«Έστρωσα για έξι το τραπέζι έξι . . .»
Τον πρώτο στίχο μονότονα επαναλαμβάνω
Και όλο μια λέξη διορθώνω:
«Έστρωσα για έξι το τραπέζι» . . .
Εσένα μόνο ξέχασα – τον έβδομο.
Χαρούμενα περνούσαμε οι έξι.
Στα πρόσωπα σταλαγματιές βροχής . . .
Πως μπόρεσες σε τούτο το τραπέζι
Τον έβδομο να λησμονήσεις – την έβδομη . . .
Λυπημένοι οι επισκέπτες,
Άχρηστο το κρυστάλλινο σερβίτσιο.
Θλιμμένοι αυτοί – θλιμμένος κι εσύ
Η ακάλεστη, η πιο θλιμμένη απ’ όλους.
Λυπημένα και σκοτεινά.
Αχ! Μην τρώτε και μην πίνετε.
– Πώς μπόρεσα τον αριθμό να λησμονήσω;
Πώς μπόρεσα στο λογαριασμό να λαθέψω;
Πως μπόρεσες, πως τόλμησες να μην κατανοήσεις,
Πως οι έξι μας (δυο αδελφή, ο τρίτος
Εσύ με τη γυναίκα σου, ο πατέρας με τη μάνα)
Είμαστε επτά, αφού είμαι κι εγώ στον κόσμο.
Για έξι έστρωσες τραπέζι,
Μα μ’ έξι δε γέμισε ο κόσμος.
Αντί για σκιάχτρο ανάμεσα στους ζωντανούς – –
Φάντασμα θέλω να ΄μαι με τους δικούς σου . . .
(Δικούς μου) . . .
Δειλή σα κλέφτης,
Ω, ψυχή ανέγγιχτη!
Μπροστά στο σερβίτσιο που δεν υπάρχει
Θα κάτσω η ακάλεστη εβδόμη.
Να! Έριξα το ποτήρι!
Κι αυτό που διψούσε να χυθεί,
Τ’ αλάτι όλο των ματιών, το αίμα όλο των πληγών – –
Απ’ το τραπεζομάντιλο – στο πάτωμα.
Μα, φέρετρο δεν υπάρχει! Ούτε και χωρισμός!
Λύθηκαν τα μάγια του τραπεζιού, γκρεμίστηκε το σπίτι.
Σα θάνατος στο γαμήλιο τραπέζι
Ήρθε εγώ στο δείπνο αυτό.
…Κανείς: ούτε αδελφός, ούτε γιος, ούτε σύζυγος,
Ούτε φίλος – κι εγώ παρόλα αυτά κατηγορώ:
– Τραπέζι έστρωσες για έξι ψυχές
Εμένα όμως δεν με κάθισες στην άκρη.
6 Μαρτίου 1941
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Αυτό είναι το τελευταίο ποίημα που έγραψε η Μαρίνα Τσβετάγιεβα λίγους μήνες πριν αυτοκτονήσει.