Ι
Στα προαισθήματα δεν πιστεύω και τους οιωνούς
Δε φοβάμαι. Ούτε τη συκοφαντία, μηδέ το φαρμάκι
Αποφεύγω. Στον κόσμο δεν υπάρχει θάνατος.
Αθάνατοι είναι όλοι. Αθάνατα είναι όλα. Δεν χρειάζεται
Να φοβάσαι το θάνατο ούτε στα δεκαεπτά,
Ούτε στα εβδομήντα. Υπάρχει μόνο ο είναι και το φως,
Ούτε σκοτάδι, ούτε θάνατος υπάρχουν σε τούτο τον κόσμο.
Είμαστε όλοι στης θάλασσας την ακτή,
Κι εγώ είμαι ανάμεσα σ’ εκείνους που τα δίχτυα ξεδιαλύνουν,
Καθώς έρχεται η αθανασία από τα πλάγια.
ΙΙ
Ζείτε στο σπίτι – μα το σπίτι δεν καταρρέει.
Θα καλέσω οποιονδήποτε από τους αιώνες,
Θα μπω σ’ αυτόν και σπίτι μέσα του θα χτίσω.
Να γιατί μαζί μου τα παιδιά σας
Και οι γυναίκες σας κάθονται στο ίδιο τραπέζι –
Το τραπέζι είναι ένα και για τον προπάππου και για τον εγγονό:
Το μελλούμενο θα συμβεί τώρα,
Κι αν σηκώσω το χέρι,
Και οι πέντε ακτίνες θα πέσουν πάνω σας.
Κάθε μέρα των περασμένων, σαν σφήνα,
Με τα κλειδοκόκαλα μου στήριζα,
Μετρώντας το χρόνο με τη μεζούρα της γης την αλυσίδα
Και πέρασα από μέσα της, σα να διαπερνούσα τα Ουράλια.
ΙΙΙ
Έναν αιώνα ψήλωνα διαρκώς.
Φύγαμε για το Νότο, μαζέψαμε σκόνη στη στέπα·
Το αγριόχορτο ευωδίαζε· το τριζόνι ατακτούσε,
Τα πέταλα άγγιζε με το μουστάκι, και προφήτευε,
Και με το θάνατο μ’ απειλούσε, σα μοναχός.
Τη μοίρα μου στη σέλα έδεσα·
Και τώρα, στις μέλλουσες εποχές,
Σαν αγοράκι, θα σηκωθώ στους αναβολείς.
Μου φτάνει η αθανασία μου,
Ώστε το αίμα μου να κυλάει από αιώνα σε αιώνα.
Για το πιστό κάρβουνο της ήρεμης ζεστασιάς
Με τη ζωή μου θα πλήρωνα οικειοθελώς,
Όταν η ιπτάμενη της βελόνα
Εμένα, σα κλωστή, στον κόσμο θα οδηγούσε.
1965
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©