(μονόλογος για αγόρι ή κορίτσι 14 – 18 ετών)
Μία μύγα χτύπησε στο κούτελο τον κύριο που έτρεχε δίπλα μου, διαπέρασε το κεφάλι του και βγήκε από το σβέρκο. Ο κύριος, με το επίθετο Ντερνιάτιν, έμεινε έκπληκτός: νόμισε πως κάτι έλαμψε μέσα στον εγκέφαλο του, ενώ στο σβέρκο σκίστηκε η επιδερμίδα και γαργαλιόταν. Ο Ντερνιάτιν στάθηκε και σκέφτηκε: «Τι σημαίνει αυτό; Είναι απολύτως προφανές ότι άκουσα ένα σφύριγμα στο μυαλό μου. Δεν συνέβη όμως κάτι από το οποίο θα μπορούσα να καταλάβω περί τίνος πρόκειται. Εν πάση περιπτώσει, είναι σπανιότατη αίσθηση, η οποία μοιάζει με πονοκέφαλο. Δεν θα το σκέφτομαι όμως άλλο, θα συνεχίζω το τρέξιμό μου». Σκεπτόμενος αυτά ο κ. Ντερνιάτιν συνέχισε το τρέξιμό του, αλλά όσο κι αν έτρεχε, δεν του ξανασυνέβη κάτι άλλο παρόμοιο. Στο γαλάζιο δρομάκι ο Ντερνιάτιν παραπάτησε και παραλίγο να πέσει κι έτσι αναγκάστηκε να κουνάει τα χέρια του στον αέρα.
«Καλά που δεν έπεσα,– σκέφτηκε ο Ντερνιάτιν, – θα έσπαγαν τα γυαλιά μου και δεν θα έβλεπα προς τα πού να πάω». Στη συνέχεια ο Ντερνιάτιν άρχισε να περπατάει στηριζόμενος στο μπαστουνάκι του. Κι όμως, ο ένας κίνδυνος διαδεχόταν τον άλλον. Ο Ντερνιάτιν άρχισε να τραγουδάει κάποιο τραγουδάκι για να διαλύσει τις κακές του σκέψεις. Το τραγούδι ήταν χαρούμενο και ρυθμικό, έτσι που ο Ντερνιάτιν απορροφήθηκε και ξέχασε ότι βαδίζει στο γαλάζιο δρομάκι, στο οποίο εκείνη την ώρα περνούσαν αυτοκίνητα και ήταν πολύ δύσκολο να τα αποφύγει κανείς παραμερίζοντας. Γι’ αυτό και θεωρείτο επικίνδυνη διαδρομή. Οι προσεκτικοί άνθρωποι πάντα περνούσαν μετά φόβου από το γαλάζιο δρομάκι, για να αποφύγουν τον θάνατο.
Εδώ ο θάνατος παραμόνευε τον πεζό σε κάθε του βήμα, είτε με την μορφή του αυτοκινήτου, είτε με την μορφή κάρου, είτε ακόμη και με την μορφή καρότσας φορτωμένης με πέτρες. Δεν πρόλαβε ο Ντερνιάτιν να φυσήξει την μύτη του, όταν είδε να πηγαίνει προς το μέρος του ένα τεράστιο αυτοκίνητο. Ο Ντερνιάτιν φώναξε: «Χάνομαι!» και πήδηξε στο πλάι. Το χορτάρι διαλύθηκε στο βάρος του κι εκείνος έπεσε στο χαντάκι. Το αυτοκίνητο τον προσπέρασε με θόρυβο, έχοντας υψωμένη στην σκεπή το σημαιάκι έκτακτης ανάγκης.
Οι άνθρωποι μέσα στο αυτοκίνητο θεώρησαν πως ο Ντερνιάτιν σκοτώθηκε γι‘ αυτό και έβγαλαν τα καπέλα του και συνέχισαν το δρόμο τους ασκεπείς. «Μήπως προσέξατε αν ο περιηγητής που πατήσαμε, βρέθηκε κάτω από τις μπροστινές ή τις πισινές ρόδες;» – ρώτησε ο κύριος που φορούσε μανσόν, δηλαδή όχι μανσόν, αλλά μπασλίκι. «Είναι,- έλεγε αυτός ο κύριος,- πολύ κρυωμένα τα μάγουλά και τα αυτιά μου, γι’ αυτό και κυκλοφορώ πάντα φορώντας αυτό το μπασλίκι». Δίπλα στον κύριο, μέσα στο αυτοκίνητο, καθόταν μια κυρία, με εξαιρετικά ενδιαφέρον στόμα. «Εγώ,- είπε η κυρία, ανησυχώ μήπως μας κατηγορήσουν για την δολοφονία αυτού του περαστικού». – «Τι; Τι;»– ρώτησε ο κύριος, τραβώντας τα καλύμματα των αυτιών από το μπασλίκι του. Η κυρία επανέλαβε τον φόβο της. «Όχι, είπε ο κύριος που φορούσε μπασλίκι,- η δολοφονία τιμωρείται μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο δολοφονημένος μοιάζει με κολοκύθι. Εμείς όμως όχι, όχι, δεν ευθυνόμαστε για τον θάνατο του περαστικού. Ο ίδιος φώναξε: χάνομαι! Είμαστε απλά μάρτυρες του ξαφνικού του θανάτου». Η μαντάμ Ανέτ χαμογέλασε με το ενδιαφέρον στόμα της και μονολόγησε: «Αντόν Αντόνοβιτς, εύκολα γλιτώνετε από τις φασαρίες».
Ο κ. Ντερνιάτιν ήταν ξαπλωμένος στο γκρίζο χαντάκι με απλωμένα τα χέρια και τα πόδια. Το αυτοκίνητο είχε ήδη απομακρυνθεί. Ο Ντερνιάτιν κατάλαβε πως δεν είχε πεθάνει. Ο θάνατος με την μορφή του αυτοκινήτου τον προσπέρασε. Σηκώθηκε, καθάρισε με το μανίκι του το κουστούμι που φορούσε, σάλιωσε τα δάχτυλα του και συνέχισε να κυνηγάει το χρόνο στο γαλάζιο δρομάκι. Ο χρόνος ήταν μπροστά κατά εννιάμιση λεπτά και ο Ντερνιάτιν περπατούσε, κυνηγώντας τα λεπτά.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©