Ήταν μια από τις καλοκαιρινές παραστάσεις που προκάλεσαν συζητήσεις και ενθουσιασμό, ανάμεσα στους θεατές. Η αγωνία του θιάσου ήταν έκδηλη κατά τη γενική πρόβα, την παραμονή της παράστασης. Κάτω από τον έναστρο αττικό ουρανό, η ατμόσφαιρα στο Ηρώδειο άγγιζε τα όρια του μαγικού.
Σε ένα διάλειμμα της πρόβας, ο Ρίμας Βλαντίμιροβιτς Τουμινάς, έκατσε σε ένα σκαλοπάτι του μεσαίου διαζώματος του αρχαίου θεάτρου και είχε μια συζήτηση με τη συνεργάτιδα της «Στέπας» Έλενα Κοντράτοβα.
Συνέντευξη στην Έλενα Κοντράτοβα
Πώς νιώθετε στην Ελλάδα κ. Τουμινάς; Αισθάνεστε άνετα;
Ναι, αυτό είναι κάτι που μπορώ να πω μετά βεβαιότητας. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε στην Ελλάδα. Το θέατρο Βαχτάνγκοφ έχει περιοδεύσει στην Ελλάδα αρκετές φορές. Έχουμε παρουσιάσει τον «Θείο Βάνια», την «Άννα Καρένινα», την «Μασκαράτα». Μας γνωρίζει καλά το θεατρόφιλο κοινό της Ελλάδας, φέτος το καλοκαίρι παίξαμε στην Επίδαυρο. Τώρα είμαστε στην Αθήνα για να παρουσιάζουμε τον Οιδίποδα τύραννο στη σκηνή του Ηρώδειου. Μας δέχονται με πολλή ζεστασιά, πράγμα που μας κάνει να νιώθουμε πως είμαστε στο σπίτι μας. Μας υποδέχτηκαν πολύ καλά.
Πώς αντιμετώπισε τον Οιδίποδα σας το κοινό της Επιδαύρου; Πώς νιώσατε όταν περπατήσαμε πάνω στα μάρμαρα που μετρούν χιλιάδες χρόνια ιστορίας, όπου ανέβηκε για πρώτη φορά η τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους τύραννος»;
Ένιωσα μια τρυφερή υπερηφάνεια. Αρχικά, ένιωσα ένα τρόμο, εκείνο τον ιερό τρόμο όταν άξαφνα μια τρυφερή υπερηφάνεια πλημμύρισε την καρδιά και τη συνείδησή μου. Δεν κράτησε όμως για ώρα πολλή. Στη συνέχεια ένιωσα φόβο και ανησυχία για τους ηθοποιούς: πώς θα κυλήσει η παράσταση, πώς θα γίνουν όλα. Ήταν πολύ δυνατά αυτά τα αισθήματα.
Δεν σας τρομοκράτησε το γεγονός ότι η Επίδαυρος είναι ανοιχτός χώρος, ότι έχει τελείως διαφορετική ακουστική;
Όχι, δεν με τρόμαξε αυτό. Εκεί κάτι υπάρχει… Κάποιοι άγγελοι φυλάνε αυτόν τον τόπο και είναι οι άγγελοι εκείνοι που υποδέχονται και είναι έτοιμοι να αποδεχτούν εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν το θέμα, είναι έτοιμοι να ανοιχτούν, να ομολογήσουν, έτοιμοι να μοιραστούν τις χαρές, τις απώλειες, την ψυχή τους. Κοντολογίς, ήρθαμε προετοιμασμένοι, ως επαγγελματίες, ως μια δημιουργική ομάδα. Όλα αυτά έγιναν αποδεκτά… ήταν τυλιγμένα σε μια ζεστή αύρα, μια όμορφη ζεστή αύρα, είχε ο τρόπος και η ατμόσφαιρα στην οποία μας αποδέχτηκαν… Θα ήθελα να ξανάρθω, μετά απο ένα ή δύο χρόνια για να μην επαναλαμβάνουμε το ίδιο έργο, μπορεί να σκεφτώ κάτι άλλο… Θα το δούμε όμως, θα δούμε πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις του Θεάτρου Βαχτάνγκοφ με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας.
Νομίζω πως θα εξελιχθούν καλά.
