Συνέντευξη στο Δημήτρη β. Τριανταφυλλίδη
Η Νατάλια Κλιουτσάροβα γεννήθηκε το 1981 στην πόλη Περμ της Ρωσίας. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γιαροσλάβ, εργάστηκε για ένα διάστημα ως εσωτερική συντάκτρια ειδήσεων σε τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Παράλληλα, ήταν η διευθύντρια σύνταξης του λογοτεχνικού αλμανάκ της πόλεως του Γιαροσλάβ με τον ευφάνταστο τίτλο «Παίζοντας με τους κλασσικούς». Μετά από σποραδικές δημοσιεύσεις ποιημάτων και διηγημάτων της σε τοπικά περιοδικά, το 2006 εκδίδει την ποιητική της συλλογή με τίτλο «Λευκοί πιονιέροι». Το 2005 μετακομίζει στην Μόσχα ως δημοσιογράφος της εφημερίδας «1η Σεπτεμβρίου». Το 2002 ήταν υποψήφια για το λογοτεχνικό βραβείο «Ντεμπούτο», το 2007 τιμήθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο «Γιούρι Καζακόφ». Η Ναταλία Κλιουτσάροβα είναι μόνιμος συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού «Νέος Κόσμος» (Novyi mir), στο οποίο δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματά της.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστή στο αναγνωστικό κοινό με το μυθιστόρημά της «Ρωσία, βαγόνι τρίτης θέσεως» (Καστανιώτης 2013). Δεν είναι τυχαίο ότι η Κλιουτσάρoβα έγινε δεκτή από το αναγνωστικό κοινό αλλά και τους ομότεχνούς της ως μια από τις πιο ελπιδοφόρες φωνές της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο ούτε το γεγονός ότι το βιβλίο της αυτό πολεμήθηκε όσο κανένα άλλο από τους εκπροσώπους της κατεστημένης λογοτεχνικής σκηνής της πατρίδας της, οι οποίοι με ύβρεις και λοιδορίες προσπάθησαν να μειώσουν τη συγγραφέα και τους κόπους της. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το έργο αυτό θεωρήθηκε από τους συγχρόνους της ως «η φωνή της χώρας και της εποχής» της.
Ο έλληνας αναγνώστης σας γνώρισε από το μυθιστόρημά σας «Ρωσία, βαγόνι τρίτης θέσεως». Γράφετε όμως και ποίηση. Πώς ξεκινήσατε την δική σας περιπέτεια της γραφής, με ποιήματα ή με πεζά;
Την πρώτη μου εμφάνιση στη λογοτεχνία την έκανα ως ποιήτρια. Το πρώτο βιβλίο που δημοσίευσα ήταν μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Λευκοί πιονιέροι» πριν από δέκα χρόνια. Το πρώτο ολοκληρωμένο μου έργο όμως, ήταν ένα μυθιστόρημα που έγραψα σε ηλικία δώδεκα ετών, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μου διακοπών.
Πόσο εύκολο είναι να περνάει κανείς από το ένα είδος στο άλλο;
Αναφέρεστε, μάλλον, στην πρόζα και την ποίηση. Πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις της ψυχής. Η πρόζα είναι ο κάματός μου, η ευθύνη μου, η βούλησή μου, ενώ η ποίηση είναι κάτι που δεν εξαρτάται από μένα, είναι κάτι που έρχεται και φεύγει μόνο του, είναι κάτι που δεν μπορώ να το ελέγξω.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ποιητής;
Ο Αλεξάντρ Πούσκιν, ο Οσίπ Μαντελστάμ και ο Αρσένι Ταρκόφσκι.
