Ο Σεργκέι Σεργιέγιεβιτς Αβέριντσεφ (1937 – 2004) ανήκει στο πάνθεον των Ρώσων στοχαστών της σοβιετικής περιόδου, οι οποίοι με την χαλκέντερη εργασία τους και, κυρίως, το ήθος του προσωπικού τους παραδείγματος, συνέχισαν την μακραίωνη παράδοση της ρωσικής διανόησης, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μιας πνευματικότητας που αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο του ρωσικού πολιτισμού τον 20ο αιώνα.
Φιλόλογος, φιλόσοφος, κριτικός της λογοτεχνίας, ειδικός στις Βιβλικές σπουδές, ιστορικός του πολιτισμού, μελετητής του ρωσικού «Αργυρού αιώνα», μεταφραστής, μέλος της Ένωσης Ρώσων Συγγραφέων, μέλος του Pen Club της Ρωσίας, πρόεδρος της Ρωσικής Εταιρείας Βιβλικών Σπουδών, πρόεδρος της Ομοσπονδίας ειδικών στις πολιτισμικές σπουδές, μέλος της Παπικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών. Το 1998 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Επίτιμου Καθηγητή της Ακαδημίας του Πέτρου Μογκίλα του Κιέβου.
Χαμηλών τόνων στην προσωπική του ζωή, ο Σ. Σ. Αβέριντσεφ είχε μια θυελλώδη πνευματική ζωή, την οποία μας κληροδότησε υπό τη μορφή μονογραφιών, άρθρων, κριτικών σημειωμάτων κλπ. Μια από τις λιγότερο γνωστές πλευρές του δημιουργικού του έργου ήταν η ποίηση, μερικά δείγματα της οποίας παρουσιάζουμε εδώ.
Συνέντευξη στον Ιλιά Μεντοβόι
Στις σημειώσεις του Βασίλι Ροζάνοφ υπάρχει η εξής ομολογία: «Εγώ νιώθω καλά και όταν είμαι μόνος μου και μαζί με άλλους. Δεν είμαι ούτε μοναχικός, ούτε κοινωνικός τύπος. Όταν όμως είμαι μόνος μου, είμαι πλήρης, ενώ όταν είμαι με τους άλλους δεν είμαι… Όταν είμαι μόνος μου είμαι καλύτερα γιατί τότε είμαι μόνος με το Θεό». Θα μπορούσατε να συμμεριστείτε αυτήν του την κατάσταση, την κατανοείτε; Πώς ανακαλύψατε την πίστη; Τι σας προσφέρει η πίστη στο Θεό;
Ούτε ο Ροζάνοφ ούτε εγώ βιώσαμε τη μοναξιά, υπό την στενή ερμηνεία αυτού του όρου ∙ γιατί, μιλώντας έντιμα, ανεξάρτητα από τη δυσπιστία που θα μου προκαλούσε, οι αποκαλύψεις του, δεν είμαι πια κανένα τέρας ώστε να μην πίστευα ότι όντως ένιωθε καλά με την Βαρβάρα Ντμίτριεβα. Έτσι κι εγώ, όλη μου τη ζωή πέρασα καλά με τη σύζυγό μου (μόνο που μιλάμε μεταξύ μας πολύ περισσότερο απ’ όσα μιλούσαν εκείνοι). Βέβαια, ο άνθρωπος, ακόμη και σε ένα ακατοίκητο νησί έχει κοινωνική ζωή… Αν όμως με το απόσπασμα του Ροζάνοφ διατυπώνεται η ερώτηση τι είναι προτιμότερο για μένα η ζωή «με το Θεό» ή η ζωή «στην κοινωνία», στη δημόσια σφαίρα, τότε ναι, την προτιμώ και μάλιστα γιατί τη θεωρώ πολύ πιο ρεαλιστική. Ωστόσο, καταλαβαίνω ότι όταν η διατύπωση εγκωμίων στην ηρεμία και την απομόνωση είναι παρόλο αυτά για τη δημοσιοποίηση, δηλαδή για τη δημοσιότητα, δεν είναι εντελώς ακίνδυνη ηθικά ∙ όπως και να το κάνουμε όλα αυτά είναι ρητορικά ερωτήματα … Με αυτό το δεδομένο γίνεται πολύ πιο επικίνδυνη η απάντηση στο ερώτημά σας και το πέρασμα στο δεύτερο σημείο της, δηλαδή στην πίστη. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η Α’ Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου μας προστάζει: «έτοιμοι δε αεί προς απολογίας παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος μετά πραότητας και φόβου» (3,15). Υποτασσόμενος σε αυτή την εντολή θα πω ότι κάθε οπτική γωνία σε σύγκριση με την παραδοσιακή διδασκαλία πίστης, όπως εκφράστηκε στο Σύμβολο της Πίστεως, στους κεντρικούς δογματικούς κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Μάξιμος ο Ομολογητής ή ο Αυγουστίνος, μου φαίνεται ανεπίτρεπτη και ευθέως ανυπόφορη απλοποίησης, την οποία δεν μπορεί να αποδεχτεί η συνείδηση του νου μου. Είναι τόσο παράξενη η σκέψη ότι στη χριστιανική πίστη οι έξυπνοι διέβλεψαν και διαβλέπουν κάτι πολύ απλό, «την πίστη των καρβουνιάρηδων», κατά τον Χέινε, η οποία παρηγορεί αυτούς τους καρβουνιάρηδες, αλλά είναι περιοριστική για τη σκέψη του καλλιεργημένου ανθρώπου! Θεωρούμε, άραγε, τη σκέψη μας περιοριστική, για παράδειγμα, με το περίφημο δόγμα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, σύμφωνα με το οποίο