Κι εγώ το ίδιο. Τουλάχιστον ας το ευχηθούμε. Θα συναντηθούμε ξανά και στην Μόσχα, έχουμε ήδη προσκαλέσει τους Έλληνες ηθοποιούς. Θα γίνουν συναντήσεις και στην Αγία Πετρούπολη… Έτσι δεν θα τελειώσει εδώ η συνεργασία μας, αυτό το αφιερωματικό έτος του πολιτισμού της Ρωσίας και της Ελλάδας δεν θα τελειώσει αλλά θα συνεχιστεί κι άλλο, για πολλά χρόνια.
Ρίμας Βλαντίμιροβιτς, σκηνοθετήσατε για πρώτη φορά τον «Οιδίποδα» του Σοφοκλή το 1998, αυτή ήταν η βάση πάνω στην οποία “πατήσατε” για τη νέα παράσταση;
Ναι, ως προς τα σκηνικά είναι η ίδια. Βλέπετε, πριν παίζαμε σε κλειστούς χώρους. Στη σκηνή έχουμε μια τεράστια μεταλλική, μια επιθετική θα έλεγα, σωλήνα. Στο κλειστό σκηνικό δείχνει πολύ επιθετική. Στην Επίδαυρο ήταν μάλλον συμπληρωματικός σκηνικός παράγοντας, αλλά όχι τόσο ισχυρός. Η δύναμη βρίσκεται στην ίδια στη φύση της Επιδαύρου, στην αρχιτεκτονική… Εφόσον όμως θα παίζουμε σε κλειστούς χώρους, μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική παράσταση.
Πιστεύετε ότι καταφέρατε να βρείτε το σημείο αρμονίας μεταξύ του ρωσικού και του μονότονου ελληνικού στιλ ή ισχύει αυτό που έλεγε ο Πούσκιν: «Ταίριαξε το κύμα και ο βράχος, οι στίχοι με την πρόζα, ο πάγος και η φλόγα»;
(Γέλια) Ναι, ταιριάξαμε. Πολύ γρήγορα βρήκαμε κοινή γλώσσα. Οι ηθοποιοί της ρωσικής σχολής αλλά και της ελληνικής αντιδρούν κατά τον ίδιο τρόπο στον πόνο, στη συμφορά, στο θάνατο της Ιοκάστης… Έτσι, δεν χρειάστηκε να ψάχνουμε για πολύ καιρό την κοινή μας γλώσσα. Ήδη στην τρίτη πρόβα καταλαβαίναμε πλήρως ο ένας τον άλλον και δουλεύαμε σαν μια ομάδα. Θα σημειώσω ότι οι Έλληνες ήταν πειθαρχημένοι, πολύ πειθαρχημένοι. Είναι εργατικοί, λίγο αφελείς, με ιδιαίτερο ταμπεραμέντο, δεν αφήνουν τίποτα να πέσει κάτω, δεν χαλαρώνουν ούτε μια στιγμή. Μερικές φορές, έτυχε που ντρεπόμασταν. Κάπου θέλαμε να χασομερήσουμε, μετά να καπνίσουμε, να κάνουμε ένα διάλειμμα… οι Έλληνες όμως ήταν εκεί, έτοιμοι για δουλειά, για πρόβα. Κάποια στιγμή εκεί που τους παρατηρούσαμε η Μακάροβα μου είπε: «Ξέρετε, θα παίξουν καλύτερα από εμάς…». Έτσι γίναμε ένα.
Ρίμας Βλαντίμιροβιτς, πως αντιμετωπίζετε τον Οιδίποδα; Υπάρχουν στοιχεία του χαρακτήρα του, τα οποία μπορείτε να θεωρήσετε πως σας εκφράζουν;
Η βασική ικανότητα του Οιδίποδα είναι εκείνο που δεν υπάρχει σήμερα σε ηθικό επίπεδο ως ανθρώπινη πράξη – είναι η ομολογία του λάθους, η ομολογία της ενοχής και η τιμωρία. Ήρωας γίνεται μόνο στο τέλος. Τον βλέπω λίγο αστείο, τον αντιμετωπίζω με λίγη ειρωνεία. Ζούσε τυφλός, τον ευλόγησαν, τον ευχαρίστησαν που έσωσε την πόλη και όλα αυτά τα είχε συνειδητοποιήσει με κάποια έπαρση. Αυτό το χαρακτηριστικό του είναι παιδικό και διασκεδαστικό και μόνο με μια ελαφρά ειρωνεία μπορούμε να το δούμε. Να όμως που μέσα σε λίγα λεπτά ωριμάζει. Προσωπικά μου αρέσει αυτή η στιγμή της διορατικότητας, η στιγμή της κατανόησης. Αυτό διαρκεί όλο κι όλο μερικά λεπτά, σε αυτά τα λεπτά όμως έγκειται όλο το νόημα του έργου.
