του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Έλσα μου – είπε η Λίλι στην αδελφή της –
μη με κοιτάζεις έτσι παράξενα.
Απλά είπε στον Όσια
ότι τα αισθήματά μου για τον Βολόντια
είναι δοκιμασμένα, σταθερά
και ότι από εδώ και πέρα
θα είμαι η σύζυγός του.
Και ο Όσια συμφώνησε.
Ο διάλογος αυτός έγινε το καλοκαίρι του 1918 στο εξοχικό σπίτι των Μπρικ στο Λεβάσοβο. Η Έλσα Καζάν είχε πάει εκεί για να αποχαιρετήσει τη μεγαλύτερη αδελφή της πριν το ταξίδι της στην Ευρώπη. Στον κήπο συνάντησε τον Όσίπ Μπρικ, τη σύζυγο του Λίλι και τον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι, να κάθεται στα πόδια της – ήρεμο και ευτυχισμένο χωρίς να έχει καμιά σχέση με τον εκείνο το Μαγιακόσφσκι που γνώριζε από τα παλιά.
«Ναι, εμείς αποφασίσαμε να συγκατοικήσουμε όλοι μαζί» είπε με σοβαρό ύφος επιβεβαιώνοντας τα λόγια της συζύγου του ο Όσιπ Μπρικ. Η καημένη η Έλσα νόμισε ότι πρόκειται για ένα ακόμη φουτουριστικό καπρίτσιο. Παρόλα αυτά το αίσθημα μη κατανόησης των συμβάντων σύντομα έδωσε τη θέση του στην πίκρα : αυτή αγαπούσε ακόμη αυτόν τον ψηλό, με εκφραστικά μάτια Μαγιακόφσκι.
… Αυτή ήταν που τρία χρόνια πριν είχε οδηγήσει τον παλιό της θαυμαστή στο διαμέρισμα των Μπρικ στο Πέτρογκραντ. Ο Μαγιακόφσκι μόλις είχε τελειώσει το ποίημα του «Σύγνεφο με παντελόνια» και ήταν έτοιμος να διαβάσει το έργο του ανά πάσα στιγμή και σε οποιοδήποτε μέρος. Σ’ εκείνο το διαμέρισμα, λοιπόν, στηρίχθηκε με αλαζονεία στην πόρτα και άνοιξε το τετράδιό του … «Σηκώσαμε το βλέμμα μας – θυμόταν αργότερα η Λίλι Γιούρεβνα – και μέχρι το τέλος της βραδιάς δε μπορούσαμε να το τραβήξουμε από το αναπάντεχο θαύμα που συνέβαινε μπροστά στα μάτια μας». Η Έλσα θριαμβολογούσε : οι φίλοι της αμέσως τον πήραν στα σοβαρά ! Κρίμα όμως που δεν πρόσεξε το βλέμμα του Μαγιακόφσκι όταν κοίταζε την οικοδέσποινα του σπιτιού. Στη συνέχεια συνέβησαν πολλά παράξενα πράγματα. Έχοντας ολοκληρώσει την απαγγελία του ο Μαγιακόφσκι σαν υπνωτισμένος πλησίασε τη Λίλι και ανοίγοντας το τετράδιο στην πρώτη του σελίδα της είπε: «Μπορώ να σας το αφιερώσω;» Κάτω από τα έκπληκτα βλέμματα των δύο αδελφών – της Λίλι από θαυμασμό και της Έλσας που φανέρωνε απογοήτευση και πίκρα, ο Μαγιακόφσκι έγραψε κάτω από τον τίτλο του ποιήματος «Στη Λίλι Γιούρεβνα Μπρικ». Την ίδια μέρα ο ποιητής ανακοίνωνε με εκστατικά λόγια στο φίλο του Κορνέι Τσκουκόφσκι, ότι συνάντησε τη μοναδική, ανεπανάληπτη γυναίκα της ζωής του …
Η Λίλι κάθε άλλο παρά ευνοούσε και ενέκρινε παρόμοιες υπερβολές στη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω της, αφού ως χαρακτήρας ήταν πολύ προσγειωμένος και ορθολογικός. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εκείνο που την ενδιέφερε ήταν η «μεγαλοφυΐα» του ποιητή, όπως αποφάσισαν να τον αποκαλούν μαζί με το σύζυγό της Όσιπ Μπρικ.
