ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ[1]
Προς τον σύντροφο Στάλιν Ι.Β.
Για την αναγκαιότητα σύλληψης της ποιήτριας Αχμάτοβα
Αναφέρω ότι στο Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Ε.Σ.Σ.Δ έχουν περιέλθει σε γνώση στοιχεία κατασκοπευτικής δραστηριότητας όπως επίσης και ανακριτικό υλικό σε σχέση με την ποιήτρια ΑΧΜΑΤΟΒΑ Α.Α., τα οποία μαρτυρούν ότι είναι δραστήριος εχθρός της σοβιετικής εξουσίας.
Η ΑΧΜΑΤΟΒΑ Άννα Αντρέγιεβνα, γεννηθείσα το 1892[2], Ρωσίδα, κατάγεται από ευγενείς, δεν είναι μέλος του κόμματος και ζει στο Λένινγκραντ.
Ο πρώτος της σύζυγός ήταν ο ποιητής, μοναρχικών αντιλήψεων ΓΚΟΥΜΙΛΙΟΦ, και ως μέλος της συνομωσίας των λευκοφρουρών στο Λένινγκραντ το 1921 εκτελέστηκε δια τυφεκισμού από τα όργανα της Πανρωσικής Έκτακτης Επιτροπής[3].
Η ΑΧΜΑΤΟΒΑ κατηγορείται για εχθρική δράση με βάση τις ομολογίες των συλληφθέντων στα τέλη του 1949 γιου της ΓΚΟΥΜΙΛΙΟΦ Λ.Η, ο οποίος μέχρι την στιγμή της σύλληψής του ήταν ερευνητής στο Κρατικό Εθνογραφικό Μουσείο των λαών της Ε.Σ.Σ.Δ και του πρώην συζύγου της ΠΟΥΝΙΝ Ν.Ν., καθηγητή του Κρατικού Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ.
Ο υπόδικος ΠΟΥΝΙΝ στην ανάκριση που διεξήχθη στο Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Ε.Σ.Σ.Δ ομολόγησε ότι η ΑΧΜΑΤΟΒΑ, έλκουσα την καταγωγή της από οικογένεια γαιοκτημόνων, είχε εχθρικές διαθέσεις απέναντι στην εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας στη χώρα και μέχρι το τελευταίο διάστημα έκανε εχθρική δουλειά εναντίον του σοβιετικού κράτους.
Όπως ομολόγησε ο ΠΟΥΝΙΝ από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης η ΑΧΜΑΤΟΒΑ έγραφε στίχους αντισοβιετικού χαρακτήρα, στους οποίους αποκαλούσε τους μπολσεβίκους «εχθρούς, που ερημώνουν τη γη», και δήλωνε ότι «δεν θα συμπορευτεί με την σοβιετική εξουσία».
Αρχής γενομένης από το 1924 η ΑΧΜΑΤΟΒΑ μαζί με τον ΠΟΥΝΙΝ, ο οποίος έγινε σύζυγός της, συγκέντρωσε γύρω της εχθρικά διακείμενους λογοτέχνες και οργάνωνε στο διαμέρισμά της αντισοβιετικές συγκεντρώσεις.
Αναφορικά με αυτό ο υπόδικος ΠΟΥΝΙΝ ομολόγησε:
«Εξαιτίας των αντισοβιετικών μας διαθέσεων εγώ και η ΑΧΜΑΤΟΒΑ, συζητώντας μεταξύ μας, πολλές φορές εκφράσαμε το μίσος μας για το σοβιετικό σύστημα, συκοφαντήσαμε τους καθοδηγητές του κόμματος και της Σοβιετικής κυβέρνησης και εκφράσαμε την δυσαρέσκειά μας για διάφορες ενέργειες της σοβιετικής εξουσίας …
Στο διαμέρισμά μας οργανώνονταν αντισοβιετικές συγκεντρώσεις, στις οποίες συμμετείχαν λογοτέχνες από εκείνους που ήταν δυσαρεστημένοι και θιγμένοι από την σοβιετική εξουσία…
Τα πρόσωπα αυτά με μένα και την ΑΧΜΑΤΟΒΑ συζητούσαν με εχθρικές διαθέσεις τα γεγονότα στη χώρα μας … η ΑΧΜΑΤΟΒΑ, ειδικότερα, διατύπωνε συκοφαντικές σκέψεις ότι για την τάχα σκληρή στάση της σοβιετικής εξουσίας απέναντι στους αγρότες, δυσαρεστημένη για το κλείσιμο των εκκλησιών και εξέφραζε αντισοβιετικές απόψεις για μια σειρά άλλων ζητημάτων».
