συνέντευξη στο Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Η Λιουντμίλα Γιεβγκένιεβα Ουλίτσκαγια, είναι μια από τις πιο φωτεινές μορφές της σύγχρονης Ρωσίας. Συγγραφέας με περισσότερα από εξήντα βιβλία στο ενεργητικό της, σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες, βιβλία για παιδιά, αλλά και δοκίμια, η Ουλίτσκαγια έχει αφήσει τη δική της προσωπική σφραγίδα στην ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας.
Η εβδομηντάχρονη, σήμερα, Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια είναι μια εμβληματική μορφή της σύγχρονης Ρωσίας, μια γενναία γυναίκα που δε διστάζει να αρθρώσει έναν δημόσιο λόγο διαφορετικό από εκείνο που εκφέρει η πλειοψηφία των ρώσων διανοουμένων. Συνεχίζοντας μια μακρά παράδοση ελευθεροφροσύνης, υψώνει το πνευματικό της ανάστημα, γνωρίζοντας πως το μακρύ ταξίδι μέσα στη νύχτα, οδηγεί, μερικές φορές στο εκτυφλωτικό φως της αλήθειας που ξημερώνει.
Γεννήθηκε στην Μπασκιρία, στα Ουράλια όρη, το 1943, όπου είχε μεταφερθεί η οικογένεια της. Τόσο ο παππούς της από την πλευρά του πατέρα της, ο Γιάκοφ Σαμοΐλοβιτς Ουλίτσκια όσο και εκείνος από την πλευρά της μητέρας της, ο Μπορίς Γιεφίμοβιτς Γκίνζμπουργκ, υπέστησαν διώξεις από το σταλινικό καθεστώς και πέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους έγκλειστοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Μετά τον πόλεμο η οικογένεια της επέστρεψε στη Μόσχα, όπου η Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της και στη συνέχεια έγινε δεκτή στη Σχολή Βιολογίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Μετά την αποφοίτησή της, εργάστηκε για δύο χρόνια στο Ινστιτούτο Γενετικής της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Για τη συμμετοχή της στο κίνημα των αντιφρονούντων της δεκαετίας του ΄60 και του ΄70 και για τη διάδοση υλικού του κινήματος «Σαμιζντάντ» (διακίνηση χειρόγραφων ή δακτυλόγραφων κειμένων λογοτεχνίας, ποίησης και πολιτικής), η Ουλίτσκαγια απολύθηκε από τη δουλειά της.
Έκτοτε, η Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια δεν εργάστηκε ποτέ ξανά στο δημόσιο τομέα. Άλλαξε πολλές δουλειές: ξεναγός στο Εβραϊκό Μουσικό μουσείο, συγγραφέας θεατρικών έργων για παιδιά, σεναριογράφος για ραδιοφωνικές εκπομπές, για θεατρικές εκπομπές σε παιδικά θέατρα και κουκλοθέατρα, επιμελητής θεατρικών έργων και μεταφράστρια ποιημάτων από τη μογγολική γλώσσα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 αρχίζει να δημοσιεύει έργα της, διηγήματα κατά κύριο λόγο, σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Έγινε ευρέως γνωστή μετά την προβολή των ταινιών «Αδελφές Λίμπερτι» (1990) με σκηνοθέτη του Βλαντίμιρ Γραμμάτικοφ και «Γυναίκα για όλους» (1991) με σκηνοθέτη τον Ανατόλι Ματέσκο», τα σενάρια των οποίων είχε γράψει. Ένα χρόνο αργότερα, στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέος κόσμος» ,δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα της «Σόνιετκα», το οποίο, δύο χρόνια αργότερα, στη Γαλλία θεωρήθηκε ως το καλύτερο μεταφρασμένο βιβλίο της χρονιάς και της απονεμήθηκε το βραβείο «Μεντίτσι».
Το 2007 ίδρυσε το «Ίδρυμα Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια» που έχει ως στόχο την υποστήριξη ανθρωπιστικών πρωτοβουλιών. Ένα από τα προγράμματα του Ιδρύματος είναι το πρόγραμμα «Καλά βιβλία», στα πλαίσια του οποίου η Ουλίτσκαγια επιλέγει βιβλία ρωσικών εκδοτικών οίκων και με δικά της έξοδα εμπλουτίζει τις διάφορες τοπικές βιβλιοθήκες.
