Την 20η Ιανουαρίου 1872 ο Ντοστογιέφσκι έγραψε σε μια άγνωστη παραλήπτρια την ακόλουθη επιστολή.
Αξιαγάπητη κυρία.
Κόμισα Βαρβάρα Ντμίτριεβνα!
Την από 6η Δεκεμβρίου επιστολή σας είχα την τιμή να παραλάβω μόλις αυτή την εβδομάδα. Πρώτον, η διεύθυνση δεν ήταν σωστή και, εκτός από αυτό, ήμουν για έναν ολόκληρο μήνα στη Μόσχα, συνεπώς η επιστολή σας όλο αυτό το διάστημα με περίμενε στο γραφείο μου στην Πετρούπολη. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή που δείξατε στο μυθιστόρημά μου: μερικές φορές καταφέρνω να εκτιμήσω την ειλικρινή απόκριση και η δική Σας, και τα δικά Σας εγκώμια με κολακεύουν. Για αυτού του είδους τις αποκρίσεις και ζεις και γράφεις, όταν στο λογοτεχνικό μας κόσμο όλα είναι απεναντίας τόσο συμβατικά, τόσο διφορούμενα και τόσο ιδιόμορφα, δηλαδή τόσο πληκτικά, επίσημα, ιδιαίτερα τα εγκώμια και οι κολακευτικές κριτικές. Αναφορικά με την πρόθεσή Σας να διασκευάσετε το μυθιστόρημά μου σε θεατρικό έργο, φυσικά, συμφωνώ απολύτως εξαιτίας της αρχής που έχω να μπαίνω εμπόδιο σε τέτοιες απόπειρες ∙ δεν μπορώ όμως να μην Σας υπογραμμίσω ότι σχεδόν πάντα παρόμοιες απόπειρες δεν γνώρισαν επιτυχία, τουλάχιστον ικανοποιητική.
Υπάρχει κάποιο μυστικό της τέχνης, σύμφωνα με το οποίο η επική φόρμα μερικές φορές δεν βρίσκει την αντιστοιχία της στη δραματουργία. Πιστεύω, μάλιστα, ότι για διάφορες μορφές της τέχνης υπάρχουν και οι αντίστοιχες σειρές ποιητικών σκέψεων, έτσι που μία σκέψη δεν μπορεί μερικές φορές να εκφραστεί σε άλλη, μη αντίστοιχη προς αυτήν φόρμα.
Είναι άλλο πράγμα, αν Εσείς επεξεργαστείτε περισσότερο και αλλάξετε το μυθιστόρημα, διατηρώντας απλά ένα επεισόδιο για τη διασκευή του σε θεατρικό έργο, ή, αν έχοντας πάρει την πρωταρχική σκέψη, αλλάξετε εντελώς την πλοκή…
Ωστόσο, κάθε άλλο παρά σας παρακαλώ να εκλάβετε τα λόγια μου ως προσπάθεια να σας πείσω περί του αντιθέτου. Επαναλαμβάνω, συμμερίζομαι απόλυτα την πρόθεσή σας, η δε επιθυμία Σας να ολοκληρώσετε αυτό το έργο με κολακεύει πολύ…
Για άλλη μια φορά σας ζητώ συγγνώμη που καθυστέρησα να σας απαντήσω – είμαι ένοχος χωρίς να φταίω.
Δεχτείτε, κόμισα, τη διαβεβαίωση για την βαθύτατο σεβασμό μου προς το πρόσωπό σας.
Πιστός σας υπηρέτης
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Η επιστολή αυτή έχει τεράστιο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Είναι η μοναδική φορά όπου ο Ντοστογιέφσκι διατύπωσε την άποψή του για τη θεατρική διασκευή των μυθιστορημάτων του, σε σχέση με το γενικό ερώτημα αν έχουμε το δικαίωμα να παραβιάζουμε την καλλιτεχνική φόρμα, την οποία υιοθέτησε ο δημιουργός. Το ερώτημα για την σκηνική επεξεργασία διατυπώνεται από τη γραφίδα του Ντοστογιέφσκι και μετατρέπεται σε ένα από τα θεμελιώδη ζητήματα της γενικής ποιητικής.
