Ὀ Σταυρόγκιν κυνηγοῦσε πεταλοῦδες1
Στήν συγγραφέα Νατάσα Κεσμέτη
Ἕνα ξημέρωμα πού ἀκόμη ἤμουν κοιμισμένη ἤ ἄρχισα νά ξυπνῶ, μία φράση ἀλλοπρόσαλλη ἀκούστηκε στό μυαλό μου, πού ἦταν τόσο κουρασμένο καί δοσμένο σέ ἄλλα κείμενα καί ἄλλες ἰδέες: «ὁ Σταυρόγκιν κυνηγοῦσε πεταλοῦδες.»
Ἀμέσως θυμήθηκα πώς αὐτόν τόν ἥρωα τῶν δαιμονισμένων τοῦ Ντοστογιεφσκι, τόν εἶδα σέ πολλές φάσεις μέ τίς πεταλοῦδες του: ὁ Σταυρόγκιν μέ τήν ἀπόχη του στό δάσος καί δίπλα του ὁ κατάδικος Φέντια. Ἀλλοῦ ὁ Βερχοβένσκι (ἄλλος δαιμονισμένος ) συναντᾶ τόν Σταυρόγκιν στό δωμάτιο του, καί τόν βρίσκει μπροστά σέ ἕνα μικροσκόπιο νά περιεργάζεται μία πεταλούδα. Ὁ Σταυρόγκιν ἕλκεται καί κυνηγᾶ τήν πεταλούδα ἀδιαφορώντας γιά τό περιβάλλον, ἄν ἐκείνη στέκεται στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἤ στόν τοῖχο δημοσίου κτηρίου. Δέν νοιάζεται γιά τίποτα, ἀρκεῖ νά αἰχμαλωτίζει καί νά καρφιτσώνει τίς πεταλοῦδες γιά τίς συλλογές του. Ἀκόμη καί πρίν ἀπό τήν αὐτοκτονία του μέ ἀπαγχονισμό, ὑπάρχει μία πεταλούδα νά πετᾶ καί νά στέκεται στό ἔπιπλο. Μετά τόν θάνατό του ἡ Ντάρια Προκόβνα (φίλη τῆς μητέρας του) μαζεύει τίς συλλογές τοῦ Σταυρόγκιν μέ τίς πεταλοῦδες.
«Οἱ πεταλοῦδες Μονάρχης
ἐκεῖνοι οἱ χρυσοκόκκινοι πλάνητες, μέ τήν μαύρη οὔγια στίς
ἄκρες
βρέθηκε πρόσφατα ποῦ πηγαἰνουν
τὀ φθινόπωρο
φύλλα πού πετᾶνε μέ τήν πνοή τοῦ ἀνέμου δίχως ποτέ
νά ξεκουράζονται ὁλότελα… »1
Ὅμως οἱ πεταλοῦδες τοῦ Σταυρόγκιν δέν ὑπῆρχαν στό βιβλίο «οἱ δαιμονισμένοι». Ξεφὐλισσα στίς νύχτες μιᾶς ἑβδομάδας τό κείμενο τῶν 1257 σελίδων, ἀλλά δυστυχῶς, φαίνεται πώς ὅλες οἱ πεταλοῦδες εἶχαν πετάξει. Τότε γιατί ἄκουσα τήν φράση γιά τόν Σταυρόγκιν πού κυνηγοῦσε πεταλοῦδες; Ἤμουν πολύ θλιμμένη. Μετά ἔψαξα τήν ρωσική ταινία τῶν δαιμονισμένων κι ἐκεῖ εἶδα ὅλες τίς φάσεις τοῦ δαιμονικοῦ ἥρωα μέ τίς πεταλοῦδες του. Σκέφτηκα πώς οἱ πεταλοῦδες δέν ἦταν εὕρημα τοῦ συγγραφέως ἀλλά τοῦ σκηνοθέτη. Ἕνα ἀληθινα ταιριαστό μἐ τόν Σταυρόγκιν εὕρημα. Ὁ σκηνοθἐτης τῆς ταινίας ἦταν ὁ Βλαντιμίρ Κοτινένκο, καλός γνώστης τοῦ Ντοστογιέφσκι. Μέ κάποια αὐθεραισία, πού τήν ἐπιβάλλει τό θέμα, ἄς στηριχθῶ στήν σκηνοθετική ἄποψη.