Από το 2007 μέχρι και το 2010 ασχολήθηκε με την επιλογή και έκδοση βιβλίων διαφόρων συγγραφέων με αντικείμενο την πολιτιστική ανθρωπολογία για παιδιά , με γενικό τίτλο «Ο άλλος, οι άλλοι, για τους άλλους», πράγμα που προκάλεσε αντιδράσεις από τους πιο συντηρητικούς κύκλους του πολιτικού κατεστημένου της Ρωσίας και πολλαπλασιάστηκαν οι δημόσιες επιθέσεις εναντίον της.
Φέτος τον Μάιο, μετά από μηνυτήριες αναφορές ιερέων στην πόλη Οριόλ, η Γενική Εισαγγελία της Ρωσίας, ξεκίνησε ανακρίσεις, ελέγχοντας το περιεχόμενο των βιβλίων της Ουλίτσκαγια με την κατηγορία της «προπαγάνδας μη παραδοσιακών μορφών ερωτικού προσανατολισμού» μεταξύ ανηλίκων.
Εκείνο όμως που οδήγησε στη σχεδόν δημόσια διαπόμπευσή της, είναι η συμμετοχή της στο συνέδριο «Ουκρανία – Ρωσία: διάλογος», το οποίο διεξήχθη στις 24 και 25 Απριλίου 2014 στο Κίεβο, όπου διατύπωσε τις ενστάσεις της σχετικά με την πολιτική της Ρωσίας, αλλά και τις αιτιάσεις της για την εσωτερική πολιτική κατάσταση στη Ρωσία, σημειώνοντας πως «η ακολουθούμενη σήμερα πολιτική της Ρωσίας μετατρέπει τη χώρα σε χώρα βαρβάρων».
Στο βιβλίο σας “Τα ιερά σκουπίδια”, όπου υπάρχει πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, αναφέρεστε στο δέσιμο με τα πράγματα. Αυτό με οδήγησε στη σκέψη αν ο άνθρωπος μπορεί να διαχειριστεί τις αλλαγές που φέρνει η ζωή. Συμμερίζεστε την άποψη ότι ο Ρώσος είναι πολύ συντηρητικός και πολύ δύσκολα αποδέχεται τις αλλαγές;
Δεν νομίζω πως μπορούμε να ελέγξουμε τη ζωή μας, μπορούμε όμως να προσαρμοζόμαστε στις αλλαγές. Και στο σημείο αυτό έχουμε πάρα πολλές δυνατότητες. Αναφορικά με τη συντηρητικότητα του Ρώσου, θα μπορούσα να συμφωνήσω, αν δεν υπήρχαν τόσα πολλά παραδείγματα που φανερώνουν το ακριβώς αντίθετο – την έλξη που νιώθει από το καινοτόμο. Έχουμε άπειρα και τελείως διαφορετικά παραδείγματα που το αποδεικνύουν αυτό. Η ρωσική επανάσταση είναι το πιο έντονο παράδειγμα που συνηγορεί υπέρ της άποψής μου. Η ρωσική πρωτοπορία είναι ένα ακόμη παράδειγμα. Γι’ αυτό και θα ήμουν πολύ επιφυλακτική αναφερόμενη στο συντηρητισμό.
Στο ίδιο σας βιβλίο, “Τα ιερά σκουπίδια” γράφετε: “Όταν καθαρίζεις το γραφείο από τις στοίβες των γραμμένων σελίδων, τότε αρχίζει η προσωπική ζωή του βιβλίου”. Ποιο από τα βιβλία σας θα θέλατε να φέρετε ξανά στο γραφείο σας για να το ξαναγράψετε ή τουλάχιστον, να το αλλάξετε πολύ;
Πριν από μερικά χρόνια έφυγα από έναν εκδοτικό οίκο και πήγα σε έναν άλλο, τότε διάβασα όλα όσα είχα γράψει και με χαρά κατάλαβα πως εκτός από μία μικρή διόρθωση που έπρεπε να γίνει, τα βιβλία μου δεν μου έδωσαν την παραμικρή πίκρα. Μάλλον, όμως, σήμερα θα αντιμετώπιζα όλο αυτό το υλικό πολύ διαφορετικά, πράγμα για το οποίο δε ντρέπομαι καθόλου.
Σε πολλά από τα έργα σας, οι ήρωες ζουν και βιώνουν το αδιέξοδο της καθημερινής ζωής και την απουσία προοπτικών για το μέλλον. Πιστεύετε ότι ο απλός, ο καθημερινός άνθρωπος μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα ενάντια στη θέληση της εξουσίας;
Όχι, δεν μπορούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα, εκείνο που μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε είναι να αλλάξουμε τη σχέση μας με αυτή.
