Στην αυλή ζούσε μία γυναίκα που την έλεγαν Ζαΐνα, την οποία έπρεπε να πληρώσεις για να περάσεις τη νύχτα μαζί της. Όχι υποχρεωτικά με χρήματα. Στις δύσκολες στιγμές που περνούσε η πατρίδα, δεχόταν Τσετσένους μαχητές, έχοντας κρεμάσει στο παράθυρο του διαμερίσματός της τη σημαία της Ιτσκερίας, για να το αναγνωρίζουν.
Η σημαία ήταν κοκκινοπράσινη με ένα φουντωτό λύκο στο κέντρο της. Η Ζαΐνα δεν ζητούσε πολλά για να προσφέρει τις υπηρεσίες της: ένα σακούλι αλεύρι, μία κονσέρβα τουρσί.
Όταν οι επισκέπτες έφευγαν και την άφηναν στην ησυχία της, η Ζαΐνα φορούσε την μαντήλα, σκεπάζοντας τους πυρόξανθους βόστρυχους και έτρεχε να μοιραστεί το φαγητό για το οποίο είχε κοπιάσει με τα παιδιά και τους γέροντες που ζούσαν δίπλα της.
Όταν οι εχθρικές δυνάμεις στο πρόσωπο των Ρώσων στρατιωτικών έκαναν επίθεση και οι μαχητές υποχρεώνονταν να αποσυρθούν πέρα από τα όρια των περιοχών τους, η Ζαΐνα με την ίδια χαρά δεχόταν τους κατακτητές στο σπίτι της. Οι Ρώσοι έφερναν στην Ζαΐνα κονσέρβες κρέατος και μαρμελάδα σε μικρές συσκευασίας και η γυναίκα, αφού έφευγαν, έκανε αυτό που ήξερε: μοιραζόταν τα τρόφιμα με τους ανάπηρους και τις πολύτεκνες οικογένειες.
Αυτός ήταν ο λόγος που ενώ ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη της αποκαλώντας την πουτάνα και γενικά δεν τη θεωρούσαν άνθρωπο, όλη μας η γειτονιά έδειχνε ανεκτικότητα απέναντι στηΖαΐνα.
Το μεγαλύτερο μέρος του αντρικού πληθυσμού χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες της: τέτοιου είδους γυναίκες είναι εξαιρετικά σπάνιες στην Τσετσενία, γιατί αυτή η συμπεριφορά έχει ως τίμημα τον θάνατο.
Μία τέτοια μουσουλμάνα τη σκοτώνει ο αδελφός, ο θείος ή ο πατέρας της. Κανείς ποτέ δεν θα κατακρίνει τον φονιά. Απεναντίας, θα απολαμβάνουν μεγάλο σεβασμό από τους ανθρώπους και θα τιμώνται ιδιαίτερα. Η αστυνομία θα τους πλησιάσει, θα τους σφίξει το χέρι και θα πει δυνατά: «ΑσαλάμΑλέικουμ!»
Η Ζαΐνα δεν είχε συγγενείς. Δεν είχε ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε αδέλφια και αδελφές, έτσι δεν υπήρχε κανείς για να την σκοτώσει. Ή να την προστατεύσει από μία τέτοια ζωή. Ξέραμε πως είχε γεννηθεί στα βουνά του Νταγκεστάν, ότι μιλάει τη γλώσσα των Τσετσένων και αλλάζει σημαία στο παράθυρό της ανάλογα με τις εδαφικές αλλαγές στην Ρωσική Ομοσπονδία. Η ηλικία της παρέμενε ένα μεγάλο ερωτηματικό. Με το έμπειρο βλέμμα του οι ντόπιες δίκαιες γυναίκες εκτιμούσαν ότι ήταν πια στην τέταρτη δεκαετία της ζωής της.
– Είναι όμορφη, γιατί δεν έχει κάνει παιδιά! έλεγαν οι συνομήλικες της, φορώντας μακριά φορέματα και ρόμπες.
