του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του, από το 1924 μέχρι το 1932 ο συγγραφέας Αλεξάντρ Γκριν τα πέρασε στην Κριμαία, όπου είχε μετακομίσει χάρη σε ένα ψέμα που του είπε η σύζυγός του Νίνα. Η σύζυγος του ποιητής του είπε πως είναι άρρωστη και πρέπει να ξεκουραστεί στο Νότο, προκειμένου να τον αποσπάσει τις παρέες των μέθυσων φίλων του στην Πετρούπολη.
Το 1924 μετακόμισαν στην Κριμαία, όπου η Νίνα, υποτίθεται, θα φρόντιζε την υγεία της. Αγόρασαν ένα διαμέρισμα στην πόλη της Φιοντόσια, στην οδό Γκαλερέιναγια 10 (εκεί που σήμερα βρίσκεται το μουσείο του Α. Γκρίν). Η ζωή ήταν δύσκολη και ακόμη δυσκολότερες ήταν οι σχέσεις τους με τον εκδοτικό οίκο. Μετά από λίγο, αναγκάστηκαν να πουλήσουν το διαμέρισμα και να μετακομίσουν το 1930 στην πόλη Στάρι Κριμ, όπου η ζωή ήταν πιο φτηνή.
Η σοβιετική λογοκρισία με πρόσχημα «το έργο σας δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής» απαγόρευσε τις επανεκδόσεις των έργων του Γκριν, πράγμα που οδήγησε το ζευγάρι στα όρια της εξαθλίωσης. Ήταν μία εποχή διαδοχικών ασθενειών και άγρια ανέχειας. Ο ίδιος Γκριν προσπάθησε να βοηθήσει την κατάσταση πηγαίνοντας να κυνηγήσει με ένα τόξο, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Οι επιστολές που έστειλε στην Ένωση Συγγραφέων προκειμένου να τον βοηθήσουν έμειναν αναπάντητες. Στην αίτηση σου για χορήγηση σύνταξης, του απάντησαν αρνητικά, αφού ήταν «ιδεολογικός εχθρός». Λίγο καιρό αργότερα, η διάγνωση των γιατρών ήταν καταδικαστική «καρκίνος του στομάχου».
Στα τέλη Απριλίου 1931, παρά το γεγονός ότι ήταν βαριά άρρωστος και καταπονημένος, ο Γκριν επισκέφτηκε για τελευταία φορά στο Κοκτεμπέλ τον ποιητή Μαξιμιαλιάν Βολόσιν. Μέχρι σήμερα, αυτή η διαδρομή μέσα από τα βουνά της Κριμαίας, είναι γνωστή ως ο «δρόμος του Γκριν». Στα τέλη του 1931 η κατάσταση του επιδεινώθηκε. Η Νίνα κάλεσε ένα γνωστό τους γιατρό, μα δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα για βοηθήσει τον συγγραφέα που αργοπέθαινε.
Στις 8 Ιουλίου 1932, σε ηλικία 52 ετών ο Αλεξάντρ Γκριν πέθανε στο σπίτι του στην πόλη Στάρι Κριμ. Η Νίνα διάλεξε ένα τάφο στο τοπικό νεκροταφείο, απ’ όπου φαινόταν η θάλασσα, την οποία αγαπούσε τόσο πολύ ο συγγραφέας. Στον τάφο του, τοποθετήθηκε ένα μνημείο με τίτλο «Τρέχοντας στα κύματα».
Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Γκριν, ο συγγραφέας Μαλίσκιν, συνάντησε την 39χρονη Νίνα κατά τη διάρκεια μίας επίσκεψης στο σπίτι του Παουστόφσκι, γονάτισε μπροστά της και είπε: «Θεέ μου! Γιατί είναι γκρίζα τα μαλλιά σου;»
Η Νίνα Γκριν συνέχισε τη ζωή της στην πόλη Στάρι Κριμ, εργαζόμενη ως νοσοκόμα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου μαζί με χιλιάδες άλλες κατοίκους της περιοχής εστάλη στη Γερμανία, ως επιστρατευμένη εργάτρια. Το 1945 επέστρεψε οικειοθελώς στην πόλη της, οι αρχές όμως την συνέλαβαν με την κατηγορία της «προδοσίας της πατρίδας» και την καταδίκασαν σε δεκαετή κάθειρξη σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων και δήμευση των περιουσιακών της στοιχείων.