Ούτε η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τον κόσμο;
Νομίζω πως όχι. Η λογοτεχνία ομορφαίνει τον κόσμο.
Τότε, αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα σχετικά με το αν έχει νόημα η συγγραφική δραστηριότητα;
Δεν θα έλεγα πως δεν έχει νόημα. Ωστόσο, η καλλιτεχνική δημιουργία δεν έχει άλλο, παρά μόνο την ίδια τη διαδικασία. Έτσι νομίζω εγώ, τουλάχιστον.
Μπορεί ο συγγραφέας να χειραγωγήσει τις αισθήσεις και τα αισθήματα του αναγνώστη;
Ω ναι μπορεί! Μπορεί και παραμπορεί. Όταν ο Γκαίτε έγραψε τα “Πάθη του νεαρού Βέρθερου”, στη Γερμανία είχε ξεσπάσει επιδημία αυτοκτονιών! Ιδού ένα μόνο, χαρακτηριστικό παράδειγμα!
Ποιον θεωρείται μεγαλύτερο εχθρό του λογοτέχνη;
Κάθε εποχή έχει το δικό της εχθρό. Η δική μας έχει την εμπορευματοποίηση. Ο συγγραφέας είναι “υποχρεωμένος” να παραδώσει ένα “εμπόρευμα”, το οποίο πρέπει να αρέσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους “καταναλωτές”. Και αυτό είναι ένας μεγάλος πειρασμός.
Ποιος είναι ο ρόλος της μνήμης, κατά τη γνώμη σας, στη δημιουργία του λογοτεχνικού ήρωα;
Νομίζω πως είναι πολύ μεγάλη. Ο κάθε συγγραφέας έχει το δικό του εργαστήριο, για ορισμένους είναι πολύ σημαντική η φαντασία, για άλλους η πραγματικότητα μέσα από την οποία γεννιούνται οι συνάψεις της.
Η ιστορία και ο άνθρωπος είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα της ρωσικής λογοτεχνίας. Μπορεί ο συγγραφέας να ζει και να δημιουργεί εκτός ιστορίας;
Δε γνωρίζω τέτοια παραδείγματα. Η ιστορία, ο χρόνος, οι συνθήκες της ζωής, η κοινωνική θέση, όλα αυτά αφήνουν μια μεγάλη σφραγίδα στα έργα. Και πολύ καλώς συμβαίνει αυτό, κατά τη γνώμη μου.
Ορισμένα από τα βιβλία σας μεταφέρθηκαν στη μικρή και την μεγάλη οθόνη. Επηρέασε το γεγονός αυτό στον τρόπο γραφής σας;
Νομίζω πως όχι. Οι μεταφορές στην οθόνη των έργων μου, στην πραγματικότητα, δεν είχαν ιδιαίτερα μεγάλη επιτυχία. Γνωρίζω πολύ καλά τη διαφορά ανάμεσα στην πρόζα και το σενάριο, το οποίο είναι πάντα στο μεγαλύτερο μέρος του ,ένα κείμενο εργασίας. Είναι τελείως διαφορετικοί οι στόχοι της πεζογραφίας και του σεναρίου.
Πώς είναι το καθημερινό πρόγραμμα ενός τόσο δραστήριου ανθρώπου όπως εσείς; Πώς καταφέρνετε και συνδυάζετε τη συγγραφική δραστηριότητα που απαιτεί απομόνωση, αυτοσυγκέντρωση και αυτοπειθαρχία με την έντονη κοινωνική δραστηριότητα;
Είναι ένα πολύ δύσκολο και βαρυφορτωμένο πρόγραμμα. Δεν μου αρέσει η κοινωνική εργασία, ορισμένες όμως φορές, πρέπει να αφιερώσω χρόνο και σε αυτές τις δραστηριότητες. Στην δική μου περίπτωση είναι κάτι που υπαγορεύουν οι περιστάσεις της ζωής.
Είστε ευχαριστημένη από το επίπεδο της κριτικής στη σημερινή Ρωσία;
Τη γνωρίζω ελάχιστα. Είναι κάτι που δεν προλαβαίνω να κάνω, να τη γνωρίσω δηλαδή, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν μου φτάνει ο χρόνος.