Τα πρόσωπά τους παραμορφώνονται, θαρρείς κι ήταν από γυαλί που δεν άντεξε τα χτυπήματα ενός αντρικού χεριού και ράγισε κατά μήκος και κατά πλάτος. Η Ζαΐνα φορούσε παντελόνια και ήταν μάλλον η μοναδική σ’ ολάκερη την πόλη. Αυτή ήταν μία ανήκουστη ντροπή!
Κανείς δεν θα επέτρεπε στη Ζαΐνα να κάνει παιδί: σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, είναι ανάξια μία τέτοια γυναίκα να κυοφορήσει ένα μωρό.
Στις συνηθισμένες οικογένειες, η γυναίκα όταν πλησιάζει τα σαράντα είναι σαν γριά. Και πώς αλλιώς; Έχει ήδη οκτώ-εννέα παιδιά. Στα δεκαπέντε της πρέπει να παντρευτεί, δηλαδή στα τριάντα και κάτι είναι ήδη γιαγιά.
Είναι μία άλλη προσέγγιση του χρόνου, της νεότητας. Άλλα ήθη. Ορεσίβια.
Η νιότη της Ζαΐνα πέρασε στα χρόνια των δύσκολων διώξεων της Σαρίας: αν ήταν άλλη, θα την είχαν εκτελέσει, φυσικά, θα τη λιθοβολούσαν ή θα τη σκότωναν χτυπώντας την με ραβδιά. Όχι όμως αυτή. Οι αυστηροί μουσουλμάνοι ιεροκήρυκες περιφέρονταν στην αυλή μας για να επιτηρούν τα ήθη μας, μα, βλέποντας τη γαλανομάτα Ζαΐνα, άρχιζαν να της χαμογελούν και τρύπωναν στο μικρό της διαμέρισμα για κάποιες ώρες.
Αδύνατη, σαν άγαλμα μινιατούρα, καλλονή, μάγευε τους πάντες με την πρώτη ματιά. Της άρεσαν οι χοροί και η μουσική. Μαγείρευε γρήγορα και νόστιμα ανατολίτικα φαγητά.
Βγαίνοντας από το σπίτι της εκδιδόμενης γυναίκας, οι ιεροκήρυκες προσπαθούσαν το ταχύτερο να εξαφανιστούν, για να μην τους δουν οι άνθρωποι με τις μακριές γενειάδες και αρχίζουν να λένε σκωπτικά πρόστυχα τετράστιχα.
– Όλοι ξέρουν τα πάντα για τους πάντες! είπε κάποια στιγμή η θεία Μαριάμ. Από πού ήρθε, ποιος κοίταξε ποιον, γιατί…
– Πώς βρέθηκε στην αυλή μας η Ζαΐνα; τη ρώτησα, κοιτάζοντας τη γυναίκα με τα ρούσα μαλλιά να γελάει στο παράθυρο της κουζίνας, όπου μαζί με τη γειτόνισσα της Μαριάμ μαγειρεύαμε πιλάφι.
– Την έφερε ο Ραμζίς. Κάπου την βρήκε. Ήταν ευτυχισμένη, μπορεί να πίστευε πως θα την παντρευτεί. Οι δικοί του όμως του απαγόρευσαν ακόμη και να το σκεφτεί! Κι αν οι δικοί σου δεν συμφωνούν, κανείς δεν θα τολμήσει να τους παρακούσει.
Ο Ραμζίς ήταν Τσετσένος, γείτονάς μας, έμενε στον δεύτερο όροφο. Έζησε για ένα διάστημα με τηΖαΐνα σαν όμηρο και στη συνέχεια την έδωσε στους φίλους του, όπως δίνει κάποιος ένα πακέτο με φτηνά τσιγάρα.