Αφορμή για αυτήν την εκπληκτική επιστολή στάθηκε το γεγονός ότι μία από τις αναγνώστριες απευθύνθηκε στο συγγραφέα με την πρόταση «να διασκευάσει το μυθιστόρημα του σε θεατρικό έργο».
Για ποιο μυθιστόρημα γίνεται λόγος; Χωρίς καμία αμφιβολία για τους «Δαιμονισμένους», οι οποίοι εκείνη την εποχή δημοσιεύονταν στο «Ρωσικό ταχυδρόμο». Οι ειλικρινείς ευχαριστίες του Ντοστογιέφσκι «για την προσοχή προς το μυθιστόρημα», για την κολακευτική κριτική και το εγκώμιο αφορούν, φυσικά, στο έργο που δημοσιεύεται εκείνη την εποχή, ενώ η ημερομηνία των δύο επιστολών (6 Δεκεμβρίου 1871 και 20 Ιανουαρίου 1872) υποδεικνύουν τα δύο πρώτα μέρη των «Δαιμονισμένων», τα οποία εκείνη την περίοδο είχαν δημοσιευτεί στο περιοδικό.
Η σχέση του Ντοστογιέφσκι απέναντι στο σχέδιο της διασκευής του μυθιστορήματός του είναι εμφανώς αρνητική. Πέρα από τις ευγένειες, την ευγνωμοσύνη και τη συμφωνία του κολακευμένου δημιουργού, διαφαίνεται η σκεπτική του δυσπιστία απέναντι στο εγχείρημα της κυρίας που αλληλογραφεί μαζί του.
Εξ αρχής σημειώνει πως συμφωνεί εξαιτίας της «αρχής που έχει να μην μπαίνει εμπόδιο σε τέτοιες απόπειρες». «Δεν μπορώ όμως να μην παρατηρήσω – συνεχίζει ο μυθιστοριογράφος, – ότι σχεδόν πάντα παρόμοιες απόπειρες δεν γνώρισαν επιτυχία, τουλάχιστον, ικανοποιητική».
Μας είναι γνωστό ότι όσο ζούσε ο Ντοστογιέφσκι, όντως, είχαν γίνει απόπειρες θεατρικής διασκευής των έργων του. Έτσι, το 1878, δημοσιεύτηκε η κωμωδία σε τρεις πράξεις κάποιου Λ. Μ. Αντρόποφ «Γοητευτικό όνειρο», η πλοκή του οποίου ήταν δάνεια από τη νουβέλα του Ντοστογιέφσκι. Είναι πολύ πιθανόν, η εμπειρία αυτή να θεωρήθηκε από το συγγραφέα ως μη επιτυχημένη, ως προσπάθεια που τελικά υπονόμευσε την ίδια την ιδέα κάθε διασκευής.
Ο Ντοστογιέφσκι όμως ορίζει ως αφετηρία του και άλλες, πολύ ευρύτερες σε θέματα αρχής απόψεις του. Η αισθητική του μεγάλου καλλιτέχνη του υπαγορεύει τους αταλάντευτους κανόνες της δημιουργίας του. Με την αυτοπεποίθηση του έμπειρου τεχνίτη του λόγου, διατυπώνει αυτούς τους αταλάντευτα καλλιτεχνικούς νόμους.
«Υπάρχει κάποιο μυστικό της τέχνης, σύμφωνα με το οποίο η επική φόρμα μερικές φορές δεν βρίσκει την αντιστοιχία της στη δραματουργία. Πιστεύω, μάλιστα, ότι για διάφορες μορφές της τέχνης υπάρχουν και οι αντίστοιχες σειρές ποιητικών σκέψεων, έτσι που μία σκέψη δεν μπορεί μερικές φορές να εκφραστεί σε άλλη, μη αντίστοιχη προς αυτήν φόρμα».