Στη Ρωσία έχετε πάρα πολλά βραβεία για τους λογοτέχνες. Πιστεύετε ότι αυτό συμβάλει στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας και την άνοδο του επιπέδου της ή απλά δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μη υγιούς ανταγωνισμού σε βάρος της λογοτεχνίας;
Τα βραβεία είναι καλά για τους νεοεμφανιζόμενους συγγραφείς. Το βραβείο τους επιτρέπει να κάνουν αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε “ως προώθηση” των βιβλίων τους και υπ’ αυτή την έννοια είναι χρήσιμα. Ο διαγωνισμός καθεαυτός δεν έχει τίποτα το κακό και επιλήψιμο. Τώρα, όσον αφορά, στον ανταγωνισμό, το φθόνο και τη ζηλοφθονία, νομίζω πως τα αισθήματα αυτά υπάρχουν μια χαρά και χωρίς τα βραβεία.
Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων στη Ρωσία διεξάγεται ο πόλεμος μεταξύ των Σλαβόφιλων και των Δυτικίζοντων. Θα ήταν σωστό να θεωρήσουμε αυτή την αντιδικία ως τη μοιραία αντιδικία στο εσωτερικό της Ρωσίας;
Ναι, πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό της ζωής στη Ρωσία. Κατά τη διάρκεια τριών αιώνων η Ρωσία ταλαντεύεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και σήμερα για άλλη μια φορά βρισκόμαστε στο πιο απομακρυσμένο σημείο από την ευρωπαϊκή πορεία.
Στο μυθιστόρημα σας “Πράσινο αντίσκηνο” αναφέρεστε στη ζωή των αντιφρονούντων στη δεκαετία του 1960. Είναι δυνατή μια τέτοια “επιστροφή” στην κοινωνική ζωή της σύγχρονης Ρωσίας;
Νομίζω πως κάθε εποχή έχει τις δικές της μορφές αλληλεπίδρασης μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους. Επίσης, είναι διαφορετικοί οι στόχοι. Όχι, οι “άνθρωποι της δεκαετίας του ’60” ανήκουν οριστικά στο παρελθόν, έπαιξαν το ρόλο τους και στη θέση τους θα έρθουν άλλοι άνθρωποι, με άλλες ιδέες. Υπάρχουν ήδη.
Η Ρωσία και η Δύση μπορούν να καταλάβουν η μία την άλλη και κατά ποιο τρόπο; Ποιος ο ρόλος του πολιτισμού γενικά και της λογοτεχνίας ειδικότερα στη διαδικασία αλληλοκατανόησης τόσο διαφορετικών μεταξύ τους κοινωνιών;
Δεν πρόκειται για ζήτημα που προέκυψε τελευταία. Είναι ένα προαιώνιο ερώτημα. Ανάμεσα στους πολιτισμούς υπάρχουν μεγάλες και βαθιές διαφορές, πράγμα που κάνει την αλληλοκατανόηση εξαιρετικά κοπιαστική διανοητική προσπάθεια. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ενιαία δυτική ιδεολογία, ούτε ενιαία ανατολική, οι σχέσεις μεταξύ των χωρών οικοδομούνται πλέον σε νέες βάσεις. Σκεφτείτε για λίγο, υπό την οπτική γωνία της Ρωσίας, ανατολή είναι η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία, ο μουσουλμανικός κόσμος. Μπορούμε όμως όλους αυτούς τους διαφορετικούς κόσμους να τους σηματοδοτήσουμε με μία μόνο λέξη και αυτή να είναι η “Ανατολή”;
Έχετε ήδη γράψει περισσότερα από εξήντα βιβλία. Μυθιστορήματα και διηγήματα, σενάρια και βιβλία για τα παιδιά. Ως έμπειρος συγγραφέας και τεχνίτης του λόγου ποια συμβουλή θα δίνατε στο συγγραφέα που κάνει σήμερα τα πρώτα του βήματα;
Η συμβουλή είναι μία: να γράφει.
Πώς θέλετε να σας θυμούνται οι άνθρωποι;
Δεν το σκέφτομαι καθόλου αυτό.
Τι θα θέλατε να πείτε στον έλληνα αναγνώστη, ο οποίος σας γνωρίζει από τα βιβλία σας που έχουν μεταφραστεί στην Ελλάδα;
Τι να πω; Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας καλλιεργημένος άνθρωπος που δεν στηρίζεται στη μελέτη των ελληνικών μύθων, της ελληνικής τέχνης, της ελληνικής φιλοσοφία. Για κάθε άνθρωπο είναι πολύ βασικό να αποκτήσει την καλλιέργεια του μέσα από τον πολιτισμό που προηγήθηκε. Και υπ’ αυτήν την έννοια μπορούμε να ζηλεύουμε τους Έλληνες.