η ένωση της Θείας και ανθρώπινης φύσης στον Θεάνθρωπο Χριστό συντελείται «ασυγχύτως, αναποτρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως»; Προσωπικά βιώνω όχι περιορισμό, αλλά μάλλον φόβο από την απλωσιά… Ναι, ο χριστιανισμός είναι «απλός» υπό την έννοια ότι σε οποιονδήποτε απλό άνθρωπο, οποιασδήποτε εποχής, κατάφερε να πει εκείνο που μπορεί μέχρι το πλήρωμα του χρόνου να πληρώσει, να εμπλουτίσει και να εξευγενίσει τη ζωή αυτού του απλού ανθρώπου ∙ μα δεν είναι απλοϊκό, αλλά πολύ πιο περίπλοκο και πολύπλευρο, από οποιαδήποτε τεχνητή κατασκευή των διανοουμένων στο θρησκευτικό πεδίο. Ο καθένας κάτι παίρνει από αυτόν: ο όσιος Αντώνιος ο Μέγας ακούει στο ναό κατά τη διάρκεια της λειτουργίας το ανάγνωσμα σύμφωνα με το οποίο για την επίτευξη της τελειότητας θα πρέπει να πουλήσει όλο το βιός του και τα χρήματα που θα αποκομίσει να τα μοιράσει στους φτωχούς. Αμέσως εκπληρώνει την εντολή που άκουσε και στη συνέχεια πηγαίνει στην έρημο. Για την οξυμμένη, περίπλοκη και ευαίσθητη στις αντιθέσεις διάνοια του Θείου Αυγουστίνου και την λειτουργική του μεγαλοφυΐα, η εμπειρία της πίστης καθορίζει τους στόχους, για τους οποίους πρέπει να αφιερώσει όλη του τη ζωή. Ο μεγάλος Πασκάλ, περνώντας από τις φυσικομαθηματικές του ασκήσεις στις θεολογικές, δεν «απλοποιήθηκε», αλλά ανυψώθηκε στο επόμενο στάδιο περιπλοκότητας (και τόλμης) της σκέψης. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν φταίνε που η συνήθης για αυτούς, τους απογόνους των φιλοσοφικών και ρητορικών σχολών, ζωντάνια των αποχρώσεων των προσωδιών στην μετάφραση, συνήθως, εκτοπίζεται από μια χροιά πολύ πιο δύσκολη, πολύ πιο αφύσικη ∙ αλλά και κατά τη μετάφραση, ακόμη κι αν είναι πολύ φιλότιμη, είναι προφανές ότι πολλά κείμενα μόνο για απλοϊκότητα δεν μπορούν να κατηγορηθούν.
Ως προς τη χριστιανική απλότητα τα πράγματα δεν είναι τόσο περίπλοκα, όσο με τη χριστιανική ειρήνευση: ξέρετε, ο Ιωάννης ο Θεολόγος μας λέει: «Νυν τέκνα Θεού εσμέν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα ∙ οίδαμεν δε ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστί» (Ι. Ιω. 3, 2), – εδώ ακόμη και ο γενναίος άνθρωπος θα πρέπει απλά να τρομάξει, ωστόσο όταν εμείς, με τη βοήθεια του Θεού, υποκρινόμαστε αναφερόμενοι στην ειρήνευση, προσπαθούμε να κάνουμε την έκφραση του προσώπου μας θλιμμένη, ενώ ο άθεος κάνει το δικό του: «Θέλουν να σας μετατρέψουν σε σκλάβους!». Κανείς δεν μας λέει όμως τι να κάνουμε. Βλέπετε, οι άνθρωποι που όντως προσπαθούν να πιστέψουν ότι είναι ήδη από τώρα παιδιά του Θεού, ενώ μετά θα γνωρίζουν ότι θα συμβεί εκείνο που είναι αδύνατο εκ των προτέρων να φανταστούν, είναι απλά αναγκαίο με σκληρότητα «να ειρηνεύσουν εαυτόν», για να μην τρελαθούν. Όπως όλα τα πολύτιμα, για παράδειγμα, η αγάπη, ο πολιτισμός, η δημιουργία, έτσι και η πίστη είναι επικίνδυνη ∙ στο βαθμό που αυτή είναι πολυτιμότερη όλων των άλλων, είναι και πιο επικίνδυνη από όλα τα άλλα. Είναι πολύ πιο επικίνδυνο να πέσεις από μεγάλο ύψος, όσο πιο ψηλά, τόσο πιο επικίνδυνα. Ο χριστιανισμός αποκαλύπτει εκείνη την προοπτική, την οποία δεν αποκαλύπτει καμιά άλλη θρησκεία. Η προοπτική όμως αυτή εξισορροπείται με τις προειδοποιήσεις για την πιθανότητα ψευδαισθήσεων («γοητείας»), με τις απαιτήσεις για πνευματική νηφαλιότητα και ειρήνευση. Δε πρέπει να σκεφτόμαστε ότι δήθεν οι άθεοι πρώτοι αποκάλυψαν ότι η θρησκευτική ζωή, η οποία βιώνεται όχι λογικά, μπορεί να προκαλέσει τρομακτική συσκότιση της λογικής και της ηθικής συνείδησης. Δεν ήταν οι ελευθερόφρονες εκείνοι που κατέληξαν στη σκέψη ότι ο πιστός που έχει χάσει τα πνευματικά του ορόσημα μπορεί να είναι πολύ πιο επικίνδυνος από οποιονδήποτε που δεν πιστεύει. Κανείς δε το γνώριζε αυτό καλύτερα και δεν το περιέγραψε ακριβέστερα από τους κλασσικούς της ορθόδοξης ασκητικής παράδοσης. Εκείνο που αποκαλούμε ειρήνευση είναι το μοναδικό μέσο για να αποφύγουμε την τρέλα. Αυτό όμως ειδικά είναι το μέσο για την επίτευξη ενός εντελώς διαφορετικού στόχου.