Αύτός ὁ Σταυρόγκιν μέ τήν ὀμορφιά τοῦ ἑωσφόρου, αὐτός ὁ πεπτωκώς ἄγγελος καί πρίγκηπας τοῦ σκότους, ἔχει μία παράξενη, λάμπουσα ὀμορφιά, πού τελικῶς φαίνεται σάν μάσκα. Μία περσόνα ὄχι πρόσωπον. Παιδάκι ἀκόμη μέ παιδαγωγό τόν Στεπάν Βερχοβένσκι, προστατευόμενον τῆς μητέρας του, ἔζησε σέ μἰα κατάσταση ἀρρωστημένης εὐαισθησίας, διότι ὁ παιδαγωγός ξυπνοῦσε τά μεσάνυχτα τόν δεκάχρονο φίλο του γιά νά τοῦ περιγράψει κλαίγοντας τά βάσανα καί τά πληγωμένα του αἰσθήματα. Ὁ Στεπἀν Βερχοβένσκι λοιπόν ἄγγιξε τις χορδές τοῦ μικροῦ του φίλου προκαλώντας του τήν πρώτη καί ἀπροσδιόριστη αἴσθηση μελαγχολίας, ὅπως γράφει ὁ συγγραφεύς. Μία «ἱερή μελαγχολία», τονίζει, ὥστε οἱ ἐκλεκτοί πού θά τήν δοκιμάσουν μία φορά, δέν θά τἠν ἀνταλλάξουν ποτέ γιά τήν εὔκολη ἱκανοποίηση. Ὀ Σταυρόγκιν εἶχε παιδιόθεν αὐτή τήν ἱερή μελαγχολία. Μεγαλώντας βρισκόταν πάντα στήν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ εἴτε γιά τό καλό εἴτε γιά τό κακό. Κατά τήν ὁμολογία του ἔβρισκε τήν ἴδια ἱκανοποίηση καί στά δύο. Περνοῦσε συνεχῶς ἀπό τό στάδιο τῆς εὐγένειας στήν χαμέρπεια, τῆς καλωσύνης στήν κακία, τῆς προστυχιᾶς στήν ἐξάγνιση. Ἀσταθῆ μεταμορφωτικά στάδια τῆς προσωπικότητάς του. Μήπως γι’ αύτό κυνηγοῦσε ὁ Σταυρόγκιν πεταλούδες, ζηλεύοντας τἀ σταθερά μεταμορφωτικά τους στάδια;
Πρώτη μεταμόρφωση ἡ κάμπια τοῦ ἐδάφους, δεύτερη ἡ χρυσαλλίς, πλάσμα ἐνδιάμεσο καί τρίτη ἡ πεταλούδα τοῦ ἀέρα. Ἡ μεταμόρφωση τῆς πεταλούδας ἦταν ἡ πιό ριζική, ἡ πιό σταθερή ὅλου τοῦ ζωικοῦ βασιλείου. Ὁ Σταυρόγκιν κάμπια στό ἀρχικό στάδιο, ἀλλά ὅταν ἔφτανε στά ἑπόμενα, ξαναγυρνοῦσε μέ εὐκολία στό πρῶτο. Κι ὅμως αὐτός ἦταν πού εἶπε κάποτε στόν Σάτωφ (φίλος πού μπῆκε στήν ὁμάδα τῶν δαιμονισμένων) τήν περίφημη φράση! «ἄν ἐπρόκειτο νά διαλέξω ἀνάμεσα στόν Χριστό ἤ στήν ἀλήθεια, θά διάλεγα τόν Χριστό.» Ὅμως ὁ ἴδιος ἦταν πού εἶπε ἀπεριφράστως στόν δεσπότη Τύχωνα πώς δέν πιστεύει σέ τίποτα.
