του Νίκου Βουτυρόπουλου
Τραγική φιγούρα της ρωσικής λογοτεχνίας, μούσα της παγκόσμιας πρωτοπορίας, η ποιήτρια Άννα Αντρέγιεβνα Γκορένκο (1889-1966), από το 1911 γνωστή ως Αχμάτοβα, ήδη από τη δεύτερή της συλλογή Ροζάριο (1914), εγγράφεται στον κατάλογο των μειζόνων ποιητών του 20ου αιώνα. Στην Ελλάδα, το έργο της γίνεται γνωστό αρκετά νωρίς, μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Χάρη στις μεταφράσεις του Άρη Αλεξάνδρου, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, και πρόσφατα του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει την ευκαιρία να αφουγκραστεί μια από τις συγκλονιστικότερες εξομολογήσεις της ρωσικής ψυχής. Η αοιδός του Anno Domini και του Ρέκβιεμ, έστω και σε μετάφραση, υποβάλλει τον αναγνώστη σε μια ακρόαση που κυμαίνεται ανάμεσα στη θρησκευτική αναζήτηση και στο ριζοσπαστισμό, στην παράδοση και τη ματαίωση του ατομικού ονείρου, στοιχεία κληρονομημένα από το ρομαντισμό. Η αυτοαναφορικότητα και ο θεατρικός χαρακτήρας συνθέσεων, όπως για παράδειγμα καταγράφονται στο Ποίημα Δίχως Ήρωα, οι διαρκείς ιστορικές αναφορές, ειδικά σε γεγονότα που έζησε η ίδια, αποτελούν τον πυρήνα της ποιητικής της διαδρομής. Δεν παραλείπει να τονίσει στο Ρέκβιεμ, συλλογή που εκδόθηκε το 1963, με μια κάποια ναρκισσιστική διάθεση, τον παγκόσμιο χαρακτήρα του έργου της, κάτι που υποδηλώνει σαφώς τη συνειδητοποίηση της απήχησης που είχε και θα έχει η ποίησή της στο μέλλον. Παραδείγματα σαν την Αχμάτοβα δείχνουν πόσο πρόχειρος και πρόσκαιρος μπορεί να αποδειχτεί ο διαχωρισμός μεταξύ αντρικής και γυναικείας ποίησης. Η διαρκής αμφισβήτηση, σε βαθμό αντίφασης, που διαπνέει το Ρέκβιεμ, δικαιολογείται απόλυτα, αν σκεφτεί κανείς την ταραχώδη εποχή όπου γράφτηκε, αλλά και τον δύστροπο χαρακτήρα της ποιήτριας. Στις Ελεγείες του Βορρά, σύνθεση που γραφόταν για αρκετά χρόνια, εναλλάσσονται ρυθμικά το ραψωδικό ύφος και ο ήρεμος λυρικός τόνος του αναστοχασμού, ενώ έντονος είναι ο προβληματισμός για το κοινωνικό γίγνεσθαι και τη θέση της ίδιας απέναντι στα συνταρακτικά γεγονότα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και της εποχής που προηγήθηκε. Το καταφύγιο της μνήμης είναι αυτό που προσφέρει πάντα μια ανάσα ζωής στη βασανισμένη της ψυχή, όσο η συνομιλία με τους νεκρούς αποδεικνύεται λιγότερο επώδυνη σε σύγκριση με το ταραγμένο παρόν. Μέσα από την τοπιογραφία των ποιημάτων της προβάλλεται, σχεδόν πάντα, το θρησκευτικό συναίσθημα που έχει βαθιές ρίζες στη ψυχή του ρωσικού λαού. Με την προσεκτική παρατήρηση της φύσης και των ανθρώπων, με την ενατένιση της ιστορίας του 20ου αιώνα και τη μεγαλειώδη άρνησή της να δεχτεί τον εγκληματικό παραλογισμό του, η Αχμάτοβα επιλέγει να σταθεί μόνη της, μακριά από κοινωνικές συμβάσεις, υψώνοντας τα χέρια στον ουρανό και θρηνώντας, τόσο για τις προσωπικές της απώλειες όσο και για την πανανθρώπινη μοίρα. Δεν είναι λίγες οι φορές που η ποιήτρια συνομιλεί στο έργο της με αγαπημένους της συγγραφείς, όπως τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Σαίξπηρ. Η πολυμορφία της γραφής της συναντάται ήδη στις πρώιμες συλλογές της, γεγονός που φανερώνει τη διαρκή αναζήτηση αισθητικών κανόνων, ώστε να επιτευχθεί το αρτιότερο ποιητικό αποτέλεσμα. Και βέβαια το ερωτικό στοιχείο λειτουργεί σαν αντίβαρο στη σκληρή πραγματικότητα, ιδιαίτερα στο Ροζάριο, που εκδόθηκε όταν η Αχμάτοβα ήταν 25 χρονών και όπου κυριαρχεί ένα ιδιότυπο κράμα φλογερού ερωτισμού και ιδιοσυγκρασιακού πεσιμισμού, δυο παραγόντων καθοριστικών στη ζωή της. Παράλληλα, κύριο μέλημά της ήταν η αποτύπωση γεγονότων ενός αιώνα βυθισμένου στους πολέμους και στις κοινωνικές επαναστάσεις, έτσι ο ποιητικός της χάρτης εκτείνεται