Στις γωνιές ο θόρυβος της βροχής ανασταίνει,
τον χαιρετισμό της μιμόζας που σβήνει μέσα στην σκόνη.
Και το βράδυ μοιράζει το εικοσιτετράωρο στη μέση,
όπως το οκτώ σε μηδενικά το ψαλίδι-
και στην μέση μαζεύεται το ρολογιού η πλάκα,
κάνοντας την να μοιάζει με κιθάρα.
Στο βλέμμα που στην κιθάρα πέφτει
μια χούφτα μαλλιά θυμίζουν τον λαιμό της.
Η παλάμη της χαϊδεύει την μαντίλα.
Τα μαλλιά της μόλις που αγγίζουν τους ώμους-
και ακούγεται η μεγάλη της θλίψη·
τίποτα άλλο δεν έχω να κερδίσω.
Είμαστε μόνοι μας εδώ. Κι, εκτός από τα μάτια μας,
καρφωμένα του ενός στον άλλον στο μισοσκόταδο,
τίποτα άλλο δεν μας συνδέει πια
στην καγκελόφραχτη διαγωνίως φυλακή.
1963
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©
Шум ливня воскрешает по углам
салют мимозы, гаснущей в пыли.
И вечер делит сутки пополам,
как ножницы восьмерку на нули –
а в талии сужает циферблат,
с гитарой его сходство озарив.
У задержавшей на гитаре взгляд
пучок волос напоминает гриф.
Ее ладонь разглаживает шаль.
Волос ее коснуться или плеч –
и зазвучит окрепшая печаль;
другого ничего мне не извлечь.
Мы здесь одни. И, кроме наших глаз,
прикованных друг к другу в полутьме,
ничто уже не связывает нас
в зарешеченной наискось тюрьме.
1963