Ἡ πεταλούδα στά ἀρχαῖα ἑλληνικά σημαίνει καί ψυχή. Μήπως ὁ Σταυρόγκιν, μορφή τοῦ Ζαγρέως, τοῦ μεγάλου κυνηγοῦ θέλει νά αἰχμαλωτίσει τίς ψυχές τῶν νεκρῶν ἤ σάν χθόνιος Ἑρμῆς νά τίς ὁδηγήσει σέ μία θαμπή αἰωνιότητα;
Τό πέταγμα τῆς πεταλούδας δέν εἶναι εὐθύγραμμο. Ἐδῶ ὑπάρχει μία ὁμοιότητα μέ τόν Σταυρόγκιν. Ἡ πορεία τῆς πεταλούδας εἶναι ἀπρόβλεπτη, ὅπως καί ἡ δική του. Πετοῦν μέ κινήσεις ἀκανόνιστες πού προκαλοῦν ζαλάδα στόν ἐχθρό –κυνηγό. Ἔπειτα ὑπάρχει καί ἡ ἐπιθυμία τῶν φτερῶν, φτερά πού τοῦ ταιριάζουν καί στίς δύο του ἐκδοχές, τοῦ ἀγγέλου καί τοῦ διαβόλου.
Ὁ Σταυρόγκιν ζῆ στόν δικό του κόσμο κι εἶναι σχεδόν ἀδιάφορος γιά τά σχέδια τῶν έπαναστατῶν δαιμονισμένων, πού τόν θέλουν ἀρχηγό, περιφρονεῖ τήν θεωρία τῶν μηδενιστῶν, δέν ἀνέχεται τόν Πιότρ Βερχοβένσκι, ( γιό τοῦ παιδαγωγοῦ Στεπάν), ὁ ὀποῖος παραληρεῖ στήν θέα του ἐκστομίζοντας του λόγια ὁπαδοῦ πρός τό εἴδωλό του. Ὁ Σταυρόγκιν κυμαίνεται μεταξύ τρέλλας καί σωφροσύνης. Δαγκώνει ξαφνικά τό αὐτί ἑνός ἀνδρὀς, φιλᾶ περιπαθῶς μία ὕπανδρη κυρία μπροστά στόν σύζυγό της, μονομαχεῖ χωρίς νά νοιάζεται ἄν θά σκοτωθεῖ, συνάπτει σχέσεις μέ τήν γυναίκα τοῦ Σάτωφ ἐγκαταλείποντάς την ἔγκυο, γυρνᾶ στίς κακόφημες συνοικΊες τῆς Πετρούπολης, ἀλλά εἾναι καί εὐγενής, φιλᾶ τό χέρι τῆς μητέρας του, φέρεται μέ ἁβρότητα στίς κυρίες τοῦ σαλονιοῦ, καί κατά δική του ὁμολογία πῆγε στόν Ἄθω κι ἄντεξε ὀκτάωρες ὁλονυχτίες, ἐπισκέφτηκε τήν Αἴγυπτο, ἔζησε στή Ἐλβετία καί παρακολούθησε ἔνα ὁλόκληρο πανεπιστημιακό ἔτος στό Γκαίτιγκεν. Προσπαθεῖ νἀ ἰσορροπήσει σέ καταστάσεις ἀλλά πάντοτε ξεπερνᾶ τά ὅρια. Ἀκόμη καί τό πρόσωπό του εἶχε διττή ἀνάγνωση:ἄλλοι τό ἔβρισκαν ὄμορφο καί ἄλλοι ἀπωθητικὀ
Στήν Πετρούπολη συντελεῖται καί ἕνα μεγάλο ἁμάρτημα. Βιάζει ἕνα δεκάχρονο κοριτσάκι, παιδί μιᾶς φτωχῆς γυναίκας. Αὐτός στήν ἀρχή ἀδιαφορεῖ, ἐνῶ τό κοριτσάκι ἐμπύρετο ἐπί τρεῖς ἡμέρες παραληροῦσε καί ἔλεγε «σκότωσα τόν Θεό.» Αὐτά ἦταν ἀνεξήγητα λόγια γιά τήν μητέρα της ἀλλά ὄχι γιά τόν Σταυρόγκιν, πού βλέπει ὕστερα τό παιδί νά στέκεται ὄρθιο ἀπέναντί του κουνώντας μέ νόημα τό κεφάλι του καί ἀπειλώντας μέ τήν μικρή του γροθίτσα .