Συνέντευξη στον Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Γνώρισα την Τατιάνα Σερμπίνα από τον φίλο μου Βίκτωρ Γιαροσένκο, εκδότη του περιοδικού «Αγγελιοφόρος της Ευρώπης» τον Δεκέμβριο του 2015. Συναντηθήκαμε σε ένα μικρό ιταλικό εστιατόριο στο κέντρο της Μόσχας, απέναντι από το φημισμένο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας «Μ. Γκόρκι». Η βραδιά κύλησε όμορφα κι αβίαστα και στο τέλος, όλη η παρέα πήγαμε στο σπίτι της Τατιάνας και του συζύγου της, του διάσημου φωτογράφου Αλεξάντρ Τιάνγκι – Ριάντο, για να πιούμε τσάι και να συνεχίσουμε την κουβέντα μας. Άνθρωποι ζεστοί και φιλόξενοι, βαθιά καλλιεργημένοι, κοσμοπολίτες μα και φιλέλληνες, το ζεύγος Τατιάνα και Αλεξάντρ επισκέπτονται κάθε χρόνο τη χώρα μας.
Δύο ημέρες αργότερα, στο ίδιο εκείνο διαμέρισμα, που βρίσκεται μερικές δεκάδες μέτρα από το σπίτι της Μαρίνας Τσβετάγιεβα στο κέντρο της Μόσχας, στην περιοχή Αρμπάτ, συναντηθήκαμε ξανά με την Τατιάνα και είχαμε τη συζήτηση που ακολουθεί.
Η Τατιάνα Σερμπινά γεννήθηκε στην Μόσχα και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της στο ειδικό σχολείο Νο 12 της Μόσχας. Η ιδιαιτερότητα του σχολείου ήταν ότι προσέφερε ειδικές σπουδές στη γαλλική γλώσσα.
Στη συνέχεια σπούδασε στη Φιλολογική σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε για δύο χρόνια στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Πολιτισμού της Ακαδημίας Επιστημών. Σύντομα την κέρδισε η δημοσιογραφία και έτσι συνεργάστηκε με διάφορα έντυπα της εποχής. Από το 1989 μέχρι το 1994 ήταν συνεργάτης του Ράδιο «Ελευθερία». Το 1991 μετακόμισε στο εξωτερικό, αρχικά στο Μόναχο και στη συνέχεια στο Παρίσι. Κείμενα, δοκίμια και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες Le Figaro, Suddeutsche Zeitung, Kommersant. Το 1995 επέστρεψε στη Ρωσία, όπου ίδρυσε και διευθύνει το περιοδικό «Εστέτ» από το 1996.
Από το 1986 συμμετείχε ενεργά στο κίνημα Σαμιζντάτ, δηλαδή στη δημιουργία, κυκλοφορία και διάδοση με λογοκριμένων λογοτεχνικών έργων στη Ρωσία. Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί στο θρυλικό περιοδικό «Το περιοδικό του Μίτια». Το 1991 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή. Έγραψε ποίηση στη γαλλική γλώσσα και το 1993 τιμήθηκε με το βραβείο του Εθνικού Κέντρου Λογοτεχνίας της Γαλλίας. Στα γαλλικά κυκλοφόρησε και μια ποιητική της συλλογή στον Καναδά. Έχει μεταφράσει πολλούς σύγχρονους Γάλλους ποιητές και επιμελήθηκε την Ανθολογία «Σύγχρονη γαλλική ποίηση» το 1995. Ζει και εργάζεται στη Μόσχα.