Το σπίτι μαζί με το οικόπεδο, μετά τη δήμευσή τους, περιήλθε στην κατοχή του Α’ Γραμματέα της αχτιδικής επιτροπής του κόμματος, κάποιους Λ. Σ. Ιβανόφ, ο οποίος μετέτρεψε το σπίτι όπου πέθανε ο συγγραφέας σε κοτέτσι.
Η Νίνα Γκριν εξέτισε σχεδόν όλη την ποινή της και απελευθερώθηκε το 1955 με την αμνηστία. Μετά το θάνατο του Στάλιν ήρθη η απαγόρευση έκδοσης των έργων πολλών συγγραφέων και έτσι άρχισαν να επανεκδίδονται τα έργα του Αλεξάντρ Γκριν.
Χάρη στις προσπάθειες φίλων της η Νίνα Γκριν έλαβε τα συγγραφικά δικαιώματα για την έκδοση «Επιλογή έργων» το 1956 και μετακόμισε στην πόλη Στάρι Κριμ. Με μεγάλη δυσκολία και αντιμετωπίζοντας την εχθρική στάση των τοπικών αρχών, βρήκε τον παραμελημένο τάφο του συζύγου της κι έμαθε ότι το σπίτι του είχε μετατραπεί σε κοτέτσι, έχοντας περάσει στην ιδιοκτησία του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου.
Η Νίνα ήθελε να φτιάξει το μουσείο στη μνήμη του συζύγου της, αλλά ο τοπικός αξιωματούχος δεν ήθελε να της παραχωρήσει το οίκημα. Φίλοι του Γκριν, συγγραφείς έγραψαν μία ανοιχτή επιστολή ζητώντας την ίδρυση του μουσείου. Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε μία επιφυλλίδα – κόλαφος κατά των κομματικών αξιωματούχων από τον Λεονίντ Λεντς με τίτλο «Το κοτέτσι και η αθανασία». Ο Ιβανόφ εξοργίστηκε και μέσω του μηχανισμού του άρχισε να διαδίδει φήμες πως η Νίνα Γκριν έκανε μεταγγίσεις αίματος από μικρά παιδιά σε τραυματισμένους Γερμανούς στρατιώτες κι έτσι, όταν η χήρα του συγγραφέα κυκλοφορούσε στους δρόμους της μικρής πόλης, πολλοί κάτοικοι της φώναζαν κατάμουτρα «Φασίστρια!» με αποτέλεσμα να πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο. Σε αυτή την κατάσταση έζησε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της.
Τον Ιούλιο του 1970 έγιναν τα εγκαίνια του Μουσείο Α. Γκριν στην πόλη της Φιοντόσια, ενώ ένα χρόνο αργότερα το σπίτι του Γκριν στην πόλη Στάρι Κριμ ανακηρύχθηκε μουσείο. Στα εγκαίνια η περιφερειακή επιτροπή του Κ.Κ.Σ.Ε. δήλωσε: «Είμαστε υπέρ του Γκριν, μα κατά της χήρας του. Το μουσείο θα γίνει μόνο όταν πεθάνει».
Η Νίνα Νικολάγιεβνα Γκριν πέθανε στο Κίεβο στις 27 Σεπτεμβρίου 1970 χωρίς να έχει αποκατασταθεί. Είχε όμως πετύχει τον σκοπό της: το μουσείο στην πόλη Στάρι Κριμ ήταν μία πραγματικότητα και έγραψε αναλυτικά γι’ αυτό στα απομνημονεύματά της.
Η τελευταία της επιθυμία ήταν να την θάψουν δίπλα στον σύζυγό της. Η τοπική κομματική οργάνωση όμως το απαγόρευσε και έτσι την έθαψαν στην άλλη άκρη του νεκροταφείου. Στις 23 Οκτωβρίου της επόμενης χρονιάς, την ημέρα των γενεθλίων της Νίνας, έξι φίλοι της, την νύχτα πήραν το φέρετρό της και το έθαψαν εκεί που έπρεπε να ταφεί από την αρχή, δίπλα στον σύζυγό της.
Η Νίνα Γκριν αποκαταστάθηκε το 1997.