Γιά πρώτη φορά νιώθει φόβο, καί αὐτό τό συναίσθημα, ὅπως τονίζει, ἀποδιώχνει τό συναίσθημα του μίσους καί κάθε ἄλλο συναίσθημα. Ὁ φόβος ἦταν πιό ἀτσάλινος ἀπό ὅλα. Στό τέλος αὐτῆς τῆς ἄτιμης καί φριχτῆς ἱστορίας, τό κορίτσι ἀπαγχονίζεται μέσα στήν μικρή ἀποθηκούλα, προπομπός –δίδαγμα γιά τόν Σταβρόγκιν. Καί ὁ ἴδιος ἀπαγχονίζεται στό τέλος μέσα στήν ἀποθήκη τῆς οἰκίας του. Μετά ἀπό τό περιστατικό τοῦ βιασμοῦ, νυμφεύεται μία ἡμίτρελλη καί κουτσή κοπέλα, πού ἦταν καθαρίστρια στό πανδοχεῖο, πράξη, πού ἴσως δηλοῖ μιά ἐπιθυμία ἐξιλασμοῦ του γιά τόν βιασμό; Ὁ ἴδιος εἶπε πώς ἡ ἰδέα τοῦ γάμου μέ ἕνα τόσο κατώτερο πλάσμα, τοῦ ἐρέθιζε τά νεῦρα. Ἦταν τόσο παλαβό πού δέν ἤξερε πῶς νά τό ἐξηγήσει. Μήπως τιμωροῦσε τήν ἀνανδρία του στήν ὑπόθεση τοῦ κοριτσιοῡ, τῆς Ματριόσας; Αὐτό ὅμως δέν τό πίστευε.
Ὅλα τά χρόνια τῆς ἐξαφάνισής του ἔδινε χρήματα στόν ἀδελφό τῆς γυναίκας του γιά τά ἔξοδα της. Ὁρκίζει σέ σιωπή τοὐς μάρτυρες τοῦ γάμου του. Μόλις νυμφεύτηκε πῆγε στήν ἐπαρχία, στό σπίτι τῆς μητέρας του. Καί μετά ἀπό πέντε χρόνια ἀπεφἀσισε νά δημοσιοποιήσει τόν γάμο τῆς Πετρούπολης στήν ἐπαρχία του, γιατί αὐτό θά τόν διασκέδαζε τρομερά. Ἀπέναντι στήν ἡμίτρελλη Μαρία Τιμοφέεβνα εἶναι τρυφερός καί ἁβρός.
Μόλις ἐπέστρεψε στήν ἐπαρχία, πηγαίνει νά τήν ἐπισκεφθεῖ στήν οἰκία της. Τήν βρίσκει κοιμισμένη, δέν τήν ξυπνᾶ ἀλλά ἐκείνη νιώθει τήν παρουσία του. Στεκόταν μπροστά της ἀκίνητος μέ ψυχρό καί διαπεραστικό βλέμμα, πού ἔκρυβε ἀπέχθεια ἀλλά καί χαιρεκακία γιά τόν φόβο της. Στό πρόσωπο της φανερώθηκε ὅλος της ὁ φόβος, ἕνα ρῖγος διέτρεξε τό σῶμα της καἰ ἔβαλε τά κλάμματα. Τότε ἡ ὄψη τοῦ Σταυρόγκιν ἄλλαξε καί τό χαμόγελό του ἔγινε τρυφερό καί φιλικὀ. Τῆς ἐξήγησε πώς λυπᾶται γιά τήν ἀναπάντεχη ἐπίσκεψή του. Ὅμως ἐκείνη τί βλέπει καί πόση διεισδυτικότητα διέθετε, ὅπως τά μισότρελα καί προφητικά πρόσωπα; σέ ποιό μεταμορφωτικό του στάδιο εἶχε σταθεῖ, μήπως στῆς κάμπιας, ὅταν τοῦ λέγει «δέν εἶσαι ἐσύ ὁ πρίγκιππάς μου. Ἐσύ ποιός εἶσαι;» Τῆς τάζει ὡραία ζωή καί ταξίδια ἀλλά ἐκείνη εἶναι ἀνένδοτη. Δέν θέλει τήν δημοσιοποἰηση τοῦ γάμου, οὔτε αὐτόν γιά σύντροφο. Παραθέτει ὅλα της τά ἐπιχειρήματα. Τόν διαχωρίζει, πετώντας τό ἕνα του πρόσωπο καί κρατὠντας στό θολό μυαλό της μία μορφή τοῦ παρελθόντος. Ἴσως τοῦ μοιάζεις, λέει, μπορεῖ νά εἶσαι καί συγγενής του, ἀλλά ὁ δικός μου πρίγκιππας εἶναι ἀετός, κι ἐσύ κουκουβάγια καί ἐμποράκος.