Σε ποια ηλικία αρχίσατε να γράφετε ποίηση και με ποια αφορμή;
Στα είκοσι τρία χρόνια μου. Δεν είχε συμβεί κάτι το ιδιαίτερο, απλά μια φορά, ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, έγραψα ένα ποίημα. Μετά ακολούθησαν άλλα, αυτό με παραξένεψε πολύ, με έκανε να νιώθω αμήχανα και γι’ αυτό δεν τα έδειξα σε κανένα. Εργαζόμουν ως δημοσιογράφος, έγραφα δοκίμια και επιφυλλίδες, πεδία της γραφής πολύ οικεία για μένα. Τα ποιήματα εισέβαλλαν κυριολεκτικά σαν στοιχειό της φύσης που άξαφνα ξύπνησε. Ο διευθυντής του περιοδικού, στο οποίο εργαζόμουν μετά την αποφοίτησή μου από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας με ρώτησε κάποια στιγμή αν γράφω ποίηση. Κοκκίνισα και του είπα πως όχι, δεν γράφω ποίηση. – Γιατί όμως με ρωτάτε; – του είπα. – Γράφεις άρθρα σαν ποιητής, μου απάντησε. Λίγο καιρό αργότερα έδειξα σε ορισμένους τα ποιήματά μου και έτσι αυτά απέκτησαν τη δική τους ζωή. Στη συνέχεια, υπήρξε μια περίοδος που ήθελα να αφομοιώσω όλα τα ποιητικά είδη, έγραψα σονέτα, στίχους, μπαλάντες, στροφές αραβικές τεχνοτροπίας, πεντάστιχα. Μετάφρασα γαλλική ποίηση. Τα ποιήματα ταυτίστηκαν με τη ζωή, θαρρείς κι εμφανίστηκε ένας αυστηρός προϊστάμενος, ο οποίος απαιτούσε από εμένα να γράφω ποίηση, διαφορετικά θα έθετε «παύση» στη ζωή μου.
Αν σας έλεγαν να δώσετε ένα ορισμό της ποίησης ποιος θα ήταν αυτός;
Κάθε ποιητής είναι κι ένας άλλος ορισμός της ποίησης. Τίποτα δεν μπορεί να ενώσει σε μια γλωσσική πραγματικότητα τον Παστερνάκ με τον Χλέμπνικοφ. Τον Μπρόντσκι και τον Πριγκόφ. Τον Χαρμς και τον Γιεσένιν.
Δεν ήσασταν ανάμεσα στους επίσημους ποιητές της ΕΣΣΔ. Ποια ήταν η «παράλληλη κουλτούρα» εκείνης της εποχής;
Ήταν συγκλονιστικά ενδιαφέρουσα. Η ροκ μουσική, ο Τσόι, ο Γκρεμπένσικοφ, ο Μακάρεβιτς και πολλοί άλλοι. Ο Αλιόσα Χβοστένκο. Ο Σάσα Μπασλάτσεφ. Ο συνθέτης Σεργκέι Κουριόχιν. Η ποίηση, αρχής γενομένης από τον Μπρόντσκι και στη συνέχεια ήταν ο Πριγκόφ, ο Ρουμπιστέιν, ο Πάρστσικοφ, λίγο αργότερα ο Ιρτένιεφ, ο Ντρουκ, ο Μπαράς, ο Ισκρένκο. Είναι αδύνατον να τους απαριθμήσω όλους. Στην πρόζα είχαμε τον Βολόντια Σορόκιν. Στη ζωγραφική από τον Ιλιά Καμπακόφ μέχρι τον Τιμούρ Νόβικοφ και την ομάδα «Μουχομόρ». Συγκλονιστικές οι περφόρμανς του Βλάντ Μονρό, ο παράλληλος κινηματογράφος και το περιοδικό «Σινεφαντόμ», το οποίο διεύθυναν τα αδελφοί Αλέινικοφ, το «παράνομο» θέατρο, όπου είχαμε και το θέατρο του παραλόγου, που ανέβαζαν Μρόζεκ και Πίντερ, ενώ έπαιζαν ο Αλεξέι Ζάιτσεφ και ο Μπορίς Γιουχανάνοφ, ο οποίος σήμερα είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Στανισλάφσκι. Από όλους όσους ανέφερα, σήμερα ζουν ελάχιστοι, οι περισσότεροι σκοτώθηκαν, πέθαναν, από διαφορετικές αιτίες, πολύ νέοι.