Ο αγαπημένος μου ποιητής Αλεξάντρ Μπλοκ γράφει κάπου:
Ω κόσμε παράξενε
μέχρι να σκοτωθείς
τυραννιέσαι με δεινά γλυκά,
να σταματήσεις πάνσοφε
όπως ο Οιδίποδας μπροστά στη Σφίγγα
με το αρχαίο μυστικό.
Ο Οιδίποδας βρήκε τη λύση του αινίγματος και έσωσε την Θήβα. Πιστεύετε ότι σήμερα υπάρχουν ηγέτες σαν τον Οιδίποδα, ώστε να σώσουν τον κόσμο;
Όχι, δυστυχώς, δεν υπάρχουν. Αναζητούμε τον ηγέτη στη λογοτεχνία, στην ιστορία, στηριζόμαστε σε αυτούς. Πολύ συχνά ενσαρκώνουμε τις μορφές τους στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην μουσική. Στη ζωή δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει.
Πιστεύετε στις προφητείες των μάντεων;
Όχι.
Μπορεί ο άνθρωπος να πάει ενάντια στην μοίρα του;
Χαιρετίζω αυτή την επιθυμία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος καθορίζει τη μοίρα του. Θα πρέπει να χαιρετίζουμε αυτήν την πάλη με την μοίρα, παρόλο που δεν είναι θανάσιμη. Η πάλη είναι η ίδια η ζωή, είναι ο γλυκός αγώνας, είναι τα γλυκά χτυπήματα της μοίρας, είναι η απάντηση του ανθρώπου σε αυτά τα χτυπήματα. Αυτή η αιώνια σύγκρουση, στην οποία ο άνθρωπος χάνει γιατί υπάρχει ο θάνατος…
Και τα γηρατειά επίσης…
Και τα γηρατειά επίσης, όπως έλεγε ο Πούσκιν: «Η ζωή στα γηρατειά, είναι τόσο άθλια!»
Ανήκετε στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν φοβούνται να κάνουν νέα αρχή ξανά και ξανά; Τι ήταν εκείνο που σας πρότειναν από το Θέατρο Βαχτάνγκοφ ώστε ν’ αφήσετε τη δουλειά σας στο Βίλνιους και να μετακομίσετε στην Μόσχα;
Είχε σχέση με εσωτερικά μου προβλήματα. Φυσικά μου πρότειναν άνεση, εννοώ δημιουργική και όχι ρουτίνα. Είναι μια πολύ δυνατή ομάδα, υψηλού επαγγελματισμού, η οποία διψάει για δουλειά. Μου υποσχέθηκαν μια δημιουργική, συναρπαστική ζωή, αλλά, αλά… Εγώ είχα δει τον «βυθό». Τον «βυθό» αυτού του θεάτρου και είδα μια εντελώς διαφορετική εικόνα: το θέατρο ήταν τυλιγμένο σε μια αυταπάτη, ψευδαισθήσεις, δεν έβλεπαν ότι είχαν πάρει μια καθοδική δημιουργικά πορεία, προσπαθούσαν να κρατηθούν απ’ όπου μπορούσαν. Σαν την Τσβετάγιεβα που όταν την ρωτούσαν πώς κι έχει αυτό το υγιές ροδαλό χρώμα στα μάγουλα, εκείνη απαντούσε: «Είναι οι τελευταίες μου δυνάμεις, καλή μου». Έτσι κι αυτοί εξαπατούσαν εαυτούς και αλλήλους και δεν ήθελαν να παραδεχτούν την αλήθεια.
Πάει να πει πως η «τριβή» ήταν δύσκολη; Μιας κι ο «βυθός» δεν είναι δα και τόσο τρομερός…
Ναι, ναι. Τον «βυθό» πρέπει να μπορούμε να τον κοιτάζουμε κατάματα. Δεν άρχισα από τα «αστέρια», από τους κορυφαίους, όπως με συμβούλεψαν. Άρχισα από εκείνους που ήταν στον «βυθό». Ήθελα να δω αν υπήρχε εκεί κάτι ενδιαφέρον. Στην κορυφή θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς, εκεί όμως στο «βυθό» υπήρχε ένα μεγάλο δημιουργικό δυναμικό του θεάτρου. Όλα όμως ήταν τόσο, μα τόσο απογοητευτικά. Επιπλέον, είδα και τη διαφθορά… και αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενα στον πολιτισμό. Έτσι αρχικά διαμορφώθηκε μια τέτοια κατάσταση που σκέφτηκα να παραιτηθώ και να γυρίσω πίσω. Κάποια στιγμή όμως λυπήθηκα τους ηθοποιούς, είχε δει στο βλέμμα τους την επιθυμία, ιδίως στους νεότερους. Έτσι έμεινα, άρχισα τη δουλειά… τώρα πια δεν μπορώ να φύγω και να το ήθελα όμως δεν θα μ’ άφηναν.