Στό βιβλίο «οἱ Δαιμονισμένοι», καί μάλιστα στἠν ἐξομολόγηση τοῦ Σταυρόγκιν2 στόν ἐπίσκοπο Τύχωνα, ἐμφανίζεται ἡ μικρή κόκκινη ἀραχνἰτσα. Τί νά σήμαινε ἄραγε; τήν βλέπει ὁ Σταυρόγκιν, ὅταν ξαναπηγαίνει στό σπίτι, ὅπου συνέβη ὁ βιασμός. Τράβηξε τήν καρέκλα του ἀπό τό παράθυρο, γιά νά μήν φαίνεται ἀπό τούς ἐνοίκους. Ἔνιωθε τήν ἀνανδρία του σχετικῶς μέ τό γεγονός. «Πῆρα ἕνα βιβλίο, ἀλλά τό παράτησα ἀμέσως κι ἄρχισα νά κοιτάζω προσεκτικά μία μικρούλα κόκκινη ἀρἀχνη, πού εἶχε σταθεῖ σ’ ἕνα φύλλο γερανιοῦ καί ξεχάστηκα,» γράφει στήν ἐξομολόγησή του. Παρατηρεῖται ἐδῶ ἡ ἀμυδρή σύνδεση τῆς Ματριόσας μέ τήν μικρή κόκκινη ἀράχνη, πού πιθανόν νά συμβόλιζε καί τήν ἀθώα «παγίδα» τοῦ κοριτσιοῦ, ὅταν μετά τά φιλήματα τοὺ Σταυρόγκιν στά χέρια και στά βρώμικα πόδια της, ἄρχισε νἀ τὀν φιλᾶ στό πρόσωπο.
Ἡ δεύτερη φορά ὅταν, ἀνασηκωμένος στίς μύτες τῶν ποδιῶν του γιά νά δεῖ τό ἐσωτερικό τῆς ἀποθήκης ἀπό τήν χαραμάδα τοῦ ἐπάνω μέρους τῆς πόρτας, θυμήθηκε ὅτι αὐτή ἀκριβῶς τήν κίνηση σκεφτόταν, καθώς παρατηροῦσε τήν μικρή κόκκινη ἀραχνίτσα. Ἡ σύνδεση τῆς ἀρἀχνης μέ τήν Ματριόσκα γίνεται πιό στενή.
Καί μετά μεσολαβεῖ ἕνα ὄνειρο.3 Ἕνα ὄνειρο παραπλήσιο μέ «Τό ὄνειρο ἑνός γελοίου.» Ἡ ἔμπνευση εἶναι ἡ ἴδια, διαφέρουν μόνον οἱ λεπτομέρειες καί φυσικά τἀ μηνύματα. Κι ἐπειδή ἕνα σπουδαῖο κοινό σημεῖο εἶναι ἡ ἀναφορά στά νησιά τοῦ ἑλληνικοῦ ἀρχιπελάγους, θά μπορούσαμε νά τό χαρακτηρίσουμε.
Ὄνειρο μέ τά νησιά τοῦ ἑλληνικοῦ ἀρχιπελάγους
Ὁ Ντοστογιἐφσκι περιγράφει στήν ἐξομολόγηση τοῦ Σταυρόγκιν ἕνα θαυμάσιο ὄνειρο μέ γαλάζια κύματα, νησιά, βράχια κι ὡραῖες ἀκρογιαλιές. Γιά τό ἱστορικό τοῦ θέματος «οἱ Δαιμονισμένοι» εἶχαν γραφτεῖ τό 1872 καί «τό ὄνειρο ἑνός γελοίου» τό 1877. Στό διάστημα τῶν πέντε χρόνων πού μεσολάβησαν, φαίνεται πώς ὁ Ντοστογιέφσκι δέν ξέχασε τό ὄνειρο. Μάλιστα τό ἐπαναφέρει πιό ἐμπλουτισμένο, μέ βαθύτερα νοήματα περιγράφοντας τήν γῆ πού ἀκόμη δέν εἶχε ἁμαρτήσει, καί τούς ἀνθρώπους πού ζοῦσαν ἁγνοί καί εὐτυχισμένοι. Ἡ ἀναμἀρτητη γῆ ἦταν ἐπίγειος παράδεισος. Ἕνας σύντροφος τοῦ ἔδειχνε τά θαυμαστἀ τοῦ σύμπαντος, ὅπως ἔκανε ἕνας συγγενής τοῦ Θεσπέσιου στό ἔργον τοῦ Πλουτάρχου. Ἄλλο κοινό σημεῖο τῶν δύο ὀνείρων ἕνα κοριτσάκι.