Έδωσαν στη Ζαΐνα ένα διαμέρισμα, από το οποίο είχε φύγει την εποχή των ταραχών μία ρωσική οικογένεια. Έτσι, ζούσε τώρα σαν ιδιοκτήτρια σ’ αυτό και ο Ραμζίς μερικές φορές τη χαιρετούσε, όταν ήταν σίγουρος πως κανείς από τους γείτονες δεν τον βλέπει. Κάτι τέτοιο όμως σ’ εμάς, στην Τσετσενία, δεν συμβαίνει: τα μάτια όλων είναι τηλεσκόπια.
Ιδιαίτερη συνήθεια στην Τσετσενία είναι η ακλείδωτη πόρτα. Ακόμη κι αν έχει κλειδαριά, είναι ανώφελο να την κλείσεις. Κανείς δεν χτυπάει, όλοι απλά την ανοίγουν και μπαίνουν. Είμαστε, βλέπεις, γείτονες!
– Θεία Μαριάμ, θέλουμε το σίδερο! έλεγαν, τρέχοντας από τον πάνω όροφο τα κοριτσάκια και, χωρίς να περιμένουν να δουν τι θα απαντήσει η νοικοκυρά του σίδερου, το άρπαζαν και έφευγαν.
Μόλις ακούστηκε η πόρτα ν’ ανοίγει…
– Εγώ είμαι. Ήρθα να πάρω νερό! έλεγε ο γέρος Αχμέντ χτυπώντας τους κουβάδες, καθώς περνούσε από μπροστά μας για να πάει στο μπάνιο.
– Μαριάμ, θα αφήσω την τσάντα μου στον διάδρομο, φώναζε κάποιος άγνωστος. Θα περάσει μετά από μία ώρα ο αδελφός μου να την πάρει!
Από την φωνή καταλαβαίναμε πως είναι η γειτόνισσα Ζαλινά που έμενε απέναντι.
Αυτό γινόταν όλη την ημέρα.
– Όταν μετακομίσαμε, θυμόταν η μαμά, κόβοντας κρεμμύδι για το πιλάφι, δεν κλείναμε καθόλου την πόρτα. Μόνο όταν πηγαίναμε στο μπακάλικο και δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Είναι σκέτη τυραννία. Χτυπούσαν κάθε πέντε λεπτά. Μικροί και μεγάλοι! Πότε έρχονταν να δούμε τι κάνουμε, πότε να φέρουν φαγητό, πότε να ζητήσουν κάτι. Ποτέ και πουθενά δεν έζησα τόσο μονιασμένα. Αγάπησα με όλη μου την καρδιά αυτή τη συνήθεια.
Ομολογώ πως δεν συμμεριζόμουν τον ενθουσιασμό της μαμάς. Πίστευα πως κάθε ένας πρέπει να ζει, να απολαμβάνει την ηρεμία του, πως ο καθένας χρειάζεται τον χώρο του, αλλά φοβόμουν να μην με τιμωρήσει κι έτσι έκρυβα τις σκέψεις μου βαθιά μέσα στο μυαλό μου.
Το πιλάφι εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα είχε καταπληκτική γεύση και οι μεγάλοι αποφάσισαν να κεράσουν τη Ζαΐνα, η οποία έκανε κάτι δουλειές μπροστά στην είσοδο.
Στο ξένο σπίτι η Ζαΐνα συμπεριφερόταν πολύ ήρεμα και μόνο αν την ρωτούσαν κάτι, άρχιζε να διηγείται μικρές χαρούμενες ιστορίες, θαρρείς κι όλη της η ζωή ήταν μία διαρκής γιορτή, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ζούσαν μέσα στον πόλεμο και τη θλίψη.
