Σκυμμένο πάνω από το γραφείο το κεφάλι, καλυμμένη από ένα σκούρο βελούδινο σκουφάκι, πλαισιωμένο από το στεφάνι των ανάλαφρων, ιπτάμενων γκρίζων μαλλιών. Πάνω στο γραφείο είναι ανοιχτοί οι χοντροί τόμοι της πυρηνικής φυσικής, της θεωρίας των πιθανοτήτων… Ποιος είναι; Κάποιος καθηγητής μαθηματικών;
Τι παράξενο: ο μαθηματικός δίνει τις διαλέξεις του στο Μέγαρο των τεχνών της Πατρούπολης. Κοφτές, εναέριες κινήσεις των χεριών που σχηματίζουν στον αέρα κάποιες καμπύλες. Αν προσέξετε καλά θα δείτε πως πρόκειται για καμπυλοειδείς άνοδοι και πτώσεις των φωνηέντων, ότι πρόκειται για μια θαυμάσια διάλεξη για τη θεωρία του στίχου.
Νέα μικρογραφία: ο άνθρωπος αυτός με τη σμίλη και το σφυρί στα χέρια, πάνω στις σκαλωσιές στο μισοσκότεινο τρούλο κάποιου ναού, καλαφατίζει το διάκοσμο της καπνίας. Ο ναός αυτός είναι ο περιβόητος «Γκιοτεάνουμ» στη Βασιλεία, στην ανοικοδόμηση του οποίου εργάστηκαν οι θιασώτες της ανθρωποσοφίας.
Και μετά την ηρεμία τυο Γκιοτεάνουμ – άξαφνα η ανυπόφορη φασαρία των βερολινέζικων καφέ, από το στόμια της τρομπέτας, από το σαξόφωνο, σκούζοντας πετάγονται τα δαιμόνια της τζαζ. Ο άνθρωπος που έχτιζε το ναό της ανθρωποσοφίας, με γραβάτα δεμένη στα πλάγια, με αμήχανο χαμόγελο, χορεύει φοξτρότ.
Τα μαθηματικά, η ποίηση, η ανθρωποσοφία, το φοξτρότ είναι μερικές από τις πλέον οξείες γωνίες, από τις οποίες αποτελείται η θαυμαστή μορφή του Αντρέι Μπέλι, ενός από τους πλέον αυθεντικούς ρώσους συγγραφείς, ο οποίος μόλις ολοκλήρωσε τη γήινη διαδρομή του: μια γαλάζια, χιονισμένη ημέρα του Ιανουαρίου πέθανε στη Μόσχα.
Όλα όσα έγραψε ήταν τόσο εκπληκτικά και ασυνήθιστα, όπως και η ζωή του. Γι’ αυτό, χωρίς καν να αναφερθούμε στις πολυάριθμες θεωρητικές του εργασίες, ακόμη και τα μυθιστορήματα του παρέμειναν ανάγνωσμα κατά κύριο λόγο της ελίτ της διανόησης. Ήταν «συγγραφέας για τους συγγραφείς», πριν απ’ όλα, μαιτρ, εφευρέτης, τις εφευρέσεις του οποίου χρησιμοποίησαν πολλοί από τους ρώσους μυθιστοριογράφους των νεότερων γενιών. Καμία από τις πολυάριθμες ανθολογίες της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας, οι οποίες κυκλοφορούν το τελευταίο διάστημα σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, δεν αποφεύγει την αναφορά στον Αντρέι Μπέλι.
Εδώ όμως και πάλι έχουμε να κάνουμε με ένα από εκείνα τα παράδοξα, με τα οποία είναι γεμάτος ολάκερος ο βιός του αλλά και η λογοτεχνική του βιογραφία: τα βιβλία αυτού του μαιτρ, του θεωρητικού μιας ολόκληρης λογοτεχνικής σχολής, παραμένουν αμετάφραστα, ζουν μόνο στη ρωσική τους ενσάρκωση. Δε ξέρω, άλλωστε, αν θέλοντας να παραμείνω ακριβής παραθέσω τους τίτλους τους στα ρωσικά: είναι τόσο ασυνήθιστη η σύνταξη του Μπέλι, είναι τόσοι πολλοί οι νεολογισμοί του λεξιλογίου του. Η γλώσσα των βιβλίων του είναι η γλώσσα του Μπέλι, όπως και η γλώσσα του «Οδυσσέα» δεν είναι η αγγλική, αλλά η γλώσσα του Τζόυς.