… Στις 26 Φεβρουαρίου 1912, όταν η κόρη του νομικού Γιούρι Αλεξάντροβιτς Καγκάν, Λίλι ήρθε σε γάμου κοινωνία με τον προσφάτως αποφοιτήσαντα από τη Νομική Σχολή Οσίπ Μπρικ, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, οι οποίοι κόντεψαν να πάθουν κατάθλιψη από την απόφασή της. Οι γονείς της, γνωστοί στους λογοτεχνικούς κύκλους, γνώριζαν πολύ καλά ότι η μεγάλη τους κόρη είναι πλάσμα παράξενο και επικίνδυνο. Με το που έκλεισε τα 13 της χρόνια η Λίλι γνώριζε πολύ καλά ότι έχει απεριόριστη εξουσία πάνω στις καρδιές των αντρών. Αρκούσε ένα βλέμμα της μ’ εκείνα τα μαύρα της μάτια στο θύμα που επέλεγε κι εκείνο αμέσως ένιωθε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Όταν η Λίλι έφτασε κάποτε σε ηλικία γάμου την πρόσεξε ο Σαλιάπιν, ο διάσημος τενόρος της όπερας και την κάλεσε να παρακολουθήσει την παράστασή του από το προσωπικό του θεωρείο. Ο Φιοντόρ Ιβάνοβιτς όμως ήξερε να φερθεί στις γυναίκες !
Οι γονείς της με υπερηφάνεια διάβαζαν στους επισκέπτες τους τα λογοτεχνικά πονήματα της μεγαλύτερης κόρης τους, δίχως να υποψιάζονται ότι συγγραφέας τους ήταν ο καθηγητής της στο μάθημα της ρωσικής γραμματείας και λογοτεχνίας, ο οποίος ήταν βαθιά ερωτευμένος μαζί της. Για να διαφυλάξει τη φήμη και το όνομα της οικογένειας, τελικά η μητέρα της αποφάσισε να τη στείλει στη γιαγιά της, που τότε ζούσε στην πολωνική πόλη Κατοβίτσε. Εκεί όμως την ερωτεύτηκε ο θείος της, ο οποίος στη συνέχεια απαιτούσε με φορτικό τρόπο από την πατέρα της να δώσει τη συγκατάθεσή του να την παντρευτεί. Όταν μια από τις συνηθισμένες ερωτικές ιστορίες της Λίλι τελείωσε με μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, οι γονείς της ακολουθώντας τις καλύτερες των παραδόσεων του 19ου αιώνα, την έστειλαν σε κάποιο μακρινό μέρος, άγνωστο σε μας μέχρι σήμερα, όπου είτε έκανε έκτρωση, είτε της προκάλεσαν τεχνητή γέννα.
Ο Οσίπ Μπρίκ δεν έδινε καμιά σημασία στο παρελθόν της Λίλι. Ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικής ευφυΐας και διορατικότητας και ως εκ τούτου πίστευε ότι η Λίλι θα γινόταν μια εξαιρετική σύζυγος. Την εποχή που η Λίλι ερωτεύτηκε τον Μαγιακόφσκι, είχε ήδη απατήσει το σύζυγό της, πράγμα που ο Οσίπ γνώριζε πολύ καλά. Εκείνο που τον ένωνε μ’ αυτή τη γυναίκα ήταν κάτι άλλο. Εκείνο που τον έκανε να τη θαυμάζει, σύμφωνα με τα λόγια του, ήταν η ακόρεστη δίψα της για τη ζωή, πράγμα που ο ίδιος είχε μεγάλη ανάγκη αφού αυτή η δίψα μετέτρεπε την καθημερινότητα σε μια αένανη γιορτή. Εκτός από αυτό όμως ο Οσίπ και η Λίλι είχαν κοινό κι ένα άλλο πάθος: και οι δύο συνέλεγαν ταλαντούχους ανθρώπους, έχοντας την πεποίθηση ότι το Θείο Δώρο είναι αλάνθαστο και για το λόγο αυτό έπρεπε να ακολουθούν αυτά τα ίχνη.