– Αχ, πόσο ανόητη ήμουν, έλεγε χαμογελώντας η Ζαΐνα. Ήμουν νέα και ξεχνούσα να κλείσω την πόρτα. Μόλις ο επισκέπτης μου ήταν έτοιμος για τις γήινες απολαύσεις, έβγαζε το παντελόνι και εμφανιζόταν η γειτόνισσα, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, για να ζητήσει λίγη ζάχαρη ή αλάτι. Ένας εγκάρδιος κύριος από το υπουργείο, τρόμαξε τόσο πολύ, βλέποντας τη θεία του, πως έπεσε με την πλάτη στο τραπέζι… Κάτι έσπασε θαρρώ…Τον δυστυχή τον πήραν οι φίλοι του με το φορείο, ενώ η θεία έτρεχε πίσω του και τον χτυπούσε με τις κάλτσες…
– Πώς κατέληξες σε τούτη τη ζωή; ρώτησε έκπληκτη η μαμά. Μήπως σε ξεγέλασε κανείς; Κάποιο κάθαρμα. Μήπως παντρεύτηκες, χώρισες κι οι δικοί σου δεν ήθελαν πίσω;
Η Ζαΐνα όμως μόνο χαμογελούσε και δεν έλεγε τίποτα για την νιότη της.
Κατά τη διάρκεια του δευτέρου πολέμου της Τσετσενίας, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν τρίτος, η Ζαΐνα κρέμασε ξανά τη σημαία με τον λύκο στο παράθυρό της. Η σημαία στα τέλη του φθινοπώρου ήταν σκισμένη από τα θραύσματα, μα εκείνη δεν την έβγαλε, αφού δεν είχε άλλη. Τα βλήματα έπεφταν μπροστά στην είσοδο κι εμείς περιμέναμε πότε θα σταματήσει ο βομβαρδισμός για να τρέξουμε να μαζέψουμε χιόνι ώστε να έχουμε νερό να πιούμε.
Μία φορά ο βομβαρδισμός ήταν τόσο δυνατό που νομίζαμε ότι τα βλήματα στοχεύουν τα κτήρια με τροχιοδεικτικές βολές και θα μας μετατρέψουν όλους μαζί σε σκόνη. Τι νιώθει ο άνθρωπος, με κομμένη την ανάσα από τη σκόνη που πέφτει από τους τοίχους και το ταβάνι; Το κτήριο τραντάζεται από τις εκρήξεις λες και γίνεται σεισμός 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και κουνιέται σαν φοβισμένος σκύλος. Εμείς ήμασταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα ενός τέτοιου κτηρίου και θυμόμασταν κάποιες στιγμές της ζωής μας. Προσπαθούσαμε να χρωματίσουμε με αυτές το μαύρο κενό του σκοταδιού που είχε καταβροχθίσει κάθε μορφή ζωής.
Στον γειτονικό δρόμο την στιγμή αυτού του βομβαρδισμού ήταν ένα ζευγάρι, ο Τσετσένος Αχμέτ και η ρωσίδα σύζυγός του Ιρίνα, οι οποίοι ζούσαν μαζί εδώ και τριάντα πέντε χρόνια. Αρχικά, πριν από τον πρώτο πόλεμο, κανείς δεν ήξερε τι εθνικότητας ήταν, δεν κάναμε τέτοιες συζητήσεις. Το μόνο που ξέραμε ήταν ότι ο μοναδικός του γιος είχε σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Στη συνέχεια ξαφνικά μαθεύτηκε πως η σύζυγος του γέρου Αχμέτ ήταν ρωσίδα. Μερικοί γείτονες ύστερα από αυτή την αποκάλυψη άρχισαν μοχθηρά να ενδιαφέρονται να μάθουν αν θα την διώξει ο Αχμέτ ή όχι. Όταν όμως ο παππούς Αχμέντ πέταξε σε κάποιον ένα κουβά με σκατά, χτύπησε κάποιον άλλο στο κεφάλι με την πατερίτσα του, σώπασαν και τον χαιρετούσαν με σεβασμό κάθε φορά που τον συναντούσαν.