Ποια ποιήματα άλλων ποιητών ζηλεύετε;
Κυριολεκτικά μιλώντας, δε ζηλεύω (γελάει). Χαίρομαι που υπάρχουν αυτά τα ποιήματα. Η ποίηση είναι μια κοινή υπόθεση, είναι ανόητο να ζηλεύει κανείς, πολύ περισσότερο επειδή όπως είπα ελάχιστα πράγματα εξαρτώνται από την ποίηση. Υπάρχει το ερώτημα: γιατί στον ένα έρχεται αυτό το ποίημα, στον άλλον κάποιο άλλο; Αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ.
Η θεματολογία σας αφορά τη μετασοβιετική Ρωσία. Γεννηθήκατε στην ΕΣΣΔ, αλλά μεγαλώσατε μετά τη διάλυσή της. Πόσο δύσκολη ήταν η ζωή για τον άνθρωπο και πολύ περισσότερο για το δημιουργό της μεταβατικής περιόδου με τις τραγικές επιπτώσεις της στις ζωές των ανθρώπων;
Νομίζω πως στη χώρα μου ποτέ δεν υπήρξαν «καλές εποχές», πως πάντα υπήρχαν τραγωδίες και πόνος και ανθρώπινες τύχες τσακισμένες από τον τροχό της ιστορίας. Ο πόνος αυτός υπάρχει μέσα μου και με υποχρεώνει να γράφω. Φυσικά, θα ήθελα να γράφω με εσωτερική αρμονία και όχι με εσωτερικό πόνο, η μοίρα όμως αποφάσισε αλλιώς. Εξάλλου, σήμερα στη Ρωσία οι εποχές είναι πολύ πιο δύσκολες και τρομακτικές από την εποχή της διάλυσης της ΕΣΣΔ. Τότε είχαμε να ελπίζουμε σε κάτι, ότι κάτι θα αλλάξει, τώρα δεν ελπίζουμε σε αυτό ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι από εμάς.
Ένας έλληνας κριτικός είπε πως το μυθιστόρημά σας «Ρωσία, βαγόνι τρίτης θέσεως» είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα πανκ λογοτεχνίας. Συμφωνείτε με αυτό το χαρακτηρισμό;
Οι κριτικοί ξέρουν καλύτερα (γελάει). Γενικά, όταν ήμουν νέα , μου ήταν πολύ οικεία αυτή η κοσμοαντίληψη ως μια πρόκληση του Συστήματος. Μάλλον, ο απόηχος αυτής της γοητείας, γίνεται αισθητός στο μυθιστόρημα, το οποίο έγραψα βγαίνοντας από τη νιότη, σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών. Τώρα, δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία του «Ρωσία, βαγόνι τρίτης θέσεως», καταλαβαίνω πως αυτοί οι άνθρωποι είναι απλά καταδικασμένοι όλη τους τη ζωή να κάνουν αντιπολίτευση στο Σύστημα. Απλά τώρα αυτό δεν εκφράζεται με το χρώμα των μαλλιών και γίνεται μάλλον από μόνο του, παρά προσχεδιασμένα.
Ποια είναι η διαδικασία «γέννησης» των ηρώων σας; Από πού αντλείτε υλικό;
Από τη ζωή φυσικά (γελάει). Το «Ρωσία, βαγόνι τρίτης θέσεως» είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα, σε αυτό υπάρχει ένα πλήθος ηρώων τους οποίους εμπνεύστηκα από την ίδια τη ζωή, κυριολεκτικά. Τώρα πια η διαδικασία έγινε πιο σύνθετη, δεν είναι πλέον μονολιθικοί αλλά σύνθετοι οι ήρωές μου, κάθε τους πλευρά όμως είναι εμπνευσμένη από κάποιον υπαρκτό άνθρωπο. Η ζωή είναι τόσο ενδιαφέρουσα και πολύπλευρη που δεν υπάρχει η ανάγκη να επινοούμε σχεδόν τίποτα.