Στην οικογένεια των Μπρικ ο Οσίπ ήταν εκείνος που πρώτος ενδιαφέρθηκε για τον Μαγιακόφσκι: άρχισε να καλεί καθημερινά τον ποιητή σπίτι τους να απαγγείλει τους στίχους του. Αυτός ήταν που εξέδωσε για λογαριασμό του ποιητή τα βιβλία με τα έργα του … Και παρόλα αυτά δεν εξεδήλωσε ποτέ την παραμικρή ενόχληση από το γεγονός ότι η «μεγαλοφυΐα» φλέρταρε απροκάλυπτα τη σύζυγό του, ενώ, απεναντίας, επαναλάμβανε συνέχεια δημοσίως ότι δε μπορεί να ζήσει δίχως εκείνη και ότι τη θεωρεί το μεγαλύτερο δώρο που του έκανε η ζωή. Ο Μπρικ άκουγε με την έκσταση ζωγραφισμένη στα μάτια του τον Μαγιακόφσκι να απαγγέλλει τα ποιήματά του κοιτάζοντας κατάματα τη Λίλι: «Έτσι κι αλλιώς ο έρωτάς μου – είναι …………………………..»
… Η Λίλι γνώριζε λοιπόν πολύ καλά και δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι θα έχει την υποστήριξη του συζύγου της. Η εγκάρδια σχέση του συζύγου της με τον ποιητή ήταν αναμφισβήτητη, ενώ η ίδια είχε ερωτικές σχέσεις με τον Μαγιακόσφσκι εδώ και καιρό …Η ίδια πίστευε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να διατηρεί μια κρυφή εξωσυζυγική σχέση, τη στιγμή που μπορούσαν να συζήσουν και οι τρεις. Για ποιο λόγο άλλωστε να υποταχθούν σε άθλια μικροαστικά στερεότυπα και προκαταλήψεις; Δεν υπήρχε άλλωστε κανένας λόγος να διαλύσει το γάμο της από τη στιγμή που και οι τρεις καταλάβαιναν πολύ καλά ο ένας τον άλλο. Και αν κάτι είναι πέραν πάσης αμφιβολίας σ’ αυτή την υπόθεση είναι η κατανόηση που είχαν μεταξύ τους η Λίλι και ο Οσίπ Μπρικ . Η κατανόηση αυτή κράτησε μέχρι το τέλος. Η σχέση τους τελειώνει το 1947 με το θάνατο του Οσίπ. Το αντίθετο όμως ίσχυε στη σχέση της με τον Μαγιακόφσκι, όπου το μόνο που δεν βρήκε ήταν η κατανόηση …
Το 1919 η παράξενη οικογένεια μετακόμισε στη Μόσχα, σ’ ένα μικρό δωμάτιο στην πάροδο Πολουέκτοβοε. Στην πόρτα του δωματίου υπήρχε μια μικρή πινακίδα που έγραφε «Οικογένεια Μπρικ – Μαγιακόφσκι» Το άθλιο αυτό ενδιαίτημα ο ποιητής το αποθανάτισε με τους στίχους «Δώδεκα τετραγωνικά μέτρα κατοικία. Τέσσερις οι συγκάτοικοι – η Λίλι, ο Όσια, εγώ και ο σκύλος Στσένικ».
Δύσκολη ήταν η εποχή. Στο διαμέρισμα δεν υπήρχε ούτε θέρμανση, ούτε ζεστό νερό, ενώ η πλησιέστερη τουαλέτα ήταν στο σιδηροδρομικό σταθμό Γιαροσλάφσκι. Ακόμη όμως και κάτω από αυτές τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης η Λίλι έκανε τη ζωή να φαίνεται σα γιορτή. Στο στενάχωρο δωματιάκι της κοινής τους ζωής κάθε βράδυ μαζεύονταν οι πολυάριθμοι φίλοι τους: ο Μπορίς Παστερνάκ, ο μετέπειτα νομπελίστας συγγραφέας του «Δόκτωρα Ζιβάγκο, ο σκηνοθέτης Ειζενστέιν, ο συγγραφέας Μαλέβτις … Μοναδικό κέρασμα στους καλεσμένους της εποχής εκείνης ήταν ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τσάι, υπήρχε όμως εκεί η Λίλι με την αστείρευτη ενέργειά της, με το λαμπερό της βλέμμα, με το μυστηριώδες χαμόγελό της. Οι καλεσμένοι λησμονούσαν για λίγο τις δυσκολίες της πραγματικότητας, τους απειλητικούς πυροβολισμούς που ακούγονταν έξω από τα παράθυρα και τον ρυθμικό βηματισμό των επαναστατικών περιπόλων.