Ο δρόμος τους, ο οποίος είχε μόνο ιδιωτικές κατοικίες, άλλαζε διαρκώς χέρια: οι μαχητές υποχωρούσαν πίσω από τα γκαράζ μαζί με το πυροβόλο τους, ενώ οι Ρώσοι στρατιώτες περνούσαν με τα άρματα μεταφοράς προσωπικού, πυροβολώντας με κάθε είδους όπλα. Οι γέροντες δεν μπορούσαν να σβήσουν τη φωτιά που έκανε το σπίτι τους και κρύφτηκαν στον διάδρομο που είχε πιο χοντρούς τοίχους.
Η Ζαΐνα ήταν ξαπλωμένη στο χιόνι, αφού δεν πρόλαβε να τρέξει μέχρι το υπόγειο, όπου μαζευόμασταν για να κρυφτούμε: δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι και να συρθεί στα τέσσερα γιατί ο βομβαρδισμός ήταν ανελέητος. Η γυναίκα είδε πως καίγεται το σπίτι των γερόντων, αλλά ήταν αδύνατο να φωνάξει για βοήθεια μέσα στη χλαπαταγή. Κανείς δεν άκουγε ούτε την ίδια του τη φωνή.
Η γριά Ιρίνα, με φλεγόμενη ρόμπα εμφανίστηκε ξαφνικά στο κατώφλι. Κάτι φώναξε, κουνώντας τα χέρια και στη συνέχεια χάθηκε στο μικρό φλεγόμενο σπίτι της.
Ένα άρμα μεταφοράς προσωπικού σκόπευσε με το κανόνι του αυτό το σπίτι. Οι στρατιώτες που πετάχτηκαν από το άρμα, άρχισαν να πυροβολούν το σπίτι των γερόντων με τα αυτόματα, υποθέτοντας ότι από εκεί πυροβολούν οι μαχητές.
Ο κόσμος από το υπόγειο είδε τι συμβαίνει μέσα από μία χαραμάδα στον τοίχο και πάγωσαν, καταλαβαίνοντας πως οι γέροντες θα χάσουν τη ζωή τους. Εκείνη τη στιγμή όμως η Ζαΐνα πετάχτηκε και χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία στα βλήματα που έσκαγαν γύρω της, έτρεξε προς το άρμα.
– Σταθείτε! Άνθρωποι ζουν εκεί! φώναξε. Μην πυροβολείτε!
Κολλημένοι στην χαραμάδα του τοίχου, οι άνθρωποι από τα γύρω κτήρια που είχαν επιβιώσει δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν. Φορώντας το αιώνιο παντελόνι της, ένα ελαφρύ μπουφάν, χωρίς τη μαντήλα, αφού την είχε χάσει πάνω στη βιασύνη της, η Ζαΐνα έκρυβε με το σώμα της το ξένο σπίτι που καιγόταν.
Τα πυρόξανθα μαλλιά της έπεφταν πλούσια στους αδύναμους ώμους της, τα γαλανά της μάτια φλέγονταν και έδειχνε ιδιαίτερα όμορφη μέσα σ’ εκείνη την κόλαση.
Οι Ρώσοι στρατιώτες μάλιστα σταμάτησαν να πυροβολούν ξαφνιασμένοι, ενώ οι μαχητές λούφαξαν μαζί με το κανόνι τους πίσω από τα γκαράζ.
Η Ζαΐνα έτρεξε στο σπίτι κι έβγαλε τον παππού Αχμέτ που δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει από τους καπνούς και μετά τη γιαγιά Ιρίνα, η οποία κατάφερε μέσα στις φωτιές να βγάλει τη ρόμπα και τώρα ήταν τυλιγμένη σε ένα παλιό παλτό σκούρου πράσινου χρώματος.
– Άνθρωποι ζουν εδώ;! ρωτούσαν εμβρόντητοι οι στρατιώτες ο ένας τον άλλον.