Αυτή η πεποίθηση του Ντοστογιέφσκι είναι αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας και περίπλοκης δημιουργικής εμπειρίας. Κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης δεκαετίας, δηλαδή τη μισή απόσταση της συνολικής καλλιτεχνικής του διαδρομής, – δεν παύει να ονειρεύεται τη δραματουργία. Στα χρόνια της νιότης του είχε γράψει μερικά θεατρικά έργα στο πνεύμα του «ρομαντικού θεάτρου» που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή – «Μαρία Στιούαρτ», «Μπορίς Γκοντουνόφ», «Ζιντ Γιάνκελ». Εκείνη την εποχή θεωρεί πως το θέατρο ήταν η βασική του κλίση. «Θα ανεβάσω οπωσδήποτε ένα δράμα. Αυτό θα μου εξασφαλίσει τα προς το ζειν», γράφει στον αδελφό του το φθινόπωρο του 1844.
Αυτή η έλξη προς τη δραματουργία δεν χάνεται ούτε όταν βρίσκεται στη Σιβηρία. «Τώρα θα γράφω μυθιστορήματα και θεατρικά έργα», ανακοινώνει στον αδελφό του πριν επιστρέψει στην Πετρούπολη. Στη Σιβηρία αρχίζει να γράφει μια κωμωδία στο πνεύμα του Ταρτούφου του Μολιέρου. Όλα όμως αυτά τα σχέδια και οι απόπειρες δεν είναι σε θέση να καθορίσουν τη βασική γραμμή της δημιουργικής του πορείας. Η κλίση του μυθιστοριογράφου διαρκώς βγαίνει στην επιφάνεια και κυριαρχεί πάνω σε όλους τους εφήμερους στόχους. Το ενδιαφέρον για το θέατρο περιορίζεται μόνο στην τεχνική των επιφυλλίδων, στην ενίσχυση των διαλογικών μερών, στις καταστροφικού τύπου εντυπώσεις της αφηγηματικής σύνθεσης – αλλά η «επική φόρμα» παραμένει η μοναδική φόρμα του Ντοστογιέφσκι – καλλιτέχνη, και σε όλη την τεράστια λογοτεχνική του κληρονομιά δεν υπάρχει ούτε μία δραματική απόπειρα που να έφτασε μέχρι τις μέρες μας.
Υπ’ αυτή την έννοια ιδιαίτερα ενδεικτική είναι η ιστορία του «Χωριού Στεπάντσικοφ».
Άρχισε να γράφεται σε θεατρική μορφή, το αναπόφευκτο όμως των εσωτερικών νόμων της δημιουργίας του Ντοστογιέφσκι γρήγορα το μετέτρεψε σε «κωμικό μυθιστόρημα».
«Αστειευόμενος ξεκίνησα να γράφω μια κωμωδία, – μας πληροφορεί για αυτό το έργο – και αστειευόμενος προκάλεσα τέτοια κωμική κατάσταση, τόσο κωμικά πρόσωπα και μου άρεσε τόσο πολύ ο νέος μου ήρωας που εγκατέλειψα τη φόρμα, της κωμωδίας, ανεξάρτητα από το ότι ήταν πετυχημένη, και θέλοντας να απολαύσω όσο το δυνατόν περισσότερο τις περιπέτειες του νέου μου ήρωα και να γελάω μαζί του … Κοντολογίς, γράφω ένα κωμικό μυθιστόρημα».