Όπως απέδειξε η ανάκριση, σ’ αυτές τις εχθρικές συγκεντρώσεις στο διάστημα 1932 – 1935, συμμετείχε ενεργά και ο γιος της ΑΧΜΑΤΟΒΑ – ΓΚΟΥΜΙΛΙΟΦ, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν φοιτητής του Κρατικού Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ.
Σχετικά με αυτό ο υπόδικος ΓΚΟΥΜΙΛΙΟΦ, ομολόγησε:
«Παρουσία της ΑΧΜΑΤΟΒΑ εμείς στις συγκεντρώσεις αυτές ανενδοίαστα εκφράζαμε τις εχθρικές μας διαθέσεις … ο ΠΟΥΝΙΝ άφηνε να εννοηθούν διάφορες τρομοκρατικές σκέψεις κατά των καθοδηγητών του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβικών) και της Σοβιετικής κυβέρνησης…
Τον Μάιο του 1934 ο ΠΟΥΝΙΝ παρουσία της ΑΧΜΑΤΟΒΑ έδειξε ανάγλυφα πως θα διέπραττε τρομοκρατική πράξη κατά του ηγέτη του σοβιετικού λαού».
Ανάλογες ομολογίες έχει κάνει και ο υπόδικος ΠΟΥΝΙΝ, ο οποίος ομολόγησε ότι είχε τρομοκρατικές διαθέσεις σε σχέση με τον σύντροφο Στάλιν και ομολόγησε, επίσης, ότι τις τρομοκρατικές αυτές διαθέσεις συμμεριζόταν και η ΑΧΜΑΤΟΒΑ:
«Στις συζητήσεις που είχαμε διατύπωνα κάθε δυνατή ψευδή κατηγορία κατά της Κεφαλής του Σοβιετικού κράτους και προσπαθούσα να «αποδείξω» ότι η υπάρχουσα στη Σοβιετική Ένωση κατάσταση μπορεί να αλλάξει στην επιθυμητή για εμάς κατεύθυνση μόνο μέσω της βίαιης απομάκρυνσης του Στάλιν…
Σε ειλικρινείς συζητήσεις που είχα η ΑΧΜΑΤΟΒΑ συμμεριζόταν αυτές τις τρομοκρατικές διαθέσεις και υποστήριζε τις γεμάτες κακία επιθέσεις μου εναντίον της Κεφαλής του Σοβιετικού κράτους.
Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1934 προσπάθησε να δικαιολογήσει την επαίσχυντη δολοφονία του Σ. Μ. Κίροφ[4], αποτιμώντας αυτή την τρομοκρατική πράξη ως απάντηση στις υπερβολικές, κατά την γνώμη της, διώξεις της Σοβιετικής κυβέρνησης κατά των τροτσκιστών, των οπαδών του Μπουχάριν[5] και άλλων εχθρικών γκρουπούσκουλων».
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Οκτώβριο του 1935 ο ΠΟΥΝΙΝ και ο ΓΚΟΥΜΙΛΙΟΦ είχαν συλληφθεί από την Διεύθυνση του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων της περιοχής του Λένινγκραντ ως μέλη αντισοβιετικής οργάνωσης. Παρόλα αυτά σε σύντομο χρονικό διάστημα και ύστερη από μεσολάβηση της ΑΧΜΑΤΟΒΑ απελευθερώθηκαν.
Αναφερόμενος στην μετέπειτα εγκληματική του σχέση με την ΑΧΜΑΤΟΒΑ, ο υπόδικος ΠΟΥΝΙΝ, ομολόγησε ότι η ΑΧΜΑΤΟΒΑ συνέχιζε να διεξάγει μαζί τους εχθρικές συζητήσεις, κατά την διάρκεια των οποίων εξέφραζε κακεντρεχείς συκοφαντίες κατά του Πανρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων) και της Σοβιετικής κυβέρνησης.
Ο ΠΟΥΝΙΝ ομολόγησε επίσης ότι η ΑΧΜΑΤΟΒΑ δέχτηκε με εχθρικές διαθέσεις την Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Πανρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων) «Για τα περιοδικά «Ζβεζντά» και «Λένινγκραντ», στην οποία είχε ασκηθεί δίκαιη κριτική για το ιδεολογικά επιζήμιο δημιουργικό της έργο.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από πληροφορίες της κατασκοπίας μας.
