Μεσάνυχτα στην Μόσχα. Ένα θεσπέσιο βουδιστικό καλοκαίρι.
Με φασαρία χωρίζουν οι δρόμοι στα στενά σιδερένια μποτάκια.
Μέσα στην μαύρη ευλογιά ευδαιμονούν των λεωφόρων τα δαχτυλίδια…
* * *
Ούτε την νύχτα δεν έχει ησυχία η Μόσχα
όταν από τις οπλές σιμώνει η ηρεμία…
Θα πεις – κάπου εκεί στο πεδίο βολής
δυο κλόουν έχουν κάτσει, Μπιμ και ο Μπομ,
κι άρχισαν οι ροκάνες, τα κουδουνάκια,
πότε ακούγεται η φυσαρμόνικα,
πότε το παιδικό το πιάνο:
– Ντο-ρε-μι-φα
Και σολ-φα-μι-ρε-ντο.
Κάποτε, όταν νεότερος ήμουν, έβγαινα
φορώντας το μπαλωμένο λαστιχένιο μου παλτό
στην φαρδιά διάσταση των λεωφόρων,
όπου τα λεπτά σαν σπίρτα πόδια της μικρής τσιγγάνας παλεύουν με τον μακρύ ποδόγυρο,
όπου το αιχμάλωτο αρκούδι γλεντάει-
της ίδιας της φύσης αιώνιος μενσεβίκος.
Κι είχε μια ανυπόφορη μυρωδιά δάφνης…
Πού είσαι όμως; Δεν έχει δάφνες, μήτε κερασιές…
Θα σφίξω το βαρίδι του εκκρεμούς
στο ρολόι της κουζίνας που τρέχει γρήγορα.
Αχ πόσο άτιμος είναι ο χρόνος,
μα μου αρέσει να τον πιάνω απ’ την ουρά,
αφού δεν φταίει αυτός για την φυγή του
νομίζω, όμως, πως είναι λίγο αλήτης…
Μη, δεν κάνει να παρακαλάς, ούτε να παραπονιέσαι! Σσσ!
Μην κλαψουρίζεις-
μήπως γι’ αυτό οι ποπολάροι
με μπότες ξεραμένες ποδοπάτησαν, για να τους προδώσω τώρα;
Θα πεθάνουμε σαν πεζικάριοι,
Δεν θα υμνήσουμε όμως ούτε την κλοπή, ούτε το μεροδούλι, ούτε το ψέμα.
Έχουμε την αραχνοΰφαντη παλιά σκωτσέζικη καρό κουβέρτα.
Θα με σκεπάσεις μ’ αυτή, σαν λάβαρο πολεμικό, όταν πεθάνω.
Ας πιούμε φιλαράκο, στην υγειά της κριθαρένιας θλίψης μας,
Ας πιούμε άσπρο πάτο…
Από τις αίθουσες των κινηματογράφων βγαίνουν πλήθη πυκνά
λες και τους είχαν δώσει χλωροφόρμιο είναι ζαλισμένα,
είναι τόσο ασταθείς αρτηριακά
που χρειάζονται επειγόντως οξυγόνο…
Ήρθε η ώρα να μάθετε πως κι εγώ σύγχρονος σας είμαι,
είμαι άνθρωπος της εποχής της Μοσκοσφέγια[1],-
κοιτάξτε πως με στενεύει το σακάκι,
πως έμαθα να περπατώ και να μιλάω!
Δοκίμαστε να με ξεκόψετε απ’ τον αιώνα,-
Σας εγγυώμαι πως θα σπάσετε τον σβέρκο!
Συνομιλώ με την εποχή, μα μήπως
η ψυχή της είναι αφρισμένη και μήπως
αναίσχυντα μας έχει συνηθίσει,
σαν ρυτιδιασμένο ζωάκι σε ναό του Θιβέτ;
Αρχίζει να ξύνεται και στο μπάνιο με τον ψευδάργυρο.