Με ρωτήσατε τι μου δίνει η πίστη. Μπορώ να σας απαντήσω ως εξής: τα πάντα! Όλα χαρούμενα θα μπουμπουκιάσουν και θα ανθίσουν σε αυτή την προστατευτική σκιά – και οι χαρές της συνάντησης με τον άλλον και οι χαρές της απομόνωσης. (Ξέρετε, η μορφή της σκιάς του Θεού, στην οποία προστατεύεται ο άνθρωπος είναι πολύ σημαντική και αποτελεί ένα εκ των θεμελίων των βιβλικών μεταφορών, και αυτό γίνεται ακόμη πιο κατανοητό αν λάβουμε υπόψη μας το κλίμα της Ιερής Γης, στις μεταφράσεις αυτό ανιχνεύεται).
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, στις πνευματικές αναζητήσεις της νέας γενιάς σε όλο τον κόσμο οι μελέτες των φιλοσοφικών και θρησκευτικών – μυστικιστικών διδασκαλιών της Ανατολής κατέχουν τέτοια εξέχουσα θέση; Γιατί πολλοί Ρώσοι καταφεύγουν σε άλλες θρησκείες; Σημαίνει, άραγε, αυτό ότι η ηθική εμπειρία του χριστιανισμού έχει εκμετρήσει τα προς το ζειν;
Η ενασχόληση, στην οποία αναφέρεστε, δεν είναι κάτι το νέο ούτε για τη Δύση, ούτε, τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’60, για να μην αναφερθούμε για την εποχή της επιρροής της κυρίας Μπλαβάτσκαγια σ’ εμάς. Εννοείται, όμως, ότι για λόγους που έχουν να κάνουν με την αυξανόμενη διαρκώς παγκοσμιοποίηση η Ανατολή στο μεταξύ, θα λέγαμε, πως πλησιάσει φυσικώ τω τρόπω… Μια σειρά παραγόντων συμβάλλει στην άνοδο της ρομαντικής γοητείας που ασκούν οι θρησκείες της Ανατολής. Οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν γι’ αυτές από τις αφηγήσεις της γιαγιάς, αλλά από επιστημονικά βιβλία. Όσο αναπτυγμένη κι αν είναι η μεταφυσική τους, ουσιαστικά, επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά, είναι μονοεπίπεδες. Ιδού ένα παράδειγμα: ο Βουδισμός θεωρεί πως μόνο η μοναστική ζωή είναι πλήρης και αυτό είναι κατανοητό. Ο Κονφουκιανισμός εκτιμάει πολύ τον πατέρα της οικογένειας, δε θεωρεί αμάρτημα τη συμβίωση εκτός γάμου – κι αυτό είναι επίσης κατανοητό ∙ όταν όμως ο χριστιανισμός ανάγει το γάμο σε μυστήριο και ομοίωση των σχέσεων του Χριστού και της Εκκλησίας, θεωρώντας παράλληλα το μοναστικό άθλο ως κάτι ανώτερο, είναι αντιληπτό ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να γίνει κατανοητό. Δεν είναι τυχαίο που στα χρόνια της πρώιμης Εκκλησίας η ανάπτυξη του θρησκευτικού ζήλου προκλήθηκε από τις αξιώσεις αποτίμησης της έγγαμης ζωής ως χριστιανισμού δεύτερη κατηγορίας, οι οποίες και καταδικάστηκαν στη Σύνοδο της Γάγγρας της Παφλαγονίας. Η ηθική εμπειρία του χριστιανισμού είναι και πληρέστερη και πολύ πιο περίπλοκη ∙ γι’ αυτό ακριβώς το λόγο είναι πολύ πιο δύσκολο να τον αποδεχτεί κάποιος.