Στη συνέχεια ένας από αυτούς πλησίασε τα γεροντάκια κι άρχισε να ουρλιάζει:
– Πού είναι οι ταυτότητές σας;
– Εκεί! είπε η γιαγιά Ιρίναδείχοντας τα αποκαΐδια. Αν θέλετε πηγαίνετε να ψάξετε, μην ντρέπεστε, ευθεία τραβάτε!
Αξιοποιώντας την ανάπαυλα, ο Αχμέντ, η Ιρίνα και η Ζαΐνα πήγαν βιαστικά στο υπόγειο. Δεν τους σταμάτησε κανείς.
Οι Ρώσοι στρατιώτες και οι μαχητές, συνέχιζαν τον πόλεμό τους.
Ύστερα από λίγο το νέο για τη γενναία πράξη της εκδιδόμενης γυναίκας μεταφέρθηκε σε όλες τις αυλές.
– Πόσο γενναία είσαι! έλεγαν οι άνθρωποι που συναντούσαν τηΖαΐνα, ενώ μόλις τους γυρνούσε την πλάτη, ψιθύριζαν: Έτσι κι αλλιώς, όλοι ξέρουν ποια είναι. Μία καλή πράξη δεν σβήνει την ιστορία της νιότης.
Η Ζαΐνα συνέχισε να τραγουδάει και να γελάει και μία φορά ήρθε στη μαμά μου για να της πει τα χαρτιά. Η μαμά είχε σταματήσει από χρόνια να ρίχνει τα χαρτιά, αλλά η Ζαΐνα την έπεισε. Της είπε ότι πρόκειται για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.
– Πείτε μου, θα πεθάνω νέα; Δεν θέλω να γεράσω! επέμενε η Ζαΐνα! Η γριά ζει τον αιώνα της έχοντας γύρω της εγγόνια, τι είδους γριά θα είμαι εγώ; Δεν πρόκειται! Δεν είμαι ικανή γι’ αυτό!
Η μαμά άπλωσε σαν βεντάλια τα χαρτιά και τα κοιτούσε προσεκτικά.
– Βλέπω πως είχες δύσκολη ζωή. Θα περάσουν όλα όμως. Θα αλλάξουν. Θα συναντήσεις έναν καλό άνθρωπο. Θα έχεις το δικό σου σπίτι και όταν θα γεράσεις, θα έχεις εγγόνια και δισέγγονα.
– Δεν είναι αλήθεια!
– Αλήθεια! Ποτέ δεν έκανα λάθος στα χαρτιά. Για σένα έκανα την αμαρτία, αφού είχα ορκιστεί να μην ξαναρίξω τα χαρτιά.
– Θα έχω και εγγόνια; είπε η Ζαΐνα σκεπτική.
– Ναι. Βλέπω, ένα αγοράκι μικρό, μα δεν είναι γιος σου, αλλά εγγονός. Θα σ’ αγαπάει πολύ. Θα παίζεις μαζί του! Κι ένα κοριτσάκι με ροζ φουστάνι. Μικρούλικο πολύ… Για περίμενε. Μήπως είσαι έγκυος;
Η Ζαΐνα δάγκωσε λίγο από το μπισκότο που ήταν πάνω στην καρέκλα δίπλα της. Τότε είδαμε πως κλαίει. Βέβαια, αμέσως άρχισε να χαμογελάει, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν, για να μην σκεφτούμε κάτι κακό για εκείνη. Κρύφτηκε πίσω από ένα ποτήρι νερό.
– Θέλεις να σου διαβάσω ποιήματά μου;
Η Ζαΐνα έγνεψε καταφατικά.
Ο Θόρυβος σκίζει τη σιωπή.
Ο χρόνος δεν υπάρχει.
Κάποιος τον πόλεμο σκέφτηκε
μακρύ σαν χίλια χρόνια.