Η δραματουργία δεν έδινε στον Ντοστογιέφσκι τον αναγκαίο χώρο που επιθυμούσε για να αναπτύξει την αιώνια ροπή του προς την περιπετειώδη αφήγηση. «Ο ορίζοντας του ελεύθερου μυθιστορήματος» δεν έπαψε ούτε στιγμή να τον γοητεύει και μονίμως καταβρόχθιζε τα θεατρικά του σχέδια. Στη δεκαετία του 1860 απομακρύνεται κάπως από αυτές τις θεατρικές ονειροπολήσεις, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1870 ξεκάθαρα σχηματίζει την πεποίθησή του ότι «η επική μορφή ποτέ δε θα μπορέσει να συνεργαστεί με τη δραματουργία».
Ανεξάρτητα από την μεταγενέστερη θορυβώδη επιτυχία των διασκευών του Ντοστογιέφσκι στη Ρωσία και στη Δύση, οι οποίες αποκάλυψαν το μεγάλο δραματουργικό του ένστικτο, αυτός κυρίως, φυσικά, έχει δίκιο. Ο καλλιτεχνικός χαρακτήρας, η ολότητα, η οργανική ενότητα των μεγάλων φιλοσοφικών – περιπετειωδών μυθιστορημάτων χάνεται εντελώς στη σκηνή, η οποία διατηρεί μόνο τον οξυμμένο δραματικά χαρακτήρα της δολοπλοκίας και την εκφραστική πλαστικότητα των χαρακτήρων. Η σύλληψη όμως και το σχέδιο του μυθιστοριογράφου θυσιάζονται στον δεσποτισμό των σκηνικών απαιτήσεων.
Να γιατί ο Ντοστογιέφσκι με την εκπληκτική του διορατικότητα βλέπει έναν άλλο δρόμο: να διασκευαστεί όχι το μυθιστόρημα, αλλά ένα συγκεκριμένο επεισόδιο του μυθιστορήματος, κατάλληλο για διασκευή ή να επεξεργαστεί ξανά αλλά θεατρικά αυτή τη φορά, τη βασική ιδέα του μυθιστορήματος. Ο δραματουργός θα πρέπει να δημιουργεί με το δικό του τρόπο και δανειζόμενος τον σπόρο της βασικής ιδέας είναι υποχρεωμένος να την αναπτύξει ανεξάρτητα και ελεύθερα.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Ντοστογιέφσκι διαφέρει ριζικά από τις κυρίαρχες μέχρι πρόσφατα σ’ εμάς θεωρίες των «διασκευών». Ως ύψιστη αρετή αυτών των διασκευών θεωρείτο η μέγιστη εγγύτητα με το κείμενο του συγγραφέα. Ούτε μία παρεκτροπή, ούτε μια ξένη λέξη. Το καλλιτεχνικό θέατρο μάλιστα εισήγαγε τον αναγνώστη, ο οποίος κυριολεκτικά διάβαζε ενώπιον του κοινού σελίδες του μυθιστορήματος, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την σκηνική παρουσία, τη μορφή, το δραματουργικό αποτέλεσμα. Το ευγενικό πάθος για το κείμενο του δημιουργού, κατάλληλο για την ακαδημία ή για ένα πανεπιστημιακό σεμινάριο, προφανώς απαιτούσε μιαν άλλη σχέση προς το θέατρο, στο βαθμό που η σκηνή μοιραία και αυταρχικά έτσι κι αλλιώς θα παρήγαγε τη δική της αλλαγή, παίρνοντας από ένα αυτόνομο έργο διάφορα αποσπάσματα.