Με ποιο τρόπο ο εξωτερικός κόσμος επηρεάζει το δημιουργικό σας έργο;
Οι εντυπώσεις, οι συναντήσεις, τα γεγονότα, όλα αυτά είναι το περιβάλλον εκείνο από το οποίο βγαίνει το κείμενο. Ποτέ δε ξέρω όμως τι είναι εκείνο που μένει από τις εντυπώσεις. Συχνά γράφω και εκπλήσσομαι: μα πώς συμβαίνει αυτό; Πώς ταίριαξε τόσο καλά σ’ αυτό το σημείο… Όταν βρίσκεσαι στη διαδικασία της γραφής, όταν γράφεις ένα μεγάλο έργο, τότε το κείμενο είναι σαν ανοιχτή πληγή, όπου εντάσσονται όλα όσα είδες κατά τη διάρκεια της ημέρας. Γι’ αυτό όταν γράφω, συνειδητά απομονώνω τον εαυτό μου από την εισβολή νέων εντυπώσεων (για παράδειγμα, όταν γράφω, δε διαβάζω τίποτα), διαφορετικά το κείμενο μεγαλώνει χωρίς να λέει τίποτα (γελάει).
Μπορεί ο Ρώσος συγγραφέας να ζήσει και να δημιουργήσει μακριά από την πατρίδα του;
Μπορεί μάλλον, αν έζησε αρκετά στη Ρωσία. Γιατί σε αυτή την περίπτωση, ακόμη κι αν είναι μακριά , αυτή δεν θα τον εγκαταλείψει. Θα γράφει βιβλία για τη Ρωσία και για τους Ρώσους. Δε ξέρω, μπορεί, άραγε, ο Ρώσος συγγραφέας να δώσει κάτι στην παγκόσμια λογοτεχνία, εκτός από την αφήγηση για τη «μυστηριώδη ρωσική ψυχή»;
Ποια είναι η σχέση σας με τις αλλαγές που έγιναν στη ρωσική γλώσσα τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια;
Η αφθονία αγγλικών λέξεων μερικές φορές με εκνευρίζει, καθώς πολύ συχνά οι λέξεις αυτές δε χρησιμοποιούνται για να καλύψουν πραγματικές ανάγκες της γλώσσας, αλλά επειδή είναι της μόδας. Η λέξη «συμμάζεμα» δεν ακούγεται τόσο «καλά», ενώ η λέξη «cleaning» είναι κάτι εντελώς διαφορετικό (γελάει). Η ρωσική γλώσσα όμως έχει μια εντελώς δική της αντιμετώπιση απέναντι στις δάνειες λέξεις, τις προσαρμόζει στις δικές της ανάγκες και αυτή η γλωσσική δημιουργία μου αρέσει πολύ.
Ζείτε μακριά από την πρωτεύουσα της Ρωσίας. Νιώθετε πως είστε απομονωμένη από την πνευματική και λογοτεχνική της ζωή;
Τώρα πια όχι. Οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης και το Διαδίκτυο έκαναν τον κόσμο προσιτό. Πριν από δεκαπέντε χρόνια όμως, η επαρχία ήταν όντως μια πνευματική έρημος. Αναγκάστηκα μάλιστα να μετακομίσω στη Μόσχα. Φέτος επέστρεψα στη γενέθλια πόλη μετά από δέκα χρόνια ζωής στην πρωτεύουσα και κάθε άλλο παρά νιώθω πως κάτι έχασα.
Σε ποιους από τους συγγραφείς προηγούμενων γενιών θεωρείτε πως μαθητεύσατε;
Σε πολλούς, είτε από τους κλασσικούς , είτε από τους σύγχρονους. Το αν στο έργο μου διακρίνονται στοιχεία από αυτούς, είναι, μάλλον, δουλειά των κριτικών να το εντοπίσουν (γελάει).
Ποια ρεύματα της ρωσικής ποίησης έχουν επιδράσει πιο πολύ στο ποιητικό σας έργο;
Δύσκολο να πω με σιγουριά. Νομίζω όμως πως είναι οι ακμεϊστές.