Υπάρχει και ένα ακόμη παράδοξο. Αυτός ο τυπικός ρώσος συγγραφέας, άμεσος απόγονος του Γκόγκολ και του Ντοστογιέφσκι, ήταν για το ρωσική λογοτεχνία ο άνθρωπος που εισήγαγε τις γαλλικές επιρροές: ο Μπέλι ήταν ένας από τους θεμελιωτές και ο μοναδικός σοβαρός θεωρητικός της σχολής του ρωσικού συμβολισμού. Παρ’ όλη την ιδιομορφία αυτού του λογοτεχνικού ρεύματος, το οποίο πολύ συχνά συνδέεται με τις θρησκευτικές αναζητήσεις της ρωσικής διανόησης, η σχέση με το γαλλικό συμβολισμό και με τα ονόματα του Μαλαρμέ, του Μπωντλαίρ, του Ζορίς Καρλ Υσμάν, είναι αδιαμφισβήτητη. Αυτό και μόνο αρκεί για να τραβήξει την προσοχή του γάλλου αναγνώστη και ιδιαίτερα του αναγνώστη της λογοτεχνίας, στην προσωπικότητα του Αντρέι Μπέλι.
Οι κοφτές, διασταυρούμενες γραμμές, με τις οποίες σκιαγραφήθηκε το πορτραίτο του, είναι υπαγορευμένες από την ίδια την προσωπικότητα του ανθρώπου αυτού, από τον οποίο απέμεινε για πάντα η εντύπωση της ορμητικότητας, της πτήσης, του ρίγους. Για εκείνους, το βλέμμα των οποίων έχει συνηθίσει γραμμές πιο ακαδημαϊκές, τις ημερομηνίες και τα ονόματα, παρακάτω παρατίθενται μερικές συμπληρώσεις αυτού του περιγράμματος.
Δύο, φαινομενικά ανόμοια, μα κατ’ ουσίαν συγγενικά στοιχειά, τα μαθηματικά και η μουσική, καθόρισαν τη νιότη του Μπέλι. Το πρώτο από αυτά το είχε στο αίμα του: ήταν γιος του γνωστού ρώσου καθηγητή μαθηματικών του πανεπιστημίου και σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, όπου δίδασκε ο πατέρας του. Ίσως να δίδασκε εκεί και ο Αντρέι Μπέλι, αν κάποια στιγμή δεν βίωνε την αισθητική των μαθηματικών ορισμών εντελώς διαφορετικά: τα μαθηματικά γι’ αυτόν ήχησαν (έτσι έλεγε αργότερα), απέκτησαν υλική υπόσταση στη μουσική. Και, απ’ ότι φάνηκε αργότερα, αυτή η μούσα αυτή τον γοήτευσε τελικά, όταν αναπάντεχα από τον χθεσινό μαθηματικό και μουσική Μπορίς Μπουγκάγιεφ (όπως είναι το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε ο ποιητής Αντρέι Μπέλι. Η πρώτη του ποιητική συλλογή τον οδήγησε στους πρωτοπόρους λογοτεχνικούς κύκλους εκείνης της εποχής, τον έφερε κοντά με τον Μπλοκ, τον Μπριούσοφ, τον Μερεζκόφσκι. Ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα, τα χρόνια που ήταν κοντά στο 1905, όταν το τεράστιο, σκουριασμένο σώμα της Ρωσίας κινήθηκε με τη συνήθη στο διάβα των αιώνων, τροχιά, όταν η αναζήτηση του καινούριου άρχισε σε ορισμένα στρώματα της ρωσικής κοινωνίας. Ο Μπέλι ήταν γιος εκείνης της εποχής, η οποία ήταν μία από εκείνες που είναι συγγενική με τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι, τις ανήσυχες ρωσικές ψυχές, οι οποίες ποτέ δεν ικανοποιούνται με τα επιτεύγματά τους.