πέρα από το προσωπικό βίωμα, και η φωνή της αποκτά οικουμενική διάσταση, ενώ το θρησκευτικό όραμα παραμένει η μοναδική σανίδα σωτηρίας ενός κόσμου καταδικασμένου να αποτύχει, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Στην εκτενή σύνθεση Ποίημα Δίχως Ήρωα, ένα θεατρικό δρώμενο με αφορμή την αυτοχειρία ενός νεαρού ποιητή, εντυπωσιάζει η επεξεργασία του θέματος της συνομιλίας με ένα νεκρό. Η μορφή του κειμένου αλλάζει διαρκώς, τη μια θυμίζει επιστολογραφία, την άλλη ημερολογιακή καταγραφή, διάλογοι και λυρικά ιντερμέδια, φιλοσοφικοί στοχασμοί, ολιγόστιχα ποιήματα και μακροσκελείς συνθέσεις, ανακατεύονται περίτεχνα, για να αποδώσουν την ατμόσφαιρα μιας κρίσιμης εικοσαετίας, περίπου από το 1940 μέχρι το 1962. Παρά την απαισιοδοξία της, η Αχμάτοβα δεν έπαψε ποτέ να ελπίζει, έστω και αν η ελπίδα αυτή έμοιαζε με άπιαστο όνειρο. Οι συχνές επικλήσεις της σε φανταστικά πρόσωπα που γίνονται πηγή έμπνευσης, για να τη βοηθήσουν να προχωρήσει στην αφήγηση συμβολικών ιστοριών, την φέρνουν πολύ κοντά στην παράδοση του 19ου αιώνα. Πρόκειται για τις παράξενες εκείνες μούσες, άλλοτε μια τσιγγάνα, άλλοτε ένα άγνωστο κορίτσι, που συντροφεύουν την ποιήτρια στην ομολογουμένως δύσκολη, αν όχι ανέφικτη, προσαρμογή της στη σκληρή και απάνθρωπη πραγματικότητα. Το κολλάζ αλλεπάλληλων εικόνων αποτελεί μια αγαπημένη επιλογή για τη διαπραγμάτευση των θεμάτων της. Η άστατη ζωή που έζησε η Αχμάτοβα, δεν την απομάκρυνε από τη βαθιά της αγάπη για την πατρίδα και το λαό της, ακόμα και στο τρομερό σοβιετικό καθεστώς. Η Άννα πασών των Ρωσιών προσεύχεται στη θάλασσα και στο σκοτάδι, στα ποτάμια και στις εποχές, στις μνήμες και στους έρωτες, στους νεκρούς και στο Θεό, ώστε να καταφέρει να ολοκληρώσει το έργο της. Αδέκαστος κριτής απέναντι στην ιστορία αλλά και στα παθήματά της, δεν της απομένει άλλο από τη γυμνή ειλικρίνεια, με την οποία άλλοτε σκιαγραφεί και άλλοτε χρωματίζει με πάθος τις ποιητικές της εξάρσεις. Δε διστάζει να απολογηθεί και να καταδικάσει, να εξοργιστεί και να δακρύσει, να υποταχθεί και να επαναστατήσει. Τελικά, αυτό το μίγμα των πλέον αντικρουόμενων αισθημάτων και σκέψεων καταφέρνει να το αναδείξει σε μια ποιητική δημιουργία που ξεπερνά τα σύνορα της χώρας και της εποχής της, για να γίνει καθολικό όραμα. Χαρακτηριστική είναι η εμμονή της στην αριστοκρατική αντιμετώπιση της καθημερινότητας και της τέχνης σε μια εποχή ξεπεσμένων μεγαλείων. Όμως αυτή η ατέρμονη νοσταλγία δεν την εμποδίζει να στοχαστεί πάνω στο παρόν και το μέλλον. Σε αυτή τη διαπίστωση συγκατανεύει η δίνη των στοχασμών και των εικόνων του Ρέκβιεμ, του θρήνου της για τη μοίρα της πατρίδας της, για το ανθρώπινο πεπρωμένο. Όσο στο Ποίημα Δίχως Ήρωα ανακατεύονται σουρεαλιστικές σχεδόν περιγραφές και αποφθεγματικές διατυπώσεις, άλλο τόσο τολμηρά οι Ελεγείες Του Βορρά ανακαλούν το λυρισμό της εξομολόγησης με την τεχνική της μακρόπνοης στιχοποιίας. Η συγγραφή των μερών από τις μεγάλες αυτές συνθέσεις στη διάρκεια διαφορετικών χρονικών περιόδων, και η συρραφή που ακολούθησε σε ένα ενιαίο κειμενικό σύνολο, μπορούν εν μέρει να εξηγήσουν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της ποιητικής ωρίμανσης της Αχμάτοβα. Η Άννα πασών των Ρωσιών επέλεξε σίγουρα δύσβατους δρόμους, για να βρει τη θέση της στο ανθρώπινο σύμπαν, αποφεύγοντας, όσο μπορούσε, να ταυτιστεί με την πραγματικότητα που της στερούσε το αυτονόητο δώρο της ελευθερίας, το οποίο αν εξηγηθεί, παύει να είναι τέτοιο. Το αηδόνι του Βορρά σίγησε στις 5 Μαρτίου του 1966, αφήνοντας πίσω ένα έργο-παρακαταθήκη της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Από το αφιέρωμα στην ποιήτρια στο τεύχος # 1 της Στέπας