– Απεικονίστε μας κι άλλο Μαρία Ιβάννα.
Ας είναι προσβλητικό – καταλάβετε:
υπάρχει η ασωτία της εργασίας και την έχουμε στο αίμα μας.
Χαράζει. Θορυβούν οι κήποι με τον πράσινο τηλέγραφο
τον Ρέμπραντ επισκέπτεται ο Ραφαήλ.
Είναι με τον Μότσαρτ στην Μόσχα η ψυχή δεν ελπίζει
για το μάτι το καστανό, των σπουργιτιών της μέθη.
και σαν αεροπορικό ταχυδρομείο
ή πηχτή της Μαύρης θάλασσας μέδουσας
μεταφέρουν από διαμέρισμα σε διαμέρισμα
τον φάκελο τα ρεύματα αέρα
σαν φοιτητές αργόσχολοι του Μάη.
Μάιος – 4 Ιουνίου 1931
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©
Полночь в Москве. Роскошно буддийское лето.
С дроботом мелким расходятся улицы в чоботах узких железных.
В черной оспе блаженствуют кольца бульваров…
Нет на Москву и ночью угомону,
Когда покой бежит из-под копыт…
Ты скажешь — где-то там на полигоне
Два клоуна засели — Бим и Бом,
И в ход пошли гребенки, молоточки,
То слышится гармоника губная,
То детское молочное пьянино:
— До-ре-ми-фа
И соль-фа-ми-ре-до.
Бывало, я, как помоложе, выйду
В проклеенном резиновом пальто
В широкую разлапицу бульваров,
Где спичечные ножки цыганочки в подоле бьются длинном,
Где арестованный медведь гуляет —
Самой природы вечный меньшевик.
И пахло до отказу лавровишней…
Куда же ты? Ни лавров нет, ни вишен…
Я подтяну бутылочную гирьку
Кухонных крупно скачущих часов.
Уж до чего шероховато время,
А все-таки люблю за хвост его ловить,
Ведь в беге собственном оно не виновато
Да, кажется, чуть-чуть жуликовато…
Чур, не просить, не жаловаться! Цыц!
Не хныкать —
для того ли разночинцы
Рассохлые топтали сапоги, чтоб я теперь их предал?
Мы умрем как пехотинцы,
Но не прославим ни хищи, ни поденщины, ни лжи.
Есть у нас паутинка шотландского старого пледа.
Ты меня им укроешь, как флагом военным, когда я умру.
Выпьем, дружок, за наше ячменное горе,
Выпьем до дна…
Из густо отработавших кино,
Убитые, как после хлороформа,
Выходят толпы — до чего они венозны,
И до чего им нужен кислород…
Пора вам знать, я тоже современник,
Я человек эпохи Москвошвея, —
Смотрите, как на мне топорщится пиджак,
Как я ступать и говорить умею!
Попробуйте меня от века оторвать, —
Ручаюсь вам — себе свернете шею!
Я говорю с эпохою, но разве
Душа у ней пеньковая и разве
Она у нас постыдно прижилась,
Как сморщенный зверек в тибетском храме:
Почешется и в цинковую ванну.
— Изобрази еще нам, Марь Иванна.
Пусть это оскорбительно — поймите:
Есть блуд труда и он у нас в крови.
Уже светает. Шумят сады зеленым телеграфом,
К Рембрандту входит в гости Рафаэль.
Он с Моцартом в Москве души не чает —
За карий глаз, за воробьиный хмель.
И словно пневматическую почту
Иль студенец медузы черноморской
Передают с квартиры на квартиру
Конвейером воздушным сквозняки,
Как майские студенты-шелапуты.
Май — 4 июня 1931
[1] Το 1929, με απόφαση της συνδιάσκεψης της οργάνωσης της Μόσχας του Κομμουνιστικού κόμματος, αποφασίστηκε η ίδρυση εργοστασίου κατασκευής αντρικών ρούχων με τον τίτλο «Μοσκοσφέγια».