…. Σε λίγο όλη η Μόσχα έμαθε για τη λατρεία που έτρεφε ο Μαγιακόφσκι για τη Λίλι Μπρικ. Κάποτε ένα δημόσιος υπάλληλος τόλμησε να μιλήσει περιφρονητικά «γι’ αυτή την Μπρικ» και ο Βλαδίμηρος Βλαδίμηροβιτς θύμωσε και τον χαστούκισε φωνάζοντας: «Η Λίλια Γιούρεβνα είναι σύζυγός μου! Να το θυμάστε αυτό ! ». Φευ, η εξουσία δε ξεχνά ποτέ …
Κάποτε ο Μαγιακόφσκι και η Λίλι συνάντησαν στο Καφέ την Λαρίσα Ρέισνερ. Φεύγοντας από εκεί η Λίλι ξέχασε τη τσάντα της και ο Μαγιακόφσκι γύρισε να την πάρει. Τότε η Ρέισνερ είπε ειρωνικά: «Από εδώ και πέρα θα κουβαλάτε αυτή τη τσάντα για όλη σας τη ζωή». «Εγώ, Λαρίσα, μπορώ αυτή τη τσάντα να τη κουβαλάω με το στόμα μου. Στον έρωτα δεν υπάρχει εγωισμός.», – πέταξε ο Μαγιακόφσκι.
Σε αντίθεση με τον ποιητή η Λίλι δε τρελάθηκε από τον έρωτα της για τον Βλαδίμηρο. Για παράδειγμα, δε δίστασε να αντιγράψει ολόκληρο το ποίημα «Φλάουτο – κουδούνι», εννοείται με ιδιόχειρη αφιέρωση του ποιητή «Αφιερώνεται στη Λίλι Μπρικ» και μετά να τον υποχρεώσει να φτιάξει εξώφυλλο και σχέδια. Σύντομα βρέθηκε παλαιοπώλης, ο οποίος εκτίμησε αυτό το μοναδικό αντίτυπο και μερικές μέρες μετά την επιτυχή πώληση οι καλεσμένοι απόλαυσαν ένα σπάνιο για τις μέρες εκείνες φαγοπότι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα κυλούσαν ήρεμα και τίποτα δεν προϊδέαζε κανέναν για τη θύελλα που θα επακολουθούσε ….
Κάποια στιγμή ο Οσίπ Μπρικ άκουσε πίσω από τους λεπτούς τοίχους του νέου του διαμερίσματος στην πάροδο Βοντοπιάνοε τη στριγγλή και θυμωμένη φωνή της Λίλις να λέει: «Μα είχαμε συμφωνήσει Βολόντεσκα ότι την ημέρα ο καθένας από μας κάνει ότι θέλει και μόνο τα βράδια μαζευόμαστε κάτω από τη κοινή στέγη. Με ποιο δικαίωμα ανακατεύεσαι στην ημερήσια ζωή μου; !» Ο Μαγιακόφσκι σιωπούσε. «Αυτό δε μπορεί να συνεχιστεί ! Θα χωρίσουμε ! Θα ζήσουμε χωριστά τρεις ολόκληρους μήνες. Μέχρι να αλλάξεις γνώμη. Και μη τολμήσεις ούτε να τηλεφωνήσεις, ούτε να γράψεις, ούτε να έρθεις από δω».
