παγωνιά.
Δεν προλάβαινε να του δείξει η φύση
τις ομορφιές του κορ ντε μπαλέ.
Εξαιτίας του χιονιού τα τζάμια μίκραιναν.
Κάτω από την λάμπα στεκόταν ο τελάλης των ροκανιδιών.
Στα σταυροδρόμια πάγωναν οι νερόλακκοι.
Κλείδωσε την πόρτα με την αλυσίδα των χρόνων.
Η διαδοχή των ημερών δεν μέμφεται για χρεοκοπία
την οικογένεια των Μουσών. Παρόλη την ορφάνια της
η ποίηση θεμελιώθηκε στην συγγένεια
των ομοιόμορφων ημερών που τρέχουν προς τον ορίζοντα.
Χορεύοντας στην κόρη του ματιού και διαλυμένος στη λύμφη,
είναι συγγενής μόνο με την αιολική νύμφη,
όπως ο φίλος Νάρκισσος. Αλλά τη ρίμα του ημερολογίου
αυτή την ξέρει καλύτερα από άλλους.
Χωρίς κακές γκριμάτσες, χωρίς τη σκέψη του κακού,
απ’ όλες τις απλοχεριές του Μεγάλου Καταλόγου
ο θάνατος επιλέγει όχι την ομορφιά της συλλαβής
μα οπωσδήποτε τον ίδιο τον τραγουδιστή.
Δεν της χρειάζονται λιβάδια και λόχμες
πελάγη μεσ’ την μεγαλοπρεπή τους λάμψη·
είναι γενναιόδωρη, στο μικρό απόσπασμα
που σου επέτρεψε να στάξεις στην καρδιά.
Στις ερημιές έκοβαν ήδη ελάτια,
κι πετιόνταν απ’ τα κατώφλια θραύσματα,
και εγκαθίσταντο άγγελοι στο ράφι.
Καθολικός, έζησε ως τα Χριστούγεννα.
Αλλά, σαν θάλασσα θαρρείς την ώρα της πλημμυρίδας,
παλεύοντας με τα κύματα, δικαίως
επιλέγει το κύμα προς τα πίσω, βιαστικά
φεύγοντας από την γιορτή.
Και πλέον όχι ο Θεός, μα μόνο ο Χρόνος, ο Χρόνος
τον καλεί. Στη νεαρή πατριά
των τεράστιων κυμάτων οι κινήσεις του άχθους
στην άκρη του ανθισμένου θυσάνου
ανάλαφρα υψώνει κι, αφού αποχαιρέτησε, χτυπιέται
στην άκρη της γης, γελάει με το περίσσευμα των δυνάμεων του.
Και με τον Γενάρη του ο κόλπος εισχωρεί
σ’ εκείνη τη στεριά των ημερών, όπου απομένουμε εμείς.
ΙΙ
Μάγοι που διαβάζετε τα πρόσωπα, πού είστε;
Ελάτε δω! Κρατήστε το φωτοστέφανο:
Δυο πένθιμες φιγούρες κοιτάζουν το πάτωμα.
Πίνουν. Πόσο μοιάζουν οι μελωδίες τους!
Δυο κόρες – – μα δε θα το ‘λεγες πως είναι κόρες.
Όχι το πάθος, μα ο πόνος ορίζει το πάτωμα.
Η μία μοιάζει με τον Αδάμ στο προφίλ –
μα το χτένισμα της στην Εύα.
Σκύβοντας τα νυσταλέα της πρόσωπα
η Αμερική, όπου γεννήθηκε αυτός, και – –
η Αγγλία, όπου πέθανε αυτός, μελαγχολικά
στέκονταν στα πλάγια του τάφου του.
Και τα μαύρα σύννεφα πλέουν σαν καράβια στον ουρανό.
Μα κάθε τάφος – – είναι η άκρη της γης.
ΙΙΙ
Βγάλε το στεφάνι Απόλλωνα
απόθεσε το στα πόδια
του Έλιοτ, ως μεθόριο
της αθανασίας στον κορμιών τον κόσμο.
Ο θόρυβος των βημάτων κι ο ήχος της λύρας
Το δάσος τριγύρω θα θυμίζει.
Την μνήμη θα διακονεί
Μόνο εκείνο που θα ζει.
Το δάσος κι η κοιλάδα θα θυμάται.
Κι ο ίδιος ο Αίολος θα θυμάται.
Κάθε στάχυ θα θυμάται
Όπως ο Οράτιος Φλάκους πεθυμά
Τα δρεπάνια, Τόμας Στέρν μη φοβάσαι.
Είναι ασφαλής ο θερισμός.
Γρανίτης η μνήμη γρανίτης είναι
Η πικραλίδα θα τη σώσει.
Όπως ο έρωτας φεύγει μακριά,
μια νύχτα ξένη, για πάντα,
στη μέση την κραυγή, τις λέξεις, κόβοντας
εκείνη γίνεται άφατη, παρόλο που ‘ναι ζωντανή.
Έφυγες για τους άλλους, μα εμείς
αποκαλούμε βασίλειο του σκότους
τη χώρα εκείνη που κρυμμένη παραμένει.
12 Ιανουαρίου 1965
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©