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, το ενδιαφέρον των Ρώσων για την ορθοδοξία μεταξύ των ενεργών ομάδων του πληθυσμού αυτή την περίοδο εμφανώς μειώνεται; Τι πρέπει να κάνουμε ώστε να αξιοποιηθεί πλήρως το δημιουργικό δυναμικό της Εκκλησίας και να γίνει ελκυστική για όλους όσους διψούν για τα λόγια της Αλήθειας;
Βλέπετε, δεν έχω την τάση να σκέφτομαι τον ερχομό των ανθρώπων στην πίστη ή την απομάκρυνσή τους από αυτήν με έννοιες στατιστικές, ανάμεσα στις οποίες είναι οι έννοιες της μόδας και της δημοφιλίας. Η ουσία, είτε πρόκειται για καλό, είτε για κακό, εδώ συμβαίνει κατά το μεγαλύτερο μέρος της αθόρυβα. Στο βαθμό που καταλαβαίνω, τα εμπνευσμένα από την ορθόδοξη πίστη έργα ευσπλαχνίας στη χώρα μας βρίσκονται ακόμη στο ξεκίνημά τους ∙ δεν πρόκειται για ένα θέμα που αφορά τα ΜΜΕ, ούτε τις διανοητικές συζητήσεις, απλά κάποιος γύρω μας προσφέρει χωρίς αντάλλαγμα τις δυνάμεις του και αυτό είναι όλο. Σε κάθε περίπτωση, η πίστη ζει στο βάθος της καρδιάς, η οποία έχει αδειάσει από όλα τα άλλα – ή θα ζει σε αυτήν ή πουθενά. Για το λόγο αυτό, συγκεκριμένα, αντιμετωπίζω με δυσπιστία τις απόπειρες σφυγμομέτρησης της μαζικότητας της θρησκείας και είναι ήδη οδυνηρό να υποθέτω ότι ο λαός μας κυριολεκτικά μια ημερομηνία θα ανακοινώσει πως είναι ορθόδοξος – σχεδόν όπως πρόσφατα είχε ανακοινώσει πως αποτελεί το βάθρο της αθεΐας. Και τι απέγινε το ζήτημα που χθες ακόμη θεωρούσαμε πως είναι πολύ οξυμένο και το αντιμετωπίζαμε ως ζήτημα ζωής και θανάτου: ποια λόγια πρέπει να βρούμε ώστε να μιλήσουμε στους νέους για το Θεό; Δύο ιερείς διαπληκτίζονταν πρόσφατα: ο ένας έλεγε ότι θα πρέπει να προσελκύσουμε τις ψυχές στο Χριστό και ότι αυτό είναι το σημαντικότερο∙ ο άλλος έλεγε πως τώρα, τάχα, σημαντικότερο είναι να αποκαταστήσουμε τους ναούς, γιατί αν υπάρχουν ναοί, ο κόσμος θα προσέλθει. Από την πλευρά του δεύτερου συνομιλητή δεν υπήρξε, στο βαθμό που μπορώ να κρίνω, εκδήλωση της πρωτόγονης διανοητικής ανεπάρκειας, ήξερε πολύ καλά τι έλεγε, πράγμα που είναι πολύ χειρότερο. Θαρρείς και όλη εκείνη η εμπειρία της σοβιετικής αθεΐας, η οποία ήρθε σε αντιπαράθεση με το ανεπίτρεπτο μεγαλείο του παλαιού καθεστώτος, είτε επρόκειτο για ναούς είτε για ο,τιδήποτε άλλο, ήταν λίγη. Θαρρείς και η μνήμη χάθηκε… Είναι τρομακτικό γιατί η εμπειρία αυτή στοίχισε αίμα, και το αίμα αυτό δεν ήταν δικό μας, των ανθρώπων που ζούμε τώρα, αλλά εκείνων που ήταν πολύ καλύτεροι από εμάς. Είναι δυνατόν να χύθηκε αυτό το αίμα άδικα;… Δεν ήμουν οπαδός της καλλιέπειας των θορυβωδών προσκλήσεων της Εκκλησίας για μετάνοια – μετανοεί ο καθένας μοναχός εν τη καρδία του∙ παρόλα αυτά δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε μια στάση, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν προβλήματα, ούτε και υπήρξαν, ότι τάχα έννοιες, όπως για παράδειγμα «του στρατεύματος του Χριστού» είναι αυτονόητες και προφανείς. Δεν επιτρέπεται μετά από επτά και πλέον δεκαετίες αθεϊστικής κοινωνίας να παίζουμε το ρόλο του προεπαναστατικού κατεστημένου, το οποίο και τότε δεν ήταν σοφό, διαφορετικά δε θα οδηγούσε στην καταστροφή, ωστόσο όμως κατά μία απλοϊκή έννοια ήταν αυθεντικό και θα μπορούσε να πει – δεν το καθιερώσαμε εμείς, δεν είναι δική μας ευθύνη κι εκεί να τελειώσουν όλα. Όταν όμως αυτονόητα πράγματα τελειώνουν, είναι αδύνατον να τα επαναφέρουμε στην προτεραία τους κατάσταση. Δόξα τω Θεώ, όλα αυτά δεν αφορούν την πίστη, γιατί η πίστη υπάρχει με βάση τους κανόνες του θαύματος και βρίσκει το δρόμο να βγει από τον τάφο. Αυτά αφορούν έναν συγκεκριμένο τρόπο κοινωνικής συμπεριφοράς. Όσοι το επιθυμούν, φυσικά, μπορούν να παίζουν παιχνίδια υποκρινόμενοι πως συμμετέχουν στη Συνέλευση των Ευγενών ή των Κοζάκων. Η Εκκλησία του Χριστού όμως δεν είναι αντικείμενο αλλά ούτε και προσφέρεται για τέτοιου είδους παιχνίδια.
Κατά τη γνώμη μου άδικα σταματήσαμε να εκτιμούμε την εμπειρία, η οποία έχει συσσωρευτεί από τους ορθόδοξους Ρώσους στην υπερορία, όπως ο μητροπολίτης Αντώνιος Μπλουμ. Είχαν βρει τον τρόπο να διατηρήσουν το θησαυρό της πίστης παρά την πλήρη κατάρρευση όλων των ψευδαισθήσεων αναφορικά με την «ορθόδοξη κοινωνία» αλλά και να αυξήσουν αυτόν τον θησαυρό, οδηγώντας στην Ορθοδοξία εκείνους που δεν είχαν γεννηθεί ορθόδοξοι, αλλά έγιναν μέσω μια πράξης ελεύθερης προσωπικής επιλογής, δικαιώνοντας την αρχαία ρήση του Τερτυλιανού: «χριστιανός δε γεννιέσαι, μα γίνεσαι». Για τον μητροπολίτη Αντώνιο η έρημος της σύγχρονης εκκοσμίκευσης, είναι σαν εκείνη την έρημο στην οποία ζούσαν οι ερημίτες, η ψυχή του είναι ατσαλωμένη με αυτή την έρημο. Ιδού λοιπόν πού μπορούμε να μαθητεύσουμε.
Οι σχέσεις μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών είναι πολύ προβληματικές. Ο Πατριάρχης Αλέξιος ο Β’ και ο Πάπας της Ρώμης δεν έχουν συναντηθεί ποτέ… τι εμποδίζει την αλληλοκατανόηση και τη συνεργασία; Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτή την κατάσταση;
Αν λάβουμε υπόψη μας το πώς διαμορφώθηκαν οι αμοιβαίες ομολογιακές προσβολές μέσα στους αιώνες, εύκολα κατανοούμε το πόσο δύσκολο ήταν ακόμη στις αρχές του 20ου αιώνα να φανταστούμε έστω και εκείνο το επίπεδο επαφών, το οποίο είχαμε στα μέσα του ίδιου αιώνα, εκείνο το εσωτερικό ρίγος όμως, έστω και λίγο υπάρχει, δεν έχει ηρεμήσει. Το φταίξιμο όμως υπάρχει. Κανείς δεν είναι αμέτοχος. Πολλές φορές μου έτυχε να απαντήσω σε ανάλογες ερωτήσεις και στη Δύση και στη Ρωσία, κι εγώ επέλεξα για λόγους αρχής – να λέω ενώπιον δυτικών ακροατών εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, είναι άξιο κριτικής στη μορφή και τη συμπεριφορά της δυτικής πλευράς (δηλαδή πριν απ όλα για την εκκοσμίκευση, η οποία είναι πρόβλημα όχι μόνο για τους ορθόδοξους Ρώσους, αλλά μερικά φορές, όπως διαπίστωσα και μόνος μου, και για τους παλιούς καθολικούς, οι οποίοι κάποτε, κατά την κομμουνιστική εποχή, πλήρωσαν πολύ ακριβά για την πίστη τους). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η οποία εξακολουθεί να είναι για μένα σωστή, σε μια συνέντευξη σε ρωσική εφημερίδα θα μιλήσω για το δικό μας φταίξιμο. Το πιο θλιβερό είναι για μένα η λήθη της εμπειρίας που τόσο ακριβά πληρώσαμε, της εμπειρίας του ολοκληρωτικού πολέμου κατά της πίστης καθεαυτής. Θα νόμιζε κανείς ότι κάτι κάποτε είδαμε, κάτι κάποτε καταλάβαμε. Όλα όμως έχουν ξεχαστεί. Εκτός από όλα αυτά, στο δρόμο προς ένα πιο δύσκολο θεολογικό ζήτημα, εκείνο της «οικουμενικής κίνησης» υπό τη συνήθη σημασία αυτού του όρου, δηλαδή όσον αφορά για τις διαθρησκευτικές επαφές, βρίσκεται το ερώτημα για την ενότητα, τουλάχιστον, της ορθόδοξης οικουμένης, το οποίο είναι ένα από τα άλυτα θεολογικά ζητήματα. Από τη μία πλευρά κανείς δεν έχει καταργήσει τους κανόνες αναφορικά με τα Οικουμενικά Πατριαρχεία, τα προνόμια των οποίων κάποτε ήταν πολύ σημαντικά για την Μόσχα (παρόλο που μία από τις συνέπειες τους είναι αυτό το σχίσμα). Από την άλλη πλευρά, προφανώς, από την εποχή της Συνόδου στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ) στην πραγματική ζωή του ορθόδοξου κόσμου έχουν αλλάξει πολλά. Οι σχέσεις μεταξύ της ορθόδοξης Κωνσταντινούπολης και της ορθόδοξης Μόσχας σε εκκλησιαστικό – δικαιϊκό επίπεδο δεν έχουν εξεταστεί σοβαρά, ενώ δεν είναι αρκετή η αγάπη και η σοφία, όπως φαίνεται, και στην άλλη πλευρά. Γι’ αυτό στις οικουμενικές σχέσεις διαρκώς σταδιακά διαμορφώνεται ο διαχωρισμός των ρόλων μεταξύ των δύο Πατριαρχείων, η απόκλιση των απόψεών τους. Αυτό όμως είναι ζήτημα, κατ’ εμέ, πολύ σοβαρό και, ειλικρινά, ανθρωπίνως πολύ οδυνηρό, για να το αναλύσω με μερικά λόγια στα πλαίσια μιας συνέντευξης.
Μεταξύ των νησίδων του κόσμου υπάρχει κι εκείνη που ίδρυσε ένας καθολικός αμέσως μετά την Β’ Σύνοδο του Βατικανού, πρόκειται το μοναστήρι της Μπόζα στη Βόρεια Ιταλία, όπου οι χριστιανοί διαφόρων ομολογιών πίστεως εργάζονται, διάγουν ασκητικό βίο και προσεύχονται καθημερινά, αν και για να μην παραβιάσουν τους κανόνες πίστης του καθενός στην Εκκλησία του, τις Κυριακές πηγαίνουν στους ναούς των δικών τους ομολογιών πίστεως. Όταν βρέθηκα κάποτε εκεί συγκλονίστηκα για τις εγκάρδιες σχέσεις της μονής με το Σερβικό Πατριαρχείο. Παντελώς ξένη όχι μόνο στον προσηλυτισμό, αλλά ακόμη και στις εκλεπτυσμένες προσπάθειες επιβολής της άποψής της στους εταίρους είναι η φιλελεύθερων κανόνων αδελφότητα του Αγίου Αιγίδιου στη Ρώμη. Είναι εγγενής η τάση τους να περάσουν από τις πονηριές της εκκλησιαστικής διπλωματίας στην ανθρώπινη επικοινωνία με τους πιστούς διαφόρων ομολογιών πίστεως (αν και η διπλωματική εργασία συγκεκριμένα κάθε άλλο παρά ξένη τους είναι, απλά αυτοί επιδιώκουν να εργαστούν ως κυανόκρανοι σε τόπους όπου υπάρχουν όχι τόσο ομολογιακές, όσο εθνικές και πολιτικές συγκρούσεις, αποτρέποντας την αιματοχυσία). Δε νουθετούν, δεν θέλουν να αναδιαπαιδαγωγήσουν, θέλουν απλά να συναντηθούν. Κατά τη γνώμη μου αυτός είναι ένας ρεαλιστικός δρόμος.
Στη χώρα μας κατά τη διάρκεια δύο αιώνων ιδιαίτερη πνευματική αποστολή είχε η διανόηση. Η σημερινή Ρωσία τη χρειάζεται όμως;
Αν πίστευα πως δεν χρειάζεται, θα είχα παρατήσει όλα όσα κάνω. Φυσικά, η έννοια «διανόηση» επιδέχεται πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Για μένα η διανόηση είναι κάτι σαν κοινωνικό στρώμα, εργοτάξιο, συντεχνία ∙ έχει ή θα πρέπει να έχει τους δικούς της εταιρικούς κανόνες. Εγώ ανήκω σε αυτό το κοινωνικό στρώμα ή συντεχνία, γι’ αυτό και θεωρώ εντελώς απαγορευτικό για μένα να εγκωμιάζω ή να επικρίνω τη διανόηση. Ιδιαίτερο καθήκον του διανοουμένου θεωρώ πως είναι το εξής: τον πληρώνουν για να κάνει μια διανοητική εργασία, γι’ αυτό και είναι υποχρεωμένος να την κάνει έτσι όπως πρέπει, αδιάκοπα αναζητώντας τρόπους για να καταπολεμήσει το Εγώ του και να μάχεται για την ύψιστη δυνατή μορφή ελευθερίας της σκέψης του από τις ατομικές και συλλογικές προκαταλήψεις, τραύματα, επιρροές, για να μην αναφερθώ καν στις κοινωνικές παραγγελίες. Αυτή η ελευθερία δεν υπάρχει σε καθαρή μορφή, αλλά υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην προσπάθεια της επιδίωξης αυτής και στην άρνηση της προσπάθειας, όταν μετατρέπεται σε ιδανική η «εθνική», «ταξική», «φυλετική» σκέψη. Ανοησίες, ο άνθρωπος έχει εθνικά και κοινωνικό- συλλογικά αισθήματα, αυτό είναι άλλο, η σκέψη όμως, είναι σκέψη μόνο στο βαθμό που παρόμοιοι επιθετικοί προσδιορισμοί δεν την αφορούν καθόλου. Γι’ αυτό και εκείνος που είναι απασχολημένος με τη σκέψη, θα πρέπει τουλάχιστον τις στιγμές που σκέφτεται να θεωρεί εαυτόν εκτός παιχνιδιού. Δεν επιτρέπεται να είναι κομφορμιστής και καλύτερα, αν είναι δυνατόν, να μην είναι ούτε εξεγερμένος, γιατί η πολιτική της εξέγερσης απαιτεί εξαιρετικά αυξημένη συμμετοχή σε συγκρούσεις, δηλαδή σε πάθη, σε μια διανοητική ανελευθερία (είναι άλλο πράγμα όταν ο εξαχρειωμένος κομφορμισμός θεωρεί ως εξέγερση κάθε άρνηση εξύμνησής του). Την αποφυγή αυτών των υποχρεώσεων και την ενασχόληση με εθνικές, φυλετικές και ταξικές υποθέσεις ο Γάλλος δοκιμιογράφος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα Ζουλιέ Μπεντ αποκάλεσε, ως γνωστόν «προδοσία των κληρικών» (ένα λογοπαίγνιο που στηρίζεται στο γενικό χαρακτηρισμό του επιστήμονα κληρικού του Μεσαίωνα και του νεοευρωπαίου διανοούμενου, οι οποίοι έχουν κοινή την υποχρέωση να αρνούνται να κατανοήσουν τις έννοιες που κατανοούν όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι). Για άλλη μια φορά, αυτό δε σημαίνει πως είναι αναίσθητοι, αυτό σημαίνει πως έχουν την υποχρέωση να συνειδητοποιήσουν τα προσωπικά τους αισθήματα και να τα διαφοροποιήσουν από τις σκέψεις τους. Και τα πιο μικρά αισθήματα, τα οποία είναι πάντα πολύ οικεία στον απλό άνθρωπο, είναι ένα συναισθηματικό δώρο στη «διανοουμενικότητα» και ακόμη χειρότερο από αυτό, είναι μια αντι-διανοουμενίστικη επιρροή. Η διανόηση έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να ασκεί κριτική στον εαυτό της – σε τελική ανάλυση η συλλογή «Σταθμοί» έχει άρθρα που έγραψαν Ρώσοι διανοούμενοι. Η επιρροή όμως του μίσους κατά της ίδιας σου της συντεχνίας είναι ένα ψυχοπαθολογικό φαινόμενο, αν στη βάση του βρίσκεται το υποσκάπτον μίσος προς τον ίδιο σου τον εαυτό, και ακόμη περισσότερο η χυδαιότητα, αν στη βάση του βρίσκεται το μίσος προς τους συναδέλφους και τους ανταγωνιστές και όλους εκείνους τους οποίους συναντάς διαρκώς και αναπνέεις τον ίδιο αέρα με αυτούς.
Μέρος της ιστορίας του πολιτισμού είναι και η ιστορία της γραμματείας. Στην εποχή μας έχει διαγνωστεί η κρίση του πολιτισμού του λόγου. Σε τι θα εξελιχθεί κατά τη γνώμη σας;
Νομίζω πως η «κρίση του πολιτισμού του Λόγου» – είναι μια έκφραση, η οποία περιλαμβάνει πολλά διαφορετικά φαινόμενα, κάθε ένα από τα οποία απαιτεί ξεχωριστή ανάλυση. Πρώτον, μπορούμε να μιλάμε για την κρίση της γλωσσικής παράδοσης, η οποία έρχεται ως αποτέλεσμα των κοινωνικών μετατοπίσεων και των εθνικών αναμείξεων, της «εξέγερσης των μαζών», του ολοένα και αυξανόμενου αριθμού εκπροσώπων του τύπου «ο άνθρωπος από το πουθενά». Κάτι τέτοιο έχει συμβεί ήδη πολλές φορές, για παράδειγμα όταν από την πτώση της λατινικής γλώσσας είχαν αρχίσει να ανθίζουν πρώτα οι αδύναμοι βλαστοί των νέων γλωσσών. Αυτό το μάθαμε από τα βιβλία της ιστορίας. Θυμάμαι πως όταν ήμουν ένας επηρμένος έφηβος μου άρεσε πολύ να σκέφτομαι για μένα: «Είμαι ο τελευταίος Ρωμαίος». Εννοείτο πως όλοι γύρω μου ήταν βάρβαροι. Από τότε που έπαψα να είμαι έφηβος προσπαθώ να μην επιτρέπω στον εαυτό μου την πολυτέλεια της μελαγχολικής έπαρσης. Δεύτερον, είναι πολύ ισχυρή η επιρροή της τηλεόρασης, η οποία διαδίδει το ενδιαφέρον για τον Μακλούαν∙ δεν με ενθουσιάζει προσωπικά. Αλλά και τα παιχνίδια του υπολογιστή, φυσικά, ενθαρρύνουν τη λεξιπενία. Ιδιαίτερα ισχυρή είναι η επίδρασή τους στη σύνταξη: αποφεύγονται οι σύνθετες φράσεις, πράγμα που καταλύει το μηχανισμό του χρωματισμένου λόγου. Δεν είναι η πρώτη φορά που υποκύπτω στον πειρασμό να καλέσω τους πάντες σε ένα αγώνα για την τελεία και το κόμμα. Τρίτον, πολλές λέξεις έχουν ήδη ειπωθεί, έχουμε πολλές ρητορικές δυνατότητες, ολοκληρωτική, αντιολοκληρωτική, κάθε είδους. Δεν είμαι οπαδός των επονομαζόμενων αποδομητικών στηλιτεύσεων του «Λόγου» καθεαυτού, αλλά θεωρώ την κατάσταση αυτή αντικειμενικά ασφαλή. Δεν μπορούμε πλέον να αναφερόμαστε στην γλωσσική απροσεξία με πλήρη συνείδηση, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα και όπως δεν πρόκειται να ξανασυμβεί ποτέ.
Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος είπε: πολύ λίγα χρειάζονται για μια ευτυχισμένη ζωή. Συμφωνείτε; Αν ναι, τότε τι θα συμπεριλαμβάνατε σε αυτό το «πολύ λίγα»;
Κάθε άλλο παρά μοιάζω με στωικό, ωστόσο θα αρχίσω με μια διευκρίνηση, την οποία ο Μάρκος Αυρήλιος νομίζω πως θα ενέκρινε: για μια ευτυχισμένη ζωή χρειάζεται να σκέφτεσαι όσο το δυνατόν λιγότερο για την ευτυχία, να αποφεύγεις το ερώτημα: είμαι, άραγε, ευτυχισμένος, να μην προκαλείς με το ερώτημά σου αρνητικές απαντήσεις, να μην συλλέγεις τέτοιες απαντήσεις ∙ θα πρέπει οπωσδήποτε να απαγορεύσεις στον εαυτό σου με μετράς τις διαστάσεις της ευτυχίας που απολαμβάνεις, να αναζητάς περίσσευμα, να προβάλλεις προς όλους απαιτήσεις για το περίσσευμα της ευτυχίας που σου οφείλουν κλπ. Ποτέ άλλοτε τόσοι πολλοί άνθρωποι δεν είχαν μολυνθεί από τη συνήθεια να σκέφτονται για την προσωπική τους ύπαρξη με όρους ευτυχίας ∙ έχουμε γεμίσει με ψυχαναλυτές και ψυχοθεραπευτές, ενώ οι καταθλιπτικές νευρώσεις και ψυχώσεις αφθονούν. Αν εγώ δεν διατηρήσω εκείνο που στον χριστιανικό ασκητισμό αποκαλείται «μνήμη θανάτου» δηλαδή την ικανότητα να μην αποστρέφομαι και χωρίς να κλείνω τα μάτια, να κοιτάζω προς την πλευρά του αναπόδραστου τέλους, αν εγώ είτε με το άγχος της δουλειάς είτε με την ευφορία δεν αποσπώ τον εαυτό μου από τη γνώση περί θανάτου, δεν θα μπορώ να είμαι υγιής και, συνεπώς, δεν θα μπορώ να είμαι ευτυχισμένος. Τώρα θα περάσω σε ζητήματα λιγότερο στωϊκά: όλο και κάτι χρειάζομαι, επ’ ουδενί δεν μπορώ να πω ότι βρίσκομαι υπεράνω των αναγκών. Για να είμαι ευτυχής, χρειάζομαι, – συγχωρείστε μου την ταυτολογία, – να αγαπάω και να με αγαπάνε. Δόξα τω Θεώ, με τη σύζυγό μου ζήσαμε σχεδόν σαράντα χρόνια. Ξέρετε ότι ο Κλωντέλ είπε ότι η καλύτερη εποχή για τον έρωτα βρίσκεται ανάμεσα στην αργυρή και την χρυσή του επέτειο του γάμου ∙ νομίζω πως είχε δίκιο και αυτό το ζούμε τώρα. Στη δεύτερη θέση είναι η ικανότητα προς εργασία. Αρκεί προς το τέλος να μη χάσουμε τη μνήμη, να διατηρήσουμε τη διαύγειά μας μέχρι το τέλος! Κάθε άνθρωπος χρειάζεται μια αχτίδα ελπίδας αναφορικά με την πορεία της χώρας. Αλλά και για τα παιδιά μου, ενήλικα πλέον, επιθυμώ την ευημερία τους. Η ζωή τους έχει το δικό της ιδιαίτερο περιεχόμενο και κατεύθυνση, εγώ όμως δεν πρόκειται να νιώθω υπεύθυνος για αυτά μέχρι το τέλος της ζωής μου.
Η συνέντευξη αυτή έλαβε χώρα το 2001 αλλά δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό, πολιτικό και θεολογικό περιοδικό «Κοντινέντ», στο τεύχος 119 του 2004.