Ποιος περπατάει ψηλά εκεί στ’ ασάλευτο γαλάζιο;
Τίνος αιώνα τα όνειρα το σάστισμα πυκνώνει
ο μύθος κι η αφήγηση μιας κάποιας Τισιφόνης;
Ή στίχος νυχτοκάρβουνος, σφαίρα του Μαγιακόβσκι,
ή η αυταπάτη του αλκοόλ στο σύννεφο τ’ «αδέσποτου σκύλου»
για να κουρνιάζει της Αχμάτοβα η λυπημένη καταχνιά
μες στο τρύπιο κρανίο της Άννα Πολιτκόφσκαγια
από λιθόστρωτη επιδρομή της γκρίζας εξουσίας;..
Δυο τελετές για τον Φονιά , ενόχληση το Θύμα…
Δες τι παιδεύει τη σκέψη τούτο το φιλέρμο σούρουπο !
την ώρα που οι αναμνήσεις «παίρνουν» αίγλης Φως
και η Ζωή σαν πυρετός κυρτώνει το Αν του σκότους .
Ποιος περπατάει μες το τρικυμισμένο σταροχώραφο ;
βαΐζοντας σαν λέξη που της αρνήθηκε αθανασία
ο Ποιητής , ίδιος θεός, ασυναίρετος κι επηρμένος
να οργώνει την απλωσιά της σιωπής ή του ποιήματος
φέρνοντας επί σκηνής το άμωμο μιας μακρινής φρασούλας :
«Να είσαι Πηδαλιούχος του εαυτού σου», είχε πει,
πριν τριάντα τόσα χρόνια σαστισμένης καταχνιάς
ο εκ Καρδαμύλων γερο-θερμαστής του πλοίου ACTIUM .
Kι έρχεται ο γλάρος ο παλιός, ίδιος στα άσπρα χορευτής
πάνω από τούτα εδώ τα λιόδεντρα που αγέρας μ’ ασήμι γιγαντώνει
να μου θυμίζει πως ο κρεμασμένος είναι μέλος μεστό
της χορείας του κενού που δυστυχώς το πάτωμα του πήραν.
Ποιος να αλέθει την μισοφώτιστη Ηχώ της άγιας λήθης ;
και ποιος στ’ αλήθεια γηγενής του Λόγου να κυρώσει
αν είπε ο γέρο θερμαστής: Πηδαλιούχος ή ίσως Πολιούχος;
κι αν ο γλάρος κι ο αυτόχειρας είναι το ίδιο χορευτές;
Στρίβει αλλού στο αγνάντιο του Κενού η σκέψη μεγαλείο:
Σαν θέλει ο Άνθρωπος γίνεται Θεός υπεροψίας ή ανάγκης
και φτιάχνει Θεούς καλύτερους κι από Αυτόν τον Ίδιο…
Έτσι, αβαρής, σαλπάρω με λυμένες τις ιαχές-πρυμάτσες
λοξοδρομώντας στις αχανείς τες απλωσιές του καταδότη Χρόνου
με ακριβής αξίας έρμα, την ξέμπαρκη «σοφία μου »
ότι στα ξάρτια του Χρόνου που μου απόμεινε κι αλυχτά
μπορεί να κυματίζει σαν άγερτη σημαία δυσκολίας
ή μονοέλικη λεξούλα αγίας ιθαγένειας: Ολιγάρκεια ,
παντιέρα Βιοτής η Ολιγάρκεια προς την μεθόριο της Δύσης.