Νοσταλγώ την πατρίδα! Σκότος
Φανερωμένο από παλιά!
Μου είναι αδιάφορο παντελώς –
Που θα ‘μαι απολύτως μόνη
Να ζεις, μα σε ποιες πέτρες πατώντας
Με το σακίδιο του παζαριού στο σπίτι να φτάσεις
Δίχως να ξέρεις αν το δικό σου
Νοσοκομείο είναι ή στρατώνας.
Μου είναι αδιάφορο παντελώς, ανάμεσα σε ποια
Πρόσωπα – αιχμάλωτη ως λέοντας
θα βρεθώ, από ποιο περιβάλλον ανθρώπινο
οπωσδήποτε – θα εξοβελιστώ
Στου εαυτού μου, το μονοπρόσωπο των αισθημάτων.
Στην Καμτσάτκα, σαν αρκούδα, χωρίς πάγους.
Όπου κι αν ζήσω (και δεν θα προσπαθήσω)
Όπου κι αν ταπεινωθώ – το ίδιο μου κάνει,
Η γλώσσα η μητρική εμέ δε ξελογιάζει
Μηδέ, το κάλεσμα της το αστρικό.
Μου είναι αδιάφορο παντελώς – πως
Δίχως να καταλαβαίνουν θα με συναντήσουν.
( Οι αναγνώστες τόνων εφημερίδων
Οι καταπότες, καρδάρων φημών. . . )
Του εικοστού αιώνα – εκείνος
Του κάθε αιώνα είμαι εγώ!
Ακίνητη, σα κούτσουρο,
Μακριά απ’ την αλέα,
Όλα μου ειν’ αδιάφορα, όλοι μου ειν’ αδιάφοροι,
Μα πιο αδιάφορο απ’ όλα ίσως –
Η πατρίδα μου η παλιά.
Τα χαρακτηριστικά μου όλα, τα σημάδια μου όλα,
Τις ημερομηνίες όλες – έσβησε με το χέρι:
Η ψυχή, που κάπου γεννήθηκε μακριά.
Ο τόπος μου δε με προστάτεψε
Και ο διορατικός χαφιές
Στα βάθη της ψυχή μου μπήκε!
Μα το σημάδι εκ γενετής δεν μπόρεσε να βρει!
Ξένο μου είναι κάθε σπίτι, άδειος για με κάθε ναός,
Και όλα αδιάφορα, και όλα ίδια.
Αν όμως καθ’ οδόν μια βάτος
ορθώνεται, ιδιαίτερα – σουρβιά . . . –
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Το ποίημα «Νοσταλγία για την πατρίδα» γράφτηκε από την Μαρίνα Τσβετάγιεβα στις 3 Μαΐου 1934, δώδεκα ολόκληρα χρόνια μετά τον εκπατρισμό της από την Ρωσία, σε μια περίοδο όπου η ποιήτρια ζούσε σε συνθήκες απόλυτης ανέχειας. To 1941, λίγες ημέρες πριν πεθάνει το απήγγειλε στο σπίτι του Μιχαήλ Γιάκοβλεβιτς Σνέιντερ και της συζύγου του Τατιάνα Αλεξέγιεβνα Αρμπούζοβα, παρουσία της Λυδίας Τσουκόφσκαγια. Ήταν οι μέρες που οι γνωστοί της ποιήτριας όταν έψαχναν να βρουν ένα δωμάτιο για να μείνει, να πάρει άδεια παραμονής στην πόλη Τσιστόπολ όπου είχε μεταφερθεί λόγω του πολέμου και να βρει δουλειά ως λαντζιέρα στο εστιατόριο των συγγραφέων της μικρής αυτής κωμόπολης. Στη Λυδία Τσουκόφσκαγια οφείλουμε το γεγονός ότι σώθηκαν πάρα πολλά ποιήματα της Άννας Αχμάτοβα, αφού η ποιήτρια της εμπιστευόταν τα χειρόγραφα, εκείνη τα απομνημόνευε και έκαιγε τα χαρτιά για να μη πέσουν στα χέρια της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος σε περίπτωση έρευνας κατ’ οίκον.