Τι θυμάστε από την εποχή του σαμιζντάτ; Ποια ποιήματά σας δημοσιεύτηκαν τότε και με ποιο τρόπο;
Θυμάμαι την πρώτη μου δημοσίευση. Ήταν στα πολωνικά, σε μια πολωνική εφημερίδα. Μετά υπήρξαν δημοσιεύσεις σε διάφορα περιοδικά που εκδίδονταν στο εξωτερικό, για τις οποίες μάθαινα πολύ αργότερα. Δημοσιεύτηκαν ποιήματά μου στο περιοδικό σαμιζντάν «Το περιοδικό του Μίτια», το οποίο έβγαζε μόνος του ο Μίτια Βόλτσεκ και άλλα, στα οποία αντέγραφαν τα ποιήματα με το χέρι. Έφτιαχνα όμως κι εγώ τα δικά μου χειροποίητα βιβλιαράκια σαμιζντάτ, ήταν αντικείμενα τέχνης και τα πουλούσα. Πρόσφατα τρία από αυτά ανατυπώθηκαν φωτογραφικά από τον εκδοτικό οίκο «Μπαρμπαρίς». Η πρώτη μου επίσημη δημοσίευση στην ΕΣΣΔ έγινε, νομίζω, το 1986.
Είστε μέλος του Pen Club. Πότε γίνατε μέλος και αρχίσατε να συμμετέχετε στις δραστηριότητές του;
Στο Pen Club έγινα μέλος το 2002, στα τέλη του 2015 και στις αρχές του 2016 πολλοί φίλοι μου αποχώρησαν, επειδή η οργάνωση άλλαξε πολύ. Το κράτος άσκησε μεγάλη πίεση και το Pen Club βρέθηκε ενώπιον του διλήμματος: να επιβιώσει, να προσαρμοστεί ή να διακινδυνεύσει να θεωρηθεί «ξένος πράκτορας», με πιθανότητα να κλείσει.
Ακόμη και σήμερα λαμβάνετε ενεργό μέρος στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ρωσίας, λαμβάνοντας αντιπολιτευτική στάση απέναντι στις επιδιώξεις και τις πράξεις της εξουσίας. Σε τι διαφέρει η σημερινή Ρωσία από την Ρωσία του παρελθόντος;
Στη Ρωσία υπήρχαν πάντα περίοδοι λογοκρισίας – διώξεων – μαρασμού και απομονωτισμού, οι οποίες εναλλάσσονται με περιόδους «όταν λιώνουν οι πάγοι». Διαφέρει, κατά τη γνώμη μου ως προς τον αλγόριθμο του κράτους, ο οποίος παραμένει αναλλοίωτος από τον 16ο αιώνα και εντεύθεν και ο οποίος έχει εξαντλήσει τα περιθώριά του. Ο ψηφιακός κόσμος θα αντικαταστήσει τους «δεινόσαυρους» με κάποια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης.
Έχετε βιώσει τις επιπτώσεις της αντίστασης κατά της εξουσίας και ζήσατε σε αναγκαστική υπερορία αρκετά χρόνια. Πώς σας φάνηκε η Ρωσία μετά την επιστροφή σας;
Δεν ήμουν εξόριστη, απλά μου δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψω στον κόσμο. Αρχικά, πήγα στο Ρότερνταμ, στο διεθνές φεστιβάλ ποίησης, το 1989, ενώ από τις αρχές του 1990 με αφορμή διάφορες προσκλήσεις, ξεκίνησε ένα διαρκές ταξίδι: Βουδαπέστη, Βιέννη, Μόναχο, Νέα Υόρκη, Βοστώνη. Επέστρεψα στην Μόσχα στα τέλη του έτους και τότε πραγματικά άρχισαν οι διώξεις. Ήταν η εκστρατεία στις εφημερίδες που είχαν ταχθεί κατά του Γκορμπατσόφ, αλλά και διάφορες άλλες δυσάρεστες καταστάσεις. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους αναγκάστηκα να φύγω για να γλιτώσω, χάρη στο Ράδιο «Ελευθερία» του οποίου ήμουν μόνιμος συνεργάτης. Πήγα στο Μόναχο, όπου έζησα ενάμιση χρόνο και μετά σηκώθηκα και πήγα στο Παρίσι. Εκεί κυκλοφόρησε μια ποιητική μου συλλογή, μίλησα σε διάφορες εκδηλώσεις, έβλεπα τα έργα μου να δημοσιεύονται, αλλά, τελικά επέστρεψα στην Μόσχα, την οποία είχα νοσταλγήσει πολύ. Αυτό έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν γραφόταν ιστορία στη Ρωσία και ήθελα να ήμουν παρούσα σε αυτή.