Το να είσαι ποιητής της μόδας και μάλιστα ένας από τους ηγέτες της νέας λογοτεχνικής σχολής, αποδείχτηκε από πολύ νωρίς πως ήταν λίγο γι’ αυτόν: αναζητούσε απαντήσεις στα πιο βασανιστική «αιώνια» ερωτήματα. Τις αναζητούσε παντού: στις συνεδριάσεις της «Θρησκευτικής Φιλοσοφικής Εταιρείας» της Πετρούπολης ∙ στα γεμάτα καπνό φοιτητικά δωμάτια, όπου αντιδικούσαν όλη τη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα ∙ στις λειτουργίες των ρώσων μελών θρησκευτικών σεχτών και στις συνωμοτικές συνελεύσεις των σοσιαλιστών ∙ στα τεϊοποτεία και στα καπηλειά, όπου μέσα στις κραυγές και τις φασαρίες των πιωμένων αμαξάδων συζητούσε ήρεμα κάποιος ρώσος πλάνητας με το σταυρό κρεμασμένο στο στήθος του…
Αυτός ο πολύχρωμος ανεμοστρόβιλος δεν χωρούσε πλέον στις φειδωλές αράδες των στίχων και έτσι ο Μπέλι πέρασε στο μυθιστόρημα. Εκείνα τα χρόνια γράφτηκαν δύο από τα πλέον γνωστά βιβλία του: «Το ασημένιο περιστέρι» και η «Πετρούπολη». Το πρώτο μυθιστόρημα οδηγεί τον αναγνώστη στη ζοφερή ατμόσφαιρα της ζωής των μελών της αίρεσης των Χλιστί*, όπου βρίσκεται ένας εκλεπτυσμένος διανοούμενος, ποιητής που σκοτώνεται στη μάχη κατά των σκοτεινών δυνάμεων του ρωσικού χωριού. Όπως έγραψε αργότερα ο ίδιος ο Μπέλι, στο μυθιστόρημα αυτό «περιέγραψε τον Ρασπούτιν στο πρωταρχικό του στάδιο» (ο Ρασπούτιν, ως γνωστό, προέρχονταν από το περιβάλλον των Χλιστί). Στο δεύτερο μυθιστόρημα η αυτοκρατορική Πετρούπολη περιγράφηκε από τον Μπέλι ως πόλη καταδικασμένη στο χαμό, αλλά μιας θαυμάσιας, προθανάτιας, διάφανης ομορφιάς. Ένας από τους ισχυρούς παράγοντες αυτής της Πετρούπολης, ο γερουσιαστής Αμπλεούχοφ, καταδικασμένος σε θάνατο από τους επαναστάτες, με τους οποίους συνδέεται ο φοιτητής γιος μου: σε αυτήν την έντονη σύγκρουση έχει οικοδομηθεί όλη τη πλοκή του μυθιστορήματος. Στο βιβλίο αυτό, το καλύτερο απ’ όλα όσα έχει γράψει ο Μπέλι, η Πετρούπολη για πρώτη φορά μετά τον Γκόγκολ και τον Ντοστογιέφσκι, βρήκε τον δικό της πραγματικό ζωγράφο.
Τα προεπαναστατικά χρόνια (1912 – 1916) ο Μπέλι τα πέρασε μέσα στις ταραχώδεις περιπλανήσεις του στην Αφρική και την Ευρώπη. Η συνάντηση με τον ηγέτης της ανθρωποσοφίας δόκτορα Στέινερ ήταν καθοριστική για τον Μπέλι. Γι’ αυτόν όμως η ανθρωποσοφία δεν ήταν ένα απάνεμο λιμάνι, όπως για πολλές άλλες κουρασμένες καρδιές, – γι’ αυτόν ήταν απλά ο λιμένας απ’ όπου απέπλεε για το άπειρο διάστημα της ουράνιας φιλοσοφίας και των νέων καλλιτεχνικών πειραμάτων. Το πιο ενδιαφέρον από αυτά ήταν το μυθιστόρημα «Ο γάτος Λετιάεφ», σχεδόν το μοναδικό στην παγκόσμια λογοτεχνία πείραμα καλλιτεχνικής αντανάκλασης των ιδεών της ανθρωποσοφίας. Η οθόνη για την αντανάκλαση αυτή εδώ είναι ο παιδικός ψυχισμός, η περίοδος των πρώτων εκλάμψεων της συνείδησης στο μωρό, όταν από τον κόσμο των διάφανων αναμνήσεων για την ύπαρξη πριν από τη γέννηση, από τον κόσμο των τεσσάρων διαστάσεων το μωρό περνάει στο σταθερό, οδυνηρό τραυματικό, τρισδιάστατο κόσμο.