Και εδώ η ποιητική του Ντοστογιέφσκι παραμένει αλάθητη: «Είναι άλλο πράγμα, αν Εσείς επεξεργαστείτε περισσότερο και αλλάξετε το μυθιστόρημα, διατηρώντας απλά ένα επεισόδιο για τη διασκευή του σε θεατρικό έργο, ή, αν έχοντας πάρει την πρωταρχική σκέψη, αλλάξετε εντελώς την πλοκή…»
Ο μεγάλος δημιουργός απαιτεί από τους παράγοντες του θεάτρου που εμπνεύστηκαν απ’ αυτόν, να δημιουργήσουν μόνοι τους. Να μην χωρίσουν μηχανικά το ολοκληρωμένο και ενιαίο μυθιστόρημα σε πράξεις, σκηνές και διαλόγους, αλλά να αναδημιουργήσουν από αυτό ένα νέο θεατρικό έργο, κατά την ελεύθερη διαδικασία της καλλιτεχνικής μεταμόρφωσης της βασικής ιδέας.
Ο εμπνευσμένος παρατηρητής των τραγικών μορφών, ο ισχυρός πλάστης των ανθρώπινων μασκών, ο Ντοστογιέφσκι κυριολεκτικά υπαγορεύει στο σκηνοθέτη, τον ηθοποιό, το δραματουργό, οι οποίοι έχουν σαγηνευτεί από τα έργα του:
– Πιο πολλή τόλμη. Με γενναιότητα και αποφασιστικότητα ξεδιπλώστε το αυθεντικό δημιουργικό σας σχέδιο. Η διασκευή του μυθιστορήματος για τη σκηνή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όχι, το μυθιστόρημα ας παραμείνει το τραμπολίνο για την ελεύθερη φαντασία σας, ας παραμείνει απλά η παρτιτούρα για το ελεύθερο και εμπνευσμένο σας παίξιμο. Φερθείτε στους «Δαιμονισμένους», τους «Καραμάζοφ» τους «Ρασκόλνικοφ», όπως ο Σαίξπηρ φέρθηκε σε διάφορα ιταλικά χρονικά. Δημιουργήστε εξ αρχής, διαλύστε την πλοκή, κατακερματίστε τη μυθιστορηματική φόρμα, – γιατί αυτή δεν έχει καμιά δουλειά πάνω στη σκηνή – και σε αυτή την εξέγερση εναντίον του κειμένου μου δημιουργήστε θεατρικές αξίες σύμφωνες με τους νόμους της τραγωδίας, της φάρσας ή του μελοδράματος. Για όλα αυτά σας ρίχνω με γενναιοδωρία το υλικό, μα πάρτε το για μια σφυρηλασία, για ένα νέο ξαναλιώσιμο, για ένδοξες και γενναίες μεταμορφώσεις, γιατί αναλλοίωτος παραμένει ο μεγάλος νόμος κάθε τέχνης: «η σκέψη δεν μπορεί μερικές φορές να εκφραστεί σε αναντίστοιχη με αυτή φόρμα».
Λεονίντ Πετρόβιτς Γκρόσσμαν (1888 – 1965), Ρώσος κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας, συγγραφέας, καθηγητής πανεπιστημίου.
Είναι γόνος οικογένεια ιατρού. Το 1911 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νοβοροσίσκ στην Οδησσό, στο οποίο και ξεκίνησε τη διδακτική του δραστηριότητα.
Το 1921 μετακόμισε στη Μόσχα και άρχισε να διδάσκει στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτου «Μπριούσοφ». Στη συνέχεια εργάστηκε ως επιστημονικός γραμματέας της τομέα λογοτεχνίας της Κρατικής Ακαδημίας Λογοτεχνίας, στο τμήμα λογοτεχνίας των Κρατικών Εκδόσεων και κατά διαστήματα δίδαξε σε διάφορα παιδαγωγικά ινστιτούτα της Μόσχας. Το 1948 κατηγορήθηκε μαζί με άλλους επιστήμονες για «κοσμοπολιτισμό». Έχει γράψει πολλά έργα, μονογραφίες, άρθρα, κριτικές κλπ. Οι βιογραφίες του Πούσκιν και του Ντοστογιέφσκι που ανήκουν στη γραφίδα του μέχρι σήμερα είναι σημεία αναφοράς για τους μελετητές σε όλον τον κόσμο.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Από την #2 Στέπα