Μήπως τους γνώριζα όλους; Μήπως τους επισκέφτηκα
στα εργαστήρια και στις σοφίτες τους; Μήπως τους πίνακές τους
είδα από κοντά και μακριά;
Εγκαταλείποντας τον εαυτό μου, τη ζωή και τα χρόνια,
πηγαίνω στο ομαδικό του μνήμα.
Με καλούν. Και με τραβούνε κάτω
Εμένα – τον αθώο, τον ένοχο, στον τάφο τους.
– Πού ήσουν τότε; – μου φωνάζουν.
– Σώθηκα φεύγοντας…
Στα λουτρά του θανάτου τους οδήγησαν, εκεί την γεύση
έμαθαν του ιδρώτα τους.
Το φως τρεμόπαιξε – είδαν το φως
πινάκων αζωγράφιστων ακόμη.
Τα χρόνια που δεν έζησαν θεώρησαν,
Πως άδικα φυλούσαν, περιμένοντας
όλες τις τύψεις – εκείνες που δεν ξύπνησαν ή εκείνες
που προσπέρασαν στον ξύπνιο – όλες τις τύψεις που ενσαρκώθηκαν.
Είδαν και πάλι την παιδική γωνιά
με το φεγγάρι της, περιτριγυρισμένο μ’ άστρα,
να προφητεύει δρόμο φωτεινό.
Και τη νεανική αγάπη στο σπίτι το νυχτερινό
ή το ψηλό χορτάρι, στα βουνά
ή στο λαγκάδι∙ και τον θαυμάσιο
καρπό, πιστιλισμένο από γάλα,
σκεπασμένο με λουλούδια,
τον υπεσχημένο παράδεισο.
Της μητέρας τα μάτια και τα χέρια,
τον ευλόγησαν για τη μακρινή δόξα.
Τους βλέπω, κουρελιασμένους, ξυπόλυτους
και βωβούς – σε άλλους δρόμους.
Αυτούς, τους αδελφούς του Ισραήλ, του Πισαρό
και του Μοντιλιάνι – τους αδελφούς σας σέρνουν
δεμένους με σχοινιά
οι απόγονοι του Χολμπέιν και του Ντιούρερ – στον θάνατο
στους φούρνους. Δάκρυα πού να βρω για να κλάψω;
Στα μάτια μου τ’ αλάτι ρούφηξε τα δάκρυα.
Χλευάζοντας μ’ έκαψαν για να μην βρω
την τελευταία παρηγοριά,
να χάσω πια την τελευταία ελπίδα.
Να κλάψω;
Εγώ που κάθε μέρα ακούω
πως ψηλά, στην σκεπή, καρφώνουν
την τελευταία σανίδα; Εγώ που ο πόλεμος
μ’ εξάντλησε – για μια σπιθαμή γης,
όπου στέκομαι και στην οποία
για πάντα θα με θάψουν;
Βλέπω καπνό,
φωτιά κι αέριο που υψώνεται στο ουρανό
και το σύννεφό μου ξαφνικά γίνεται μαύρο.
Βλέπω βγαλμένα μαλλιά και δόντια.
Η οργή θα είναι από τώρα η παλέτα μου.
Στην έρημο, μπροστά σε σωρούς παπουτσιών,
ρούχων, στάχτης και σκουπιδιών – στέκομαι
και μουρμουρίζω το Καντίς μου.
Στέκομαι και μουρμουρίζω.
Από τους πίνακες κατεβαίνει κι έρχεται προς το μέρος μου
ο Δαυίδ, ο υμνωδός μου με την άρπα – θέλει
να με βοηθήσει να κλάψω, σιγομουρμουρίζοντας
δυο – τρεις Ψαλμούς. Κοιτάζω και βλέπω να έρχεται
ξοπίσω του ο Μωυσής, ωι μας μιλάει: μη φοβάστε!
Μας προστάζει να ηρεμήσουμε,
μέχρι να σχεδιάζει για τον κόσμο –
τον καινούργιο – καινούργιες πλάκες.
Τρεμοσβήνει η τελευταία σπίθα,
Εξαφανίζεται το τελευταίο περίγραμμα.
Τόσο ήρεμα όσο και πριν τον κατακλυσμό.
Σηκώνομαι και σας αποχαιρετώ
και καθ’ οδόν προς τον νεόδμητο Ναό,
όπου κερί θ’ ανάψω μπροστά σε κάθε
πανάγιο πρόσωπό σας.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©
Δημοσιεύτηκε στο ειδικό αφιέρωμα στο ζωγράφο Μαρκ Σαγκάλ στο τεύχος #8 της Στέπας