Πώς αντέδρασε η οικογένειά σας όταν είπατε: «Μετακομίζουμε στην Μόσχα»;
Ήρθα μόνος μου, δεν πήρα την οικογένειά μου μαζί, γιατί ήρθα για ένα, ενάμιση χρόνο. Για λίγο. Η οικογένεια μου αποτελείται από ηθοποιούς: έχουν το δικό τους ρεπερτόριο, ανεβάζουν παραστάσεις. Όταν συμφώνησα να έρθω στην Μόσχα είπα ότι μετακομίζω και τότε με ρώτησαν: «Να στείλουμε δηλαδή μεγαλύτερο φορτηγό» «Γιατί;» τους ρώτησα. «Αφού μετακομίζετε θα πρέπει να πάρετε τα βιβλία, τους καναπέδες και να τα μεταφέρετε όλα». Έτσι σκέφτονται οι μοσχοβίτες: «Αφού τον κάλεσαν πάει να πει εντάξει είναι, δικός μας, έρχεται για πάντα». Όχι τους απάντησα, έχω όλο κι όλο μία βαλίτσα. Όλα άρχισαν από την αρχή και από το πρωί μέχρι το βράδυ συνεχίζουμε να δουλεύουμε.
Πείτε μου ειλικρινά, σας αρέσει η Μόσχα;
Όχι, πιο πολύ μου αρέσει η Πετρούπολη. Αυτή η πόλη είναι τυλιγμένη στην ιστορία, έχει όμορφη αρχιτεκτονική, οι άνθρωποί της … Η Μόσχα είναι μια επιθετική πόλη, είναι μια μοχθηρή πόλη. Η πόλη αυτή δεν κάνει για να ζουν οι άνθρωποι. Μπορείς να δουλεύεις σε αυτή, χωρίς να δίνεις σημασία, αν η δουλειά σου έχει ενδιαφέρον, θα ήθελα όμως να ζω στην Πετρούπολη.
Το Νοέμβριο το Θέατρο Βαχτάνγκοφ γιορτάζει τα 95 χρόνια από την ίδρυσή του. Τι έχετε ετοιμάσει γι’ αυτή την επέτειο;
Τίποτα. Αποφάσισα να μην την γιορτάσουμε. Δεν είναι το ιωβηλαίο, παρά μια απλή ημερομηνία. Έχουμε άλλα πέντε χρόνια. Αυτή τη φορά απλά θα ανεβάσουμε τις καλύτερες παραστάσεις μας, θα καλέσουμε φίλους: τον Καμπούροφ, την Σπιβακόβα, θα ανεβάσουμε τον Οιδίποδα και έχουμε ήδη προσκαλέσει την ομάδα των Ελλήνων φίλων μας.
Υπάρχουν σχέδια που δεν έχετε ακόμη υλοποιήσει;
Ναι υπάρχουν.
Θα τα μοιραστείτε μαζί μας;
Ένα πράγμα θα σας πω. Θα αρχίσω τον Φάουστ του Γκαίτε τον Φεβρουάριο και πριν από αυτόν τον Οιδίποδα. Με κυνηγάει όμως το ορατόριο του Στραβίνσκι στο μουσικό θέατρο Ντάντσενο και Στανισλάφσκι, ο «Κυανοπώγων» του Μπάρτοκ και ίσως στη συνέχεια ο Πούσκιν στο Θέατρο Μπολσόι…
Βλέπω σας γοητεύει η όπερα…
Είναι ένας καλός οιωνός. Σε προχωρημένη ηλικία ο Στανισλάφσκι και ο Ντάντσενκο ανέβαζαν όπερες. Είχαν βαρεθεί τους ηθοποιούς του θεάτρου με όλα τους τα προβλήματα, τις αρρώστιες, τα καπρίτσια… Στην όπερα βλέπετε υπάρχει η μουσική, όλα είναι όμορφα… Αυτά είναι τα σχέδιά μου προς το παρόν…