του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Οι δύο γίγαντες του ρωσικού θεάτρου, ο Κωνσταντίν Στανισλάφσκι και ο Βλαντίμιρ Νεμιρόβιτς – Ντάντσενκο ήταν άσπονδοι φίλοι και μεγάλοι ανταγωνιστές.
Οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν πάντα ένα αδιάβατο ναρκοπέδιο, αφού είχαν παρεξηγηθεί πολύ πριν τα τραγικά γεγονότα του 1917 και δεν μιλούσαν ο ένας στον άλλο, μέχρι που πέθαναν.
Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, ήταν ουσιαστικά δύο θέατρα: ένα του Στανισλάφσκι κι ένα του Νεμιρόβιτς – Ντάτσενκο.
Ο καθένας τους είχε την δική του γραμματεία, τον δικό του θίασο…
Κάποια στιγμή, το περιβάλλον τους, αντιμετωπίζοντας αυτή την αδιέξοδη και άβολη κατάσταση, αποφάσισε να τους συμφιλιώσει. Δημιουργήθηκε μία επιτροπή πρωτοβουλίες, έγιναν διαπραγματεύσεις και, κάποια στιγμή μετά από πολλές παλινωδίες, ταλαντεύσεις και καπρίτσια των δύο πλευρών, κατέληξαν σε ένα κοινά αποδεκτό σενάριο.
Σύμφωνα με τους εμπνευστές αυτού του σεναρίου, μετά την παράσταση του έργου «Ο τσάρος Φιοντόρ Ιωάννοβιτς» την οποία είχαν σκηνοθετήσει μαζί στα εγκαίνια του θεάτρου, θα ανέβαινε επί σκηνής όλος ο θίασος. Υπό τους ήχους της μουσικής και των χειροκροτημάτων θα έβγαινε εκ δεξιών ο Στανισλάφσκι και εξ ευωνύμων ο Νεμιρόβιτς – Ντάτσενκο. Φτάνοντας στο κέντρο, θα αντάλλασσαν χειραψία, επισφραγίζοντας την συμφιλίωση και την αιώνια φιλία τους. Θα ακολουθούσαν ζητωκραυγές του θιάσου και των θεατών, ανθοδέσμες κλπ.
Οι δύο πλευρές αποδέχτηκαν το σενάριο, γιατί όντως είχαν κουραστεί από αυτή την κατάσταση.
Την προκαθορισμένη ημέρα όλα κύλησαν ομαλά: ο θίασος μετά την λήξη της παράστασης, παρατάχθηκε επί σκηνής, η ορχήστρα άρχισε να παίζει μουσική και οι δύο σκηνοθέτες βγήκαν από τα παρασκήνια, κατευθυνόμενοι προς το κέντρο της σκηνής.
Ο Στανισλάφσκι όμως ήταν ένας πανύψηλος άντρας, σχεδόν διπλάσιος από τον Νεμιρόβιτς – Ντάτσενκο και με τις δρασκελιές των μεγάλων του ποδιών, έφτασε λίγο νωρίτερα από τον κοντόσωμο ανταγωνιστής του.
Ο Νεμιρόβιτς – Ντάτσενκο βλέποντας τον να φτάνει στο κέντρο της σκηνής, προσπάθησε να επιταχύνει το βήμα του, μα σκόνταψε και σωριάστηκε μπροστά ακριβώς στα πόδια του άσπονδου φίλου και ανταγωνιστή του.
Ο Στανισλάφσκι έριξε μία περιφρονητική ματιά στον ξαπλωμένο μπροστά του Νεμιρόβιτς και είπε με την βραχνή φωνή μου: Μα, μα… γιατί, τι συμβαίνει;…»
Μετά από αυτό δεν μίλησαν ποτέ ξανά.