Ο Οσίπ είχε προειδοποιήσει τον Βολόντια ότι κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανόν να συμβεί. Ο ίδιος είχε από καιρό αποδεχτεί τους όρους της συζύγου του. Ο Μαγιακόφσκι μάλλον το είχε πάρει αψήφιστα το θέμα και στα λόγια είχε δεχτεί αυτούς τους όρους, δε μπορούσε όμως να ειρηνεύσει εξαιτίας της ζήλιας που ένιωθε για το ειδύλλιο της Λίλι με έναν ανώτατο σοβιετικό αξιωματούχο, τον Αλεξάντερ Κρασνοσέκοφ. Ο Μπρικ προσπαθούσε να παρηγορήσει τον Μαγιακόφσκι λέγοντας του ότι «η Λίλι είναι στοιχειό, θα πρέπει πάντα να το έχεις αυτό υπόψη σου. Είναι αδύνατο να σταματήσεις τη βροχή ή το χιόνι όσο κι αν το θέλεις». Οι παρηγορητικοί λόγοι όμως του Οσίπ επιδρούσαν στον ποιητή όπως επιδρά το κόκκινο πανί στον ταύρο.
Ο ποιητής συνάντησε το νέο 1923 έτος μέσα σε μια τρομερή μοναξιά στο δωμάτιό του στην λεωφόρο Λιουμπάνσκαγια, όπου συνήθως το χρησιμοποιούσε ως γραφείο. Τα μεσάνυχτα έπιανε στα χέρια του μια φωτογραφία της Λίλις και μη ξέροντας τι να κάνει και που να πάει έκατσε κι έγραψε το ποίημα «Γι’ αυτό» – μια διαπεραστική κραυγή για τη «θανάσιμη μοναξιά του έρωτα». Φυσικά όλοι γύρω του γνώριζαν ότι υποφέρει εξαιτίας του γεγονότος ότι η Λίλι «τον έδιωξε». Ακόμη κι ένας γνωστός του ταβερνιάρης του έκλεινε με σημασία το μάτι και γέμιζε το ποτήρι του με βότκα.
Ο Μαγιακόφσκι μονίμως νόμιζε πως έβλεπε τη Λίλι πότε στην είσοδο του σπιτιού του, πότε στο δρόμο. Στο γραφείο της υπήρχε ένας σωρός από σημειώματα, γράμματα και στίχους που της έφερνε η υπηρέτρια Άννα. « ………..»
Τον Φεβρουάριο του 1923 τελείωσε, επιτέλους, ο χρόνος του μορατόριουμ. Ο Μαγιακόφσκι, τρέχοντας, έσπρωχνε τους περαστικούς κατευθυνόμενος προς το σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί τον περίμενε η Λίλι, αφού είχαν συμφωνήσει να φύγουν την ίδια εκείνη μέρα για το Πέτρογκραντ. Την είδε από μακριά να στέκεται στα σκαλοπάτια του βαγονιού. Ήταν όμορφη όπως πάντα και χαρούμενη. Αρπάχτηκε από το κάγκελο της πόρτας και την τράβηξε μέσα στο βαγόνι. Γύρω τους υπήρχε ένα πολύχρωμο πλήθος που τους εμπόδιζε να κινηθούν. Το τραίνο δεν είχε ξεκινήσει ακόμη και μέσα στο βαγόνι έκανε πολύ κρύο. Ο Μαγιακόφσκι αγκάλιασε τη Λίλι, τη στρίμωξε στο παράθυρο και δίχως να δίνει σημασία στους επιβάτες που έσπρωχναν, τσαλαπατούσαν και έβριζαν ο ένας τον άλλο, άρχισε να της απαγγέλλει δυνατά κοντά στα αυτιά της το νέο του ποίημα «Γι’ αυτό».
Η Λίλι άκουγε σαν υπνωτισμένη. Δεν την ενδιέφεραν καθόλου ότι τσαλαπατήθηκαν τα καινούρια μποτάκια της, ότι τσαλακώθηκε η νέα λευκή της γούνα. Ο Μαγιακόφσκι απάγγειλε ολόκληρο το ποίημα και στάθηκε σιωπηλός. Για ένα λεπτό αυτή νόμισε ότι κουφάθηκε – γύρω της επικρατούσε ησυχία. Και άξαφνα αυτή η σιωπή διακόπηκε από λυγμούς. Εκείνος είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στο τζάμι του παραθύρου κι έκλαιγε. Εκείνη χαμογέλασε …
Η Λίλι ήταν ευτυχισμένη. … Για άλλη μια φορά βίωνε το παρηγορητικό αίσθημα να είναι σύζυγος μιας μεγαλοφυΐας.