Στο έργο σας είναι αισθητό το θέμα της ελευθερίας του ανθρώπου. Πιστεύετε ότι, τελικά, υπάρχει ελευθερία για τον άνθρωπο ενώπιον του Λεβιάθαν της κρατικής εξουσίας;
Ελευθερία σημαίνει ότι μπορείς να ζήσεις (να μιλάς, να γράφεις, να δρας), κατά πως θεωρείς αναγκαίο. Όταν το κράτος, δεν είναι εχθρός, δεν είναι βιαστής, όταν νιώθεις πως είσαι μέρος της κοινωνίας, όταν η ατμόσφαιρα στην κοινωνία είναι χαρούμενη και όλοι θέλουν να δείξουν την καλή τους πλευρά, να συμβάλλουν στην ολοκλήρωση του μέλλοντος, όταν το μέλλον αυτό δεν δείχνει αδιέξοδο ή φρικαλέο.
Έχετε έναν πολύ ενδιαφέροντα κύκλο ποιημάτων τον «ελληνικό». Πείτε μας σας παρακαλώ ποια ήταν η βασική αρχή έμπνευσης αυτών των ποιημάτων;
Όταν ήμουν πολύ μικρή, αγαπημένο μου βιβλίο ήταν «Οι μύθοι και οι θρύλοι της αρχαίας Ελλάδας» του Κουν. Μετά διάβασα τον Όμηρο, ιδίως την Ιλιάδα, στο Πανεπιστήμιο της Μόσχα και έγραψε μια εργασία για το θεατρικό έργο του Ζαν Ζιρόντ «Ο τρωικός πόλεμος δεν θα γίνει», ενώ η διπλωματική μου εργασία είχε ως θέμα «Οι μύθοι της αρχαίας Ελλάδας στη σύγχρονη δραματουργία της αλλοδαπής». Έχω διαβάσει όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία. Επισκέπτομαι την Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια, σε ετήσια βάση, πολλές φορές και δύο φορές το χρόνο. Αγαπώ τα πάντα στην Ελλάδα. Συναντήθηκα με τον Δία στο όρος Όλυμπος και στο σπήλαιό του στην Κρήτη, μπορεί οι άλλοι να τον έχουν λησμονήσει, μα όχι εγώ. Συνάντησα και τον Απόλλωνα, στην Ρόδο και τους Δελφούς, συνάντησα πάρα πολλούς στην Ελλάδα! Με λυπεί πολύ το γεγονός με όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα και δεν κατανοώ γιατί ο ελληνικός λαός ψηφίζει αυτούς που τον εξαπατούν.
Ζούμε σε μια παράξενη εποχή, κατά την οποία η χρησιμοθηρία κυριαρχεί στα μυαλά των ανθρώπων. Ποια η θέση της τέχνης σε μια τέτοια εποχή;
Δεν πρόκειται για κάτι καινούριο. Η τέχνη πάντα επιβίωνε, το κυριότερο είναι να έχει κίνητρο, «έναν οδικό χάρτη». Ορισμένοι καλλιτέχνες και συγγραφείς ήταν πάντα «αυλικοί», ορισμένοι άλλοι ήταν «διωκώμενοι», κάποιοι ζούσαν μέσα στην πολυτέλεια, άλλοι μέσα στη φτώχια, η τέχνη και η λογοτεχνία τρέφονται από άλλη πηγή, η χρησιμοθητική πλευρά δεν είναι καθοριστική γι’ αυτές.