Κάποιος ονόματα έδωσε
χώρισε τους αιώνες.
Στον κόσμο που πολεμάει συνέχεια
καταραμένα έχει σύννεφα.
Τον κλήρο του τραβάει καθένας μας την ώρα που γεννιέται
και όλοι μας πεθαίνουμε.
Εσύ επιλέγεις αν θα πας στο φως
ή αν στον πάγο πέσεις.
– Φύγε απ’ εδώ! μου είπε απότομα η μαμά. Οι ποιητές που έζησαν στη Ρωσία κι έγραφαν καλύτερα από σένα, όλοι πέθαναν στην ψάθα. Κανείς δεν χρειάζεται τα ποιήματά σου.
Ήθελα απλά…
– Ευχαριστώ! είπε η Ζαΐνα. Και χαμογέλασε. Μετά όμως σκοτείνιασε το βλέμμα της και πρόσθεσε: Δεκατριών χρονών με πάντρεψαν, δεν ήξερα τίποτα για τη ζωή. Δεν ήθελα να χαλάσω το χατίρι των μεγάλων. Με χτυπούσαν. Ο άντρας μου, επειδή τον παράκουσα, μου έσπασε ένα πλευρό, δεν του άρεσε τι απάντησε σε ένα γείτονα. Ήμουν στο νοσοκομείο. Έχασε το μωρό… Θυμάμαι πως ο άντρας μου με κλωτσούσε, ενώ στο διπλανό δωμάτιο ήταν οι αδελφές και η μητέρα του. Κανείς δεν ήρθε να με βοηθήσει. Εγώ ούρλιαζα: «Δεν σ’ αγαπώ! Δεν σ’ αγάπησα ποτέ!» Μετά, έχασα τις αισθήσεις μου…Μετά το νοσοκομείο δεν γύρισα στους δικούς μου, το έσκασα. Δεν τους συγχώρεσα. Από τότε κρύβομαι. Το πραγματικό μου όνομα είναι Αμινάτ.
– Δεν θα το πούμε σε κανέναν! είπε αμέσως η μαμά, κοιτάζοντάς με με νόημα.
– Τώρα που πέρασαν πια τα χρόνια, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα.
– Θα αλλάξει! Τα χαρτιά λένε πως όλα θα είναι μια χαρά. Στο δεύτερο μισό της ζωής θα είναι το φως, στο πρώτο ήταν το σκοτάδι.
Η Ζαΐνα έμεινε λίγο ακόμη κι έφυγε. Κυλούσαν οι βδομάδες. Οι γείτονες ρωτούσαν ο ένας τον άλλου πού χάθηκε η γελαστή. Κανείς δεν ήξερε. Εμείς πάλι, απασχολημένοι με τις δουλειές μας, αρχίσαμε να ξεχνούμε τα σταρένια πυρόξανθα μαλλιά και τα γαλανά μάτια, μέχρι που κάποτε συναντήσαμε στο παζάρι την Ιρίνα και τον Αχμέντ. Είχαν μετακομίσει στο σπίτι συγγενών τους στο χωριό και σπάνια έρχονταν στην πόλη.
– Χάθηκε η Ζαΐνα! τους είπαμε.
Ο γέροντας αναστέναξε μα άλλαξε κουβέντα. Η γριά όμως δεν άντεξε και είπε:
– Η Ζαΐνα άλλαξε όνομα, γέννησε. Δύσκολα τα χρόνια μας. Αλλά όλο και κάτι καλό συμβαίνει: μπορείς να χαθείς εύκολα και να ξεκινήσεις μία νέα ζωή. Όσο μπορέσαμε τη βοηθήσαμε.
Τα γερόντια, αφού μας ευχήθηκαν να φτάσουμε στο σπίτι πριν από τον βομβαρδισμό, πήγαν προς το αυτοκίνητό τους.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©
Δημοσιεύτηκε στο #11 του περιοδικού Στέπα