Έτσι, πηγή της Διεύθυνσης του Υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας της περιοχής του Λένινγκραντ ανέφερε ότι η ΑΧΜΑΤΟΒΑ σε σχέση με την Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του Πανρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων) «Για τα περιοδικά «Ζβεζντά» και «Λένινγκραντ» δήλωσε:
«Οι φτωχοί, τίποτα δεν ξέρουν ή τα ξέχασαν όλα. Όλα αυτά υπήρξαν, όλα αυτά τα λόγια έχουν ειπωθεί και ξαναειπωθεί και επαναλαμβάνονται χρόνο με το χρόνο … τίποτα το καινούριο δεν ειπώθηκε, όλα μας είναι γνωστά. Για τον Ζόσενκο αυτό είναι ένα γερό χτύπημα, για μένα όμως δεν είναι τίποτα άλλο από επανάληψη των νουθεσιών και των κατάρων που άκουσα εδώ και χρόνια».
Το Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας θεωρεί αναγκαία την σύλληψη της ΑΧΜΑΤΟΒΑ.
Αιτούμαι την έγκρισή σας.
Αμπακούμοφ[6]
Νο 6826/Α
14 Ιουλίου 1950
Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο “Ολοκληρωτισμός και τέχνη”, “Μεταμεσονύχτιες Εκδόσεις”, Αθήνα, 2007, μτφ: Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
[1] Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 20/03/2000 στην εφημερίδα «Νόβαγια Γκαζέτα» της Μόσχας.
[2] Ο συντάκτης του εγγράφου αυτού κάνει λάθος αναφορικά με την ημερομηνία γέννησης της Άννας Αχμάτοβα, αφού γεννήθηκε το 1989
[3] В.Ч.К. : (Επιτροπή Έκτακτης Ανάγκης) η πρώτη οργάνωση των μυστικών υπηρεσιών του νεαρού σοβιετικού κράτους, πρόδρομος της μετέπειτα πανίσχυρης K.G.B. Πρώτος επικεφαλής ήταν το Φέλιξ Εντμουόντοβιτς Τζερζίνσκι, πολωνός στην καταγωγή, ιδρυτικό μέλος του κόμματος των μπολσεβίκων, αποκαλούμενος και ως «πρίγκιπας της επανάστασης».
[4] Κίροφ Σ. Μ (1886 – 1934) : γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του Λένινγκραντ και επιφανές στέλεχος του κόμματος. Η δολοφονία του τον Δεκέμβριο του 1934 αποδόθηκε σε «αντεπαναστατικές δυνάμεις» και αποτέλεσε την αρχή για την εδραίωση της απολυταρχικής εξουσίας του Στάλιν και των διώξεων σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων.
[5] Μπουχάριν Νικολάι: (1888 – 1938) Ρώσος επαναστάτες, από τα ιδρυτικά μέλη του Κ.Κ.Σ.Ε. Συμμετείχε στην οκτωβριανή επανάσταση, κατείχε διάφορες ανώτατες κομματικές και κρατικές θέσεις μετά την επικράτηση των Μπολσεβικών. Κατά την διάρκεια της σταλινικής τρομοκρατίας συνελήφθη με την κατηγορία της «αντικομματικής και αντικρατικής πάλης» βασανίστηκε, «ομολόγησε» την ενοχή του δημόσια στις δίκες της Μόσχας και εκτελέστηκε στις 15/03/1928
[6] Αμπακούμοφ Βίκτωρ Σιμεόνοβιτς (1908 – 1954) ηγετικό στέλεχος της Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας της Ε.Σ.Σ.Δ επί σειρά ετών. Μέλος του κόμματος από το 1930, άρχισε τη σταδιοδρομία του ως στέλεχος της οργάνωσης νεολαίας και στη συνέχεια «μετατέθηκε» στην OGPU, διάδοχο της VCRA και πρόδρομου της NGVD. Το 1941 ανέλαβε την θέση του αναπληρωτή υπουργού εσωτερικών και ίδρυσε την οργάνωση «SMERS» η οποία ανέλαβε δράση αντικατασκοπίας και τιμωρίας των συνεργατών των ναζιστικών στρατευμάτων στα κατεχόμενα εδάφη της Ε.Σ.Σ.Δ. Το 1951 κατηγορήθηκε ότι δεν πρόλαβε τη «συνωμοσία των εβραίων γιατρών του Κρεμλίνου» συνελήφθη, βασανίστηκε άγρια με αποτέλεσμα να μείνει παράλυτος και εν τέλει φυλακίστηκε. Μετά τον θάνατο του Στάλιν αντί να απελευθερωθεί κατηγορήθηκε ότι «χάλκευε» υποθέσεις «αντιφρονούντων», πράγμα που σύμφωνα με τα ήθη της εποχής συνιστούσε «εσχάτη προδοσία», καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε δια τυφεκισμού.