Ο Μαντελστάμ είχε πει πως τα καλά ποιήματα είναι κλεμμένος αγέρας. Υπάρχει ελευθερία του λόγου στο σύγχρονο κόσμο; Μπορεί η ποίηση να εκφράσει την ελευθεροφροσύνη του ανθρώπου;
Η ποίηση πάντα μπορεί, αν έχει τις δυνάμεις, αν την ακούν.
Ταξιδεύετε συχνά στη Δύση, δίνετε διαλέξεις, συμμετέχετε σε παρουσιάσεις, επικοινωνείτε με δυτικούς διανοουμένους όπως ο Μισέλ Ουελμπέκ και άλλοι. Ποια είναι τα βασικά ζητήματα που κατέχουν κεντρική θέση στο διάλογο της Ρωσίας με τη Δύση σήμερα;
Οι τοπικοί πόλεμοι, ο επερχόμενος παγκόσμιος, η αναζήτηση διεξόδων από τα αδιέξοδα, η αύξηση της έντασης, η διατήρηση ή η αλλαγή του status quo, η νέα μεγάλη μετακίνηση των λαών, οι απειλές κατά του πολιτισμού.
Αν «με το νου της Ρωσία δεν μπορεί να καταλάβεις», τότε πως μπορεί ο άνθρωπος της Δύσης να κατανοήσει τον Ρώσο και τον ρωσικό πολιτισμό;
Ο Ρώσος παραδοσιακά ισορροπεί ανάμεσα στην υποταγή και την εξέγερση, στο βαθμό που οι κυβερνήτες του, εξίσου παραδοσιακά θεωρούν πως είναι ιδιοκτήτες της χώρας. Ο πολιτισμός είναι ότι καλύτερο υπήρξε στη Ρωσία, σήμερα πολλοί Ρώσοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες ζουν στο εξωτερικό.
Ξεκινήσατε ως ποιήτρια, γίνατε γνωστή ως ποιήτρια, μα έχετε γράψει και τρία βιβλία με πρόζα. Είναι εύκολο να περάσει κανείς από την ποίηση στην πρόζα και ποιες δυσκολίες έπρεπε να υπερβείτε;
Θα χρησιμοποιήσω την έννοια «κείμενο». Για μένα η μεθόριος ανάμεσα στο ποίημα, το δοκίμιο, το διήγημα, είναι εξαιρετικά συμβατική. Αυτό εξαρτάται από το πώς είναι γραμμένο το κείμενο, εξαρτάται από την ιστορία που πρέπει να αφηγηθεί, τότε επιλέγεις αν θα το κάνεις με στίχους ή με την μορφή διηγήματος ή μυθιστορήματος ή ακόμη και με τη μορφή πραγματείας. Κάποτε έκανα το εξής πείραμα: έγραψα το ίδιο θέμα με στίχους αλλά και με τη μορφή πραγματείας, το δεύτερο ήταν πολύ καλύτερο γιατί το ποίημα σε σύγκριση με αυτό αποδείχτηκε πολύ ορθολογικό και ελλιπές. Στην ποίηση το συναίσθημα είναι πολύ σημαντικότερο απ’ ότι στα άλλα είδη γραφής και η γλώσσα έχει το κύριο λόγο (ενώ στην πρόζα η γλώσσα μπορεί να έχει ένα απλό ρόλο). Η ποίηση είναι η ανάσα της γλώσσας. Όταν η γλώσσα είναι ερεθισμένη, σκεφτόμαστε ποιητικά, όταν είναι αδύναμη, η ποίηση της κάνει τεχνητή αναπνοή. Στους πεζογράφους μπορούμε να βρούμε αποσπάσματα, τα οποία δεν είναι αφήγημα, αλλά ποίηση (στον Μπουλγκάκοφ και στον Γκόγκολ, για παράδειγμα).