Στην μετεπαναστατική Ρωσία, με τη νέα θρησκεία του υλισμού, η ανθρωποσοφία δεν ήταν ευπρόσδεκτη και έτσι το 1921 ο Μπέλι ξαναβρέθηκε στο εξωτερικό. Είχε έρθει γι’ αυτόν η εποχή «των εν ερήμω πειρασμών»: η γυναίκα που αγαπούσε τον εγκατέλειψε για να ζήσει στο περιβάλλον του δόκτορα Στέινερ, ο ποιητής απέμεινε μόνος στην λίθινη ερημιά του Βερολίνου. Από την κορυφή της ανθρωποσοφίας έπεσε κάτω, στο φοξτρότ, στο κρασί… Δεν τσακίστηκε όμως, είχε αρκετές δυνάμεις για να σηκωθεί και πάλι, να ξαναρχίσει να ζει και επέστρεψε στη Ρωσία.
Τα μαλλιά γύρω από τον τρούλο της κεφαλής που ήταν καλυμμένη με σκουφάκι, ήταν τώρα πια γκρίζα, αλλά μέσα του υπήρχε εκείνη η πτήση, εκείνη η νεανική θέρμη. Θυμάμαι ένα βράδυ στην Πετρούπολη, όταν ο Μπέλι με επισκέφτηκε «για λίγο»: βιαζόταν, εκείνο το βράδυ είχε να δώσει μια διάλεξη. Η συζήτησή μας όμως περιστράφηκε γύρω από ένα από τα αγαπημένα του θέματα – την κρίση του πολιτισμού. Τα μάτια του έλαμψαν, κάθονταν και σηκώνονταν από το πάτωμα, εξηγώντας την θεωρία του για τις «παράλληλες εποχές», την «σπειροειδή κίνηση» της ανθρώπινης ιστορίας, μιλούσε χωρίς να παίρνει καν ανάσα. Ήταν μια εκπληκτική διάλεξη, την οποία έδωσε μπροστά σε ένα και μοναδικό ακροατή: οι άλλοι άδικα τον περίμεναν στην αίθουσα εκείνο το βράδυ. Μόνο όταν το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, ο παρασυρμένος Μπέλι θυμήθηκε ξαφνικά και έπιασε το κεφάλι του…
Η διάλεξη αυτή ήταν ένα κεφάλαιο από το μεγάλο του έργο για την φιλοσοφία της ιστορίας, πάνω στο οποίο, αδιάκοπα, δούλευε όλα τα τελευταία χρόνια[1]. Θαρρείς και έβλεπε ότι πλησίαζε το τέλος της διαδρομής του, σε αυτό το βιβλίο βιαζόταν να βάλει ένα τέλος στις ατελείωτες διανοητικές του περιπλανήσεις. Το έργο αυτό, απ’ όσο γνωρίζω, παρέμεινε ημιτελές.
Παρόμοιο τέλος ήταν και άλλα από τα τελευταία του έργα: ο τόμος των απομνημονευμάτων του «Στο μεταίχμιο των δύο αιώνων», τα μυθιστορήματα «Μόσχα» και «Μάσκες». Εδώ δεν περιλαμβάνονται ο τετραδιάστατος, φανταστικός κόσμος του «Γάτου Λετάρφ» και η «Πετρούπολη» ∙ τα μυθιστορήματα αυτά στηρίχθηκαν στο αληθινό, εν μέρει αυτοβιογραφικό, υλικό, υλικό από τη ζωή της μοσχοβίτικης διανόησης στην μεταιχμιακή εποχή στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ξεκάθαρη επιλογή του συγγραφέα ως προς τη σάτιρα ήταν μια υποχώρηση έναντι του κυρίαρχου της εποχής πνεύματος. Μα οι αδιάκοπες αναζητήσεις του Μπέλι αυτή τη φορά περισσότερο στο πεδίο του λεξιλογίου, συνεχίστηκαν και σε αυτά τα τελευταία του έργα: μέχρι το τέλος απέμεινε ο «ρώσος Τζόις».
1934
* Χλιστί ή Αυτομαστιγούμενοι, μια από τις παλαιότερες θρησκευτικές σέχτες στη Ρωσία. Έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 17ου αιώνα σε αγροτικές κοινότητες. Η ονομασία του προέρχεται από το έθιμο της αυτομαστίγωσης που τηρούν με αυστηρότητα. (σ.τ.μ)
[1] Αναφέρεται στο ημιτελές και αδημοσίευτο έργο του Αντρέι Μπέλι «Η ιστορία του γίγνεσθαι της αυτοσυνειδητοποιούμενης ψυχής» 1926.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©
Από το βιβλίο των εκδόσεων S@mizdαt Αντρέι Μπέλι, Η τραγωδία της δημιουργίας, 2016