Written by 8:06 am Blog, Αργυρός αιώνας, Ποίηση

Μπορίς Παστερνάκ Κι εγώ αγαπούσα

Κι εγώ αγαπούσα, κι η ανάσα

Της αϋπνίας νωρίς το πρωί

Από το πάρκο κατέβαινε στο φαράγγι, στα σκοτεινά

Πετούσε γρήγορα πέρα από το αρχιπέλαγος

Των λειμώνων, που βυθίζονταν στην κουρελιασμένη ομίχλη,

Στην αψιθιά, στη μέντα και στα ορτύκια.

Και αμέσως δυσκόλευε της λατρείας η ορμή,

Μεθούσε, σα φτερούγα, καμένη από σκάγια,

Και χτυπιόταν στον αγέρα, και πάθαινε ρίγη,

Και παράσερνε τη δροσιά στα χωράφια.

 

Κι εκεί ερχόταν η χαραυγή.

Μέχρι τις δυο αμέτρητα στον ουρανό τρεμόπαιζαν τα πλούτη,

Μα να οι πετεινοί άρχισαν να φοβούνται

Τους απόγονους και προσπάθησαν να κρύψουν τη τρομάρα τους,

Αλλά στα λαρύγγια κυλούσαν άσφαιρα εκρηκτικά,

Και ο φόβος του συριγγίου φώναζε από τα τανίσματα της γέννας,

Και έσβηναν οι θημωνιές, και θαρρείς κατά παραγγελία

Με το πρόσωπο του γουρλομάτη φωτοσβέστη

Φαινόταν στην άκρη του δάσους ο βοσκός.

 

Κι εγώ αγαπούσα, κι εκείνη προς το παρόν

Μπορεί να είναι ζωντανή. Ο καιρός θα περάσει,

Και κάτι το μεγάλο, σα φθινόπωρο, μια φορά

(όχι αύριο, ίσως, αλλά κάπως αργότερα)

Θ’ ανάψει πάνω από τη ζωή, σαν λάμψη, με ευσπλαχνία

Πάνω από το πυκνό δάσος. Πάνω από την ανοησία των νερόλακκων, μαραζώνοντας

Σα βατράχια από τη δίψα. Πάνω στο κύμα των λάκκων που μοιάζει

Με το ρίγος του λαγού, με τα μουστάκια πλεγμένα σα ψάθα

Της φυλλωσιάς του προηγούμενου χρόνου. Πάνω από το θόρυβο, που μοιάζει

Με ψεύτικο σπάσιμο του κύματος αυτών που ζήσαμε. Κι εγώ

Αγαπούσα, και ξέρω: όπως τα υγρά βοσκοτόπια

Από αιώνες υπάρχουν στους πρόποδες του χρόνου,

Έτσι και κάθε καρδιά έχει ως βάση τον έρωτα

Την ανατριχιαστική είδηση των κόσμων στο προσκεφάλι.

 

Κι εγώ αγαπούσα, κι αυτή είναι ακόμη ζωντανή.

Όλα όπως και τότε, κυλούσαν σ’ εκείνο το αρχικό τραύμα,

Στέκονται τα χρόνια, εξαφανιζόμενα πίσω από την ακρούλα

Της στιγμής. Είναι το ίδιο λεπτή εκείνη η μεθόριος.

Όπως και πριν το παλιό φαίνεται παλιότερο.

Όπως και πριν, τραβηγμένα από τα πρόσωπα των αυτοπτών,

Παραλογίζονται τα περασμένα, υποκρινόμενα που δε γνωρίζουν

Ότι εκείνη δε ζει πια μαζί μας,

Και είναι νοητό αυτό; Συνεπώς, σημαίνει, και ευθέως

Όλη η ζωή απομακρύνεται, και δεν μακραίνει

Ο Έρωτας, της έκπληξης ο στιγμιαίος φόρος υποτέλειας;

1916 – 1928

 

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

Я тоже любил, и дыханье
Бессонницы раннею ранью
Из парка спускалось в овраг, и впотьмах
Выпархивало за архипелаг
Полян, утопавших в лохматом тумане,
В полыни и мяте и перепелах.
И тут тяжелел обожанья размах,
Хмелел, как крыло, обожженное дробью,
И бухался в воздух, и падал в ознобе,
И располагался росой на полях.

А там и рассвет занимался.
До двух Несметного неба мигали богатства,
Но вот петухи начинали пугаться
Потемок и силились скрыть перепуг,
Но в глотках рвались холостые фугасы,
И страх фистулой голосил от потуг,
И гасли стожары, и как по заказу
С лицом пучеглазого свечегаса
Показывался на опушке пастух.

Я тоже любил, и она пока еще
Жива, может статься. Время пройдет,
И что-то большое, как осень, однажды
(Не завтра, быть может, так позже когда-нибудь)
Зажжется над жизнью, как зарево, сжалившись
Над чащей. Над глупостью луж, изнывающих
По-жабьи от жажды. Над заячьей дрожью
Лужаек, с ушами ушитых в рогожу
Листвы прошлогодней. Над шумом, похожим
На ложный прибой прожитого. Я тоже
Любил, и я знаю: как мокрые пожни
От века положены году в подножье,
Так каждому сердцу кладется любовью
Знобящая новость миров в изголовье.

Я тоже любил, и она жива еще.
Все так же, катясь в ту начальную рань,
Стоят времена, исчезая за краешком
Мгновенья. Все так же тонка эта грань.
По-прежнему давнее кажется давешним.
По-прежнему, схлынувши с лиц очевидцев,
Безумствует быль, притворяясь незнающей,
Что больше она уж у нас не жилица,
И мыслимо это? Так, значит, и впрямь
Всю жизнь удаляется, а не длится
Любовь, удивленья мгновенная дань?

1916 – 1928

 

(Visited 2 times, 1 visits today)
Close