Στο μυθιστόρημά σας «Απόθεμα σταθερότητας» ασχολείστε με τα ζητήματα της ιστορίας και της θέσης του ανθρώπου στη δίνη των ιστορικών γεγονότων. Σας απασχολεί ιδιαίτερα το ζήτημα της αντιουτοπίας και της αξίας του ανθρώπου, ο οποίος όχι μόνο θέλει να επιβιώσει, αλλά και να δημιουργήσει. Πώς εμπνευστήκατε το συγκεκριμένο θέμα, έχει και αυτοβιογραφικά στοιχεία;
Το μυθιστόρημα αυτό είναι τόσο αυτοβιογραφικό, όσο ήταν δυνατόν. Αναγκάστηκα να επινοήσω πράγματα και καταστάσεις, να βάλω την φαντασία μου να συμπληρώσει διάφορα επεισόδια, τον καμβά. Βασικά πρόκειται για την ιστορία της ζωής της γιαγιάς μου και εν γένει της οικογένειάς μου, οπότε υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Όλα τα κείμενα που αναφέρονται σε επιστολές και έγγραφα είναι πραγματικά. Άλλαξα τα πραγματικά ονόματα, στο βαθμό που η ερμηνεία, παρόλα αυτά, είναι απλά ερμηνεία διαφόρων πραγματολογικών στοιχείων. Εξάλλου, το μοναδικό πραγματικό όνομα είναι το παππού μου, αλλά δεν ξέρω γιατί το άφησα.
Πώς επηρεάζει η ιστορία τον άνθρωπο και την μοίρα του;
Ο άνθρωπος υπάρχει στο χρόνο και στην ιστορία. Για παράδειγμα, ο Αλεξάντρ Μπλοκ έζησε κι έγραψε στην ετοιμοθάνατη Ρωσική Αυτοκρατορία, αποδέχτηκε την επανάσταση και την υπηρέτησε, εκείνη όμως, παρόλα αυτά, τον εξόντωσε, επειδή ήταν άνθρωπος μιας άλλης εποχής, είχε άλλες προσλαμβάνουσες παραστάσεις για το Καλό και το Κακό, είχε άλλη παιδεία, άλλο υπόβαθρο. Ο Μαγιακόφσκι, ο οποίος γεννήθηκε αργότερα, ήταν σάρκα εκ της σαρκός του επαναστατημένου ανθρώπου, η επανάσταση ήταν η «πατρίδα» του, ενώ το Σαχμάτοβο του Μπλοκ, οι φιλοσοφικές συντροφιές παρέμειναν γι’ αυτόν μια αφηρημένη γνώση για κάποιο λανθασμένο τρόπο ζωής, ο οποίος και για το λόγο αυτό καταργήθηκε. Ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, γεννήθηκε το 1899 σε μια τέτοια οικογένεια ανθρώπων «πρώην», ανθρώπων ο τρόπος ζωής των οποίων είχε καταργηθεί, έφυγε από τη Σοβιετική Ρωσία σε νεαρή ηλικία, γιατί αν δεν το έκανε, θα είχε την τύχη του Μπλοκ και δεν θα γινόταν ο συγγραφέας που όλοι γνωρίζουμε. Οι περίοδοι της ιστορικής υστερίας δημιουργούν για όλους μια γραμμή μετώπου, ενώ οι περίοδοι ιστορικής ηρεμίας, είναι σαν το πέλαγος, στο οποίο όλοι κολυμπούν και ήρεμα κατευθύνονται προς την ακροθαλασσιά.
Πιστεύετε πως ο άνθρωπος βρίσκεται διαρκώς στην θέση του Σύσιφου στην ανόητη μάχη του κατά του Κακού, το οποίο άλλωστε πάντα νικάει;
Η νίκη είναι ένα παροδικό φαινόμενο, σήμερα κερδίζει το ένα, αύριο το άλλο. Το Κακό όμως δεν εξαφανίζεται. Η αρχαία ελληνική θεώρηση του κόσμου μου φαίνεται πολύ πιο «ρεαλιστική»: οι θεοί δεν είναι ιδανικοί, μαλώνουν μεταξύ τους, έχουν τους δικούς τους ρόλους, γιατί μπορεί μεν ο Απόλλων να ευλογεί τον Ορέστη για να σκοτώσει εκδικούμενος, οι Ερινύες, ωστόσο, θα τον καταδιώξουν: εγκλημάτησες; Θα πρέπει να τιμωρηθείς, ακόμη κι αν κίνητρό σου ήταν η «αποκατάσταση της δικαιοσύνης». Ο ελληνιστικός κόσμος είναι περίπλοκος, μη γραμμικός, δεν υπάρχει το άσπρο και το μαύρο.
Στην διαπάλη ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και το ασιατικό στοιχείο στη Ρωσία, ποιο νικάει συνήθως, όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και στη ζωή;
Ολόκληρος ο 19ος αιώνας είναι ευρωπαϊκός, ο 20ος είναι ασιατικός με διατήρηση των ευρωπαϊκών παραδόσεων στην μορφωμένη τάξη, η πάλη με το «ασιατικό στοιχείο» διεξάγεται στη Ρωσία εδώ και αρκετούς αιώνες, λαμβάνοντας υπόψη ότι η χώρα ανήκει κατά το ήμισυ στην Ασία γεωγραφικά, γι’ αυτό και ο αγώνας αυτός έχει εφήμερες επιτυχίες. Αν η Ρωσία είχε μόνο μία κουλτούρα, από καιρός θα είχε προσδιορίσει το δικό της σύστημα αξιών, τώρα όμως είναι υποχρεωμένη να ισορροπεί με τη βοήθεια διαφόρων τεχνασμάτων: με την απροσδιοριστία, στην ασάφεια των εντυπώσεων για το Καλό και το Κακό, την επιθετικότητα για να καταφέρει να αντέξει το ανυπόφορο που βρίσκεται εντός της. Φανταστείτε την Ελλάδα να ήταν η ένα κράτος με την Τουρκία, την Αλβανία και την Κορέα.
Ποιους ποιητές θεωρείτε δασκάλους σας;
Πάρα πολλούς. Από την ρωσική ποίηση όμως τον Μπλοκ, τον Παστερνάκ και τον Μπρόντσκι.
Ποια είναι η ρωσική ποίηση στον 21ο αιώνα;
Η ποίηση του 21ου αιώνα συγκεκριμένα μόνο ρωσική δεν είναι. Έχει ξεκόψει από την παράδοσή, άλλαξε και η θέση της, έχει περιθωριοποιηθεί.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ποιητής και γιατί;
Την ερώτηση αυτή μου την κάνουν σχεδόν πάντα, αλλά δεν μπορώ να αναφέρω μόνο ένα όνομα, στο βαθμό που οι αγαπημένοι μου ποιητές, από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας, είναι πολλοί. Σε διαφορετικές εποχές και στιγμές, κάποιος ξεχωρίζει, πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Στο βαθμό που απευθύνομαι όμως στο ελληνικό κοινό, θα αναφέρω τρεις, αναμενόμενους ποιητές, είναι ο Καβάφης, ο Σεφέρης και ο Ελύτης.
Με ποιον ποιητή του παρελθόντος θα θέλατε να συναντηθείτε και γιατί;
Με εκείνον που ήθελα πιο πολύ απ’ όλους συναντήθηκα μια φορά. Ήταν ο Ιωσήφ Μπρόντσκι. Είμαι περίεργη πως θα ήταν η συνάντηση με τον Πορτογάλο Φερνάντο Πεσσόα. Θα ήθελα να παρατηρήσω το πλήθος των ετερωνύμων του, οι οποίοι ζούσαν μέσα του (στον τάφο του υπάρχουν τρία ονόματα, τρεις μορφές, προσωπικότητες ποιητών, στο όνομα των οποίων έγραφε ποιήματα).
Ποια είναι η σχέση σας με την ποίηση του Αργυρού αιώνα;
Είναι η περίοδος της πλέον οργιώδους άνθισης της ρωσικής ποίησης.