Στό ὄνειρο ἑνός γελοίου συναντᾶ ὁ ἥρωας τοῦ ἀφηγἠματος ἕνα κοριτσαἀκι πού τόν ἐκλιπαρεῖ, γυρεύοντας βοήθεια, διότι πεθαίνει ἡ μητέρα του. Αὐτός ἀδιαφορεῖ σκεπτόμενος τήν αὐτοκτονία, πού προετοιμάζει. Εἶναι ἐγωπαθής καί ἀνάλγητος. Στήν ἐπαφή του μέ τούς ἀνθρώπους τῆς παρθενικη γῆς τούς διέφθειρε ὅλους. Ἔτσι κυριάρχησε τό ψέμμα, ἡ ἀδικία, ὁ ἐγωισμός, ὁ πόλεμος, ἡ φιληδονία καί ἄλλα κακά. Ὁ κόσμος πού περιγράφει εἶναι τώρα ὅμοιος μέ τόν δικό μας τόν γήινο, πού διαρκεῖ ἑκατομμύρια χρόνια. Καί μετά τήν διαφθορά,οἱ ἄνθρωποι ξαναζητοῦσαν τόν ἀπωλεσθέντα παράδεισο. Ὅταν ὅμως ξὐπνησε, εἶδε τό περίστροφό του γεμάτο καί τό πέταξε ἀμέσως. Ἕνας νέος ἄνθρωπος γεννήθηκε ἀπό τήν ὀνειρική ἐμπειρία μέ ἔβλημά του τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.» Στό τέλος τοῦ ἀφηγήματος λέγει: «Κι ἐκεῖνο τό κοριτσάκι τό ξαναβρῆκα, τό ξαναβρῆκα.!… Καί θά πάω , θά πάω νά κηρύξω…»
Καἰ στήν «ἐξομολόγηση τοῦ Σταυρόγκιν» ἕνα παραπλήσιο ὄνειρο, τόν κάνει εὐτυχισμένο. Στήν Φρανκφούρτη ὅπου ζοῦσε δύο χρόνια, εἶχε δεῖ σέ μία βιτρίνα, ἀνάμεσα σέ πολλές φωτογραφίες, ἐκείνη ἑνός μικροῦ κοριτσιοῦ μέ ἐνδύμαα κομψά καί πλούσια. Ἔμοιαζε πολύ μέ τήν Ματριόσα. Ἀγόρασε τήν φωτογραφία καί τήν τοποθέτησε πάνω στό τζάκι. Γιά μία ἑβδομάδα πού ἔμεινε στό ξενοδοχεῖο, δέν τήν εἶχε κοιτάξει οὔτε μία φορά καί φεύγοντας τήν ξέχασε ἐκεῖ. Στό μικρό αὐτό ξενοδοχεῖο εἶχε ὀνειρευθεῖ τήν θαυμάσια φύση τοῦ ἑλληνικοῦ ἀρχιπελάγους καί τούς ἁγνούς ἀνθρώπους μέ τά χαρούμενα τραγούδια. Ὅταν ξύπνησε τά μάτια του ἦταν ὑγρά, μουσκεμένα ἀπό τά δάκρυα. Ἦταν σούρουπο κι ὁ ἥλιος ἀκόμη φώτιζε τήν πρασινάδα τῶν λουλουδιῶν. Ξανάκλεισε τά μάτια γιά νά βυθισθεῖ ἐκ νέου στό ὄνειρο, ὅταν ξαφνικά εἶδε, μέσα στό λαμπρό φῶς, ἕνα μικρούλικο σκοτεινό στίγμα. Τό στίγμα μορφοποιήθηκε καί ὁ Σταυτόγκιν εἶδε ὁλοκάθαρα μία μικρή κόκκινη ἀράχνη.Τήν εἶδε ὅπως τήν εἶχε ἀντικρύσει τήν πρώτη φορά στό φύλλο τοῦ γερανιοῦ. Ἔνιωσε μία μαχαιριά νά τοῦ σχίζει τήν καρδιά. Ἡ μορφή ἀποκαλύφθηκε μέ τήν τρίτη μικρή ἀραχνίτσα. Ἦταν ὁ προπομπός τῆς Ματριόσας, πού βρισκόταν ἀπέναντί του, ἀδυνατισμένη καί μέ κόκκινα μάτια ἀπό τόν πυρετό, ἴδια ὅπως τότε πού στεκόταν ὄρθια στό κατώφλι τῆς κάμαράς του καί τόν κοιτοῦσε κουνώντας τό κεφάλι καί σφίγγοντας τήν μικρή γροθιά. Ὁ Σταυρόγκιν δέν εἶχε ξανανιώσει τέτοια ἀπελπισία.
Αὐτή ἡ εἰκόνα τοῦ φανερωνόταν ἔκτοτε κάθε μέρα. «Καί δέν ἐμφανίζεται μόνη της, ἐγώ τήν καλῶ καί δέν μπορῶ να μήν τήν καλῶ, παρότι εἶναι τό βασανιστήριο τῆς ζωῆς μου.»
Τότε ἀπεφάσισε νά τυπώσει τήν ἐξομολόγησή του στό ἐξωτερικὀ σέ τριακόσια ἀντίτυπα καί νά τήν φέρει στήν Ρωσία. Νά τήν δημοσιοποιήσει καί νά τόν κρίνουν οἱ ἄνθρωποι.
Ὀ ἐπίσκοπος Τύχων δέν συμφωνοῦσε μέ τήν δημοσιοποίηση. Δέν ἦταν αὐτό χριστιανική μετάνοια ἀλλά ἀλαζονεία νά θέλει νά φαίνεται χειρότερος ἀπό ὅ,τι εἶναι, τοῦ εἶπε. Ὁ Σταυρόγκιν ταραγμένος πῆρε ἀπό τό γραφεῖο ἕναν σταυρό φιλντισένιο, τόν ἔπαιζε μέσα στά δαχτυλά του καί ξαφνικά τόν ἔσπασε σέ δυό κομμάτια.
Εἶναι λεπτή ἡ γραμμή ἀνάμεσα στήν ἀλαζονεία καί στήν λαιμαργία, ὅπως ἀναφέρει κι ἕνα χαρίεν καλογερίστικο ρητό. Τό γεῦμα γιά ἕναν μοναχό ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς ἐλιές. Ἄν φάει τέσσερις πέφτει στό ἁμάρτημα τῆς λαιμαργίας, ἄν δύο στό ἁμάρτημα τῆς ἀλαζονείας. Ἔτσι κι ὁ Σταυρόγκιν μέ τήν γραπτή του ἐξομολόγηση, ἔπεσε στό ἁμάρτημα τῆς ἀλαζονείας. Καί φεύγει ἀπό τό δωμάτιο τοῦ Τύχωνος, φωνάζοντας μέ λύσσα, «Καταραμένε ψυχολόγε».
Νοέμβριος 2020
Ἑλένη Λαδιᾶ
Σημειώσεις
- Ἀπόσπασμα ἀπό τό ποίημα τοῦ Loren Eisely: Παιδί τοῦ ἀνέμου μτφρ. Νατάσας Κεσμέτη
- Φ. Ντοστογιέφσκι Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ Σταυρόγκιν (ἀνεξάρτητη ἔκδοση) μτφρ, Κοραλίας Μακρῆ ἐκ. Δ. Κοροντζής Ἀθήνα 2007. Τό κεφάλαιο μέ ὑπότιτλο Στόν Τύχωνα (κεφάλαιο ἕνατο-συμπλήρωμα) βρίσκεται στό βιβλίο οἱ Δαιμονισμένοι μτφρ. Ἐλένης Μπακοπούλου ἐκ. Ἴνδικτος 2007
- Φ. Ντοστογιέφσκι, τό ὄνειρο ἑνός γελοίου μτφρ. Γ. Σημηριώτης ἐκ. Δ. Κοροντζῆς 1979