Ποια η σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και την πραγματικότητα;
Η ανθρώπινη ζωή ή ο πολιτισμός εδράζεται στη γλώσσα, αυτό σημαίνει πως η λογοτεχνία δημιουργεί την πραγματικότητα. Το δέντρο υπάρχει για εμάς μόνο γιατί υπάρχει η λέξη «δέντρο». Κι ακόμη ο κορμός, το φύλλωμα, οι ρίζες, ο φλοιός, τα κλαδιά, γιατί τελείως διαφορετικά είναι οι ελιές και οι βελανιδιές, οι φίκοι και τα πλατάνια, οι φοίνικες και οι σημύδες.
Μπορεί ο ποιητής να ζήσει μακριά από το γλωσσικό του περιβάλλον; Εσείς γράφετε ποίηση στα γαλλικά και μάλιστα έχει βραβευτεί γι’ αυτό Μπορεί ο ποιητής να γράψει καλή ποίηση σε μια μη μητρική του γλώσσα;
Εξαρτάται από το πώς αισθάνεται σε αυτή την γλώσσα. Για παράδειγμα, στο Λουξεμβούργο όλοι οι κάτοικοι έχουν δύο μητρικές γλώσσες, τα Γαλλικά και τα Γερμανικά. Η ποιήτρια Ανίζ Κολτζ, την οποία έχω μεταφράσει, έγραφε στα Γερμανικά, αλλά στη συνέχεια ορισμένες περιστάσεις στη ζωή την υποχρέωσαν να «διακόψει» τις σχέσεις με τα Γερμανικά και να γράφει στα Γαλλικά. Τα ρωσικά ποιήματα του Ρίλκε, τα αγγλικά του Μπρόντσκι, φευ. Έγραφα στα Γαλλικά όταν ζούσα στο Παρίσι, στο βαθμό που την περίοδο εκείνη όχι μόνο ζούσα σε αυτό το γλωσσικό περιβάλλον, μόνο που άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμουν και ζούσα. Φανταστείτε ότι ακόμη και τα όνειρα που έβλεπα ήταν στα Γαλλικά. Δεν μπορούσα να γράψω στα Ρωσικά, άλλαξε η γλώσσα μου, ενάντια στη βούλησή μου. Αυτό όμως ήταν το ειδύλλιό μου με την γαλλική γλώσσα, το φύλλωμα θρόιζε, η ποίηση όμως χρειάζεται και τις ρίζες. Επιστρέφοντας στην Μόσχα, ξαναγύρισα στην ρωσική γλώσσα και μάλιστα στην αρχή κόπιασα πολύ γι’ αυτό.
Τα τελευταία χρόνια δεν δημοσιεύετε πολλά ποιήματα. Μήπως η ενασχόλησή σας με τη δραματουργία, τη δοκιμιογραφία σας απασχολεί πολύ ή, πάλι, μήπως γίνετε πλέον πιο λακωνική;
Έγραψα πολύ, η εποχή του «σιντριβανιού» έχει παρέλθει, ποίηση όμως γράφω συστηματικά, παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου είναι αφιερωμένο στη δοκιμιογραφία. Τα θεατρικά έργα ή οι θεατρικοί διάλογοι ήταν κάτι που με απασχόλησε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, με είχε γοητεύσει πολύ, αλλά μετά μου πέρασε. Γράφω, βέβαια, διηγήματα, αλλά πολύ σπάνια.
Μπορεί ο άνθρωπος να διδαχτεί την ευτυχία;
Μπορεί. Πολλοί χάνουν το δρόμο του από την εφήμερη εικόνα της ευτυχίας, ότι τάχα για όλους είναι η ίδια. Ο καθένας όμως έχει τη δική του ευτυχία. Ο καθένας γνωρίζει μόνο αυτός σε τι έγκειται αυτή η ευτυχία. Το να διδαχτείς την ευτυχία σημαίνει να κατανοήσεις τι είναι δικό σου και τι όχι, να αγνοήσεις τα κλισέ, τα οποία προωθεί η μία ή η άλλη κοινωνική ομάδα. Είναι σα να πάρεις ένα βράχο και να φτιάξεις από αυτόν το δικό σου γλυπτό, να γυρίσεις την ταινία που θα αφηγείται τη ζωή σου και, επιπλέον, θα έχει ενδιαφέρον